Δε μπορώ να πω πως αποτελώ μέλος του κλαμπ των θεατρόφιλων. Επιλέγω λίγες παραστάσεις σε ετήσια βάση και συνήθως εξέρχομαι από τις αίθουσες ή τις υπαίθριες σκηνές με ένα κλίμα ευφορίας, το οποίο προέρχεται τόσο από το εκάστοτε έργο αυτό καθαυτό, όσο και από τη διαπίστωση (κάθε, μα κάθε φορά) της ικανότητας των ηθοποιών, -«μικρών» ή «μεγάλων»- να εκτίθενται και ουσιαστικά να «ξεγυμνώνονται» μπροστά στο κοινό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Έτσι λοιπόν, την 7η Νοεμβρίου, επέλεξα με τη σύζυγό μου να παρακολουθήσουμε την εγνωσμένης αξίας παράσταση με τίτλο «Βότκα Μολότοφ» στην Αίθουσα Τέχνης. Μία παράσταση που μπορεί σε όλους τους παρευρισκόμενους να «μείνει» στη μνήμη ως μία κωμωδία που τους έκανε να «ξεχαστούν» και να γελάσουν με τη ψυχή τους, εμένα όμως μου άφησε μια γλυκόπικρη , αν όχι πικρή, γεύση που σε καμία περίπτωση δεν οφείλεται στο εν λόγω έργο ούτε και στους πρωταγωνιστές. Και για να εξηγήσω τη σκέψη μου θα παραθέσω αυτά που έζησα από τη στιγμή που αποφάσισα να το παρακολουθήσω.
Αρχικά επέλεξα να προβώ στην αγορά των εισιτηρίων μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, όπου με έκπληξη διαπίστωσα ότι δεν υπάρχει αρίθμηση θέσεων στην αίθουσα και ο κάθε θεατής θα πρέπει από μόνος του να προγραμματίσει πότε θα πρέπει να βρίσκεται στο θέατρο για να προλάβει να «αρπάξει» ένα καλό σημείο θέασης. Αλήθεια, πόσο δύσκολη είναι η αρίθμηση των θέσεων και η σύνδεσή τους με τις πλατφόρμες πώλησης;
Λόγω υποχρεώσεων καταφέραμε να φτάσουμε στην αίθουσα ένα τέταρτο πριν την έναρξη, όπου μας ενημέρωσαν ότι η αίθουσα είναι γεμάτη και αναγκαστικά θα πρέπει να ανεβούμε στον εξώστη. Εκεί, αφού καταφέραμε να βρούμε δύο θέσεις με σχετικά καλή οπτική, το βλέμμα μου έπεσε στο ημικυκλικό τοιχίο του εξώστη, όπου διαπίστωσα ότι υπήρχε πληθώρα αντικειμένων (οπτικοακουστικό υλικό) τα οποία καθιστούσαν αδύνατη τη θέαση σε όσους επέλεγαν να καθίσουν στην πρώτη σειρά. Ο κόσμος πηγαινοερχόταν και δεν ήξερε πραγματικά που να καθίσει μέχρι που πέντε λεπτά πριν την έναρξη κατέφθασαν δύο φιλότιμοι υπάλληλοι που απλά μετακίνησαν όσο ήταν δυνατόν το εν λόγω υλικό.
Οι θέσεις στις οποίες καθίσαμε ήταν πραγματικά πολύ κακής ποιότητας, βρώμικες και ότι πιο άβολο έχω νιώσει σε αντίστοιχες αίθουσες. Στο επίσης βρώμικο πάτωμα και τα σκαλιά του εξώστη βρίσκονταν διάσπαρτα καλώδια τα οποία εύκολα θα μπορούσε ο καθένας να παρασύρει στο διάβα του με ότι αυτό συνεπάγεται. Ο αυγουστιάτικος Νοέμβρης είχε σαν αποτέλεσμα η ζέστη να είναι σχεδόν αφόρητη καθώς όπως φαίνεται η αίθουσα δε διαθέτει κλιματισμό ή αν διαθέτει απλά δε λειτουργούσε. Η παρατήρηση του χώρου έληξε ένδοξα σηκώνοντας το βλέμμα ψηλά προς το ταβάνι. Πολλά κομμάτια της ψευδοροφής έλειπαν ενώ άλλα ήταν μισοχαλασμένα αποκαλύπτοντας και πάλι καλώδια και σωληνώσεις. Με απλά λόγια μια «Βόμβα Μολότοφ» για την ασφάλεια των θεατών.
Τελειώνοντας η παράσταση, ένιωσα πως αδίκησα το έργο καθώς κάθε σκέψη κριτικής συνδεόταν με το χώρο του θεάτρου. Χωρίς να είμαι ειδικός, έχω την αίσθηση ότι όλοι μας θα συμφωνήσουμε πως όταν λέμε ότι το θέατρο προάγει την τέχνη, εννοούμε όχι μόνο το θεατρικό κείμενο αλλά και όλα όσα το περιβάλλουν. Σκηνοθεσία, σκηνογραφία, πρωταγωνιστές, θεατρική σκηνή, οπτικοακουστικό υλικό.
Η αίθουσα τέχνης λοιπόν ως χώρος δεν προάγει την τέχνη αλλά την κακοτεχνία. Προσβάλλει τους θεατές αλλά και τους πρωταγωνιστές. Αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια όλων. Πρέπει να λάβουν χώρα άμεσα όλες οι απαραίτητες παρεμβάσεις πριν συμβεί κάτι «κακό». Δε θέλω να μπω σε κριτική της τιμής του εισιτηρίου απλά να παραθέσω ότι σε αντίστοιχη παράσταση στο βασιλικό θέατρο της Θεσσαλονίκης το αντίτιμο ήταν το ίδιο. Όσοι έχουν επισκεφτεί το βασιλικό θέατρο Θεσσαλονίκης καταλαβαίνουν τι εννοώ.
Θα με ρωτήσει κάποιος εύλογα: «Πρώτη φορά πας και τώρα τα είδες;». Όχι. Αλλά τώρα αποφάσισα να τα γράψω. Έβαλα τον εαυτό μου στη θέση του θεατή που επισκέπτεται το χώρο για πρώτη φορά. Γιατί κάποια στιγμή πρέπει να πάψουμε να συμβιβαζόμαστε με το «λίγο» και με το «μέτριο». Γιατί όσο συμβιβαζόμαστε με το «μέτριο», αυτό θα εξελιχθεί σε «κακό». Και δε μας αξίζει…