Το ελαιόλαδο (Μέρος Β΄), της Παρασκευής Αγραφιώτη

5 Min Read

Η Ελλάδα είναι η τρίτη μεγαλύτερη παραγωγός ελαιόλαδου παγκοσμίως, μετά την Ισπανία η οποία παράγει σχεδόν το 50% της παγκόσμιας παραγωγής και την Ιταλία που βρίσκεται στη δεύτερη θέση. Σήμερα καλλιεργούνται σε όλη την Ελλάδα περίπου δέκα εκατομμύρια στρέμματα ελιάς και η μέση ετήσια παραγωγή ελαιόλαδου κυμαίνεται μεταξύ 280 και 350 χιλιάδων τόνων. Φέτος εκτιμάται ότι η παραγωγή ελαιολάδου στην Ελλάδα θα είναι μειωμένη σχεδόν κατά 40% σε σχέση με πέρσι εξαιτίας μη ευνοϊκών καιρικών συνθηκών (έντονες βροχοπτώσεις) αλλά και αυξημένης δακοπροσβολής και ασθενειών.

Παρά το γεγονός ότι η παραγόμενη ποσότητα ελαιόλαδου της Ιταλίας δεν απέχει και πολύ από την ελληνική, η Ιταλία είναι ισχυρή δύναμη στις εξαγωγές με μερίδιο 21,9% στην παγκόσμια αγορά έναντι 9,6% που κατέχει το ελληνικό ελαιόλαδο (στοιχεία 2015). Ενδεικτικό είναι ότι το 96% των εισαγωγών ελαιόλαδου στην Κίνα προέρχεται από χώρες της Ευρώπης, με επικεφαλής την Ισπανία με ποσοστό 81%, ενώ ακολουθεί η Ιταλία με 13% και τρίτη η Ελλάδα με μόλις 2%. Επιπλέον, νέες χώρες μπαίνουν σταδιακά στην παραγωγή ελαιολάδου όπως Τουρκία, Τυνησία, Μαρόκο κ.α., ενώ και χώρες όπως η Χιλή, η Αργεντινή, η Αλγερία κ.α., εισέρχονται δυναμικά στην ελαιοκαλλιέργεια, κάνοντας ακόμη πιο σκληρό τον ανταγωνισμό. Ωστόσο, το ελληνικό ελαιόλαδο υπερέχει ποιοτικά, καθώς το 80% της ελληνικής παραγωγής είναι εξαιρετικά παρθένο και αυτό είναι και το κύριο πλεονέκτημά του σε σχέση με το ελαιόλαδο των άλλων χωρών.

Τι φταίει τελικά που δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε στον τομέα των εξαγωγών την Ισπανία και κυρίως την Ιταλία; Δυστυχώς, παρά την υψηλή ποιότητα του ελληνικού ελαιόλαδου, δεν έχουμε καταφέρει να δημιουργήσουμε ένα ισχυρό brandname, που θα του δώσει την απαιτούμενη αναγνωρισιμότητα, ώστε να διεισδύσει σε νέες και ίσως πιο επιλεκτικές αγορές, καθώς το ελληνικό ελαιόλαδο είναι ακριβότερο σε σχέση με το ισπανικό και όχι τόσο αναγνωρίσιμο σε σχέση με το ιταλικό. Η κατακερματισμένη δομή του κλάδου και το γεγονός πως μόλις το 27% της συνολικής παραγωγής του ελληνικού ελαιόλαδου φτάνει στο στάδιο της τυποποίησης (έναντι 50% στην Ισπανία και 80% στην Ιταλία), ενώ το υπόλοιπο προορίζεται για ιδιωτική χρήση ακόμη και για παρεμπόριο, δε βοηθάει τον τομέα των εξαγωγών.

Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια γίνονται οργανωμένες προσπάθειες προώθησης του ελληνικού ελαιόλαδου στις διεθνείς αγορές, που βασίζονται κυρίως στην εξαιρετική ποιότητα, τη βιολογική παραγωγή και τη σήμανση Π.Ο.Π. και Π.Γ.Ε. (30 ελληνικά ελαιόλαδα που προέρχονται κυρίως από την Κρήτη, τη Λακωνία, τη Μεσσηνία και άλλες περιοχές συμπεριλαμβάνονται στην ευρωπαϊκή λίστα των προϊόντων Π.Ο.Π. και Π.Γ.Ε.). Βέβαια, σε χώρες που η κατανάλωση ελαιολάδου είναι μηδαμινή σε σχέση με τις μεσογειακές χώρες, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί η ποιότητα και η διαφορά στις ποικιλίες, και έτσι δυστυχώς η ποιότητα δεν είναι πάντα μέτρο αξιολόγησης όταν δεν υπάρχει γνώση. Επίσης, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια πλήθος ελληνικών ελαιόλαδων βραβεύονται για την ποιότητά τους και κατακτούν πρώτες θέσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς  οι νέοι παραγωγοί έχουν βελτιώσει σημαντικά τις πρακτικές της καλλιεργητικής και της επεξεργασίας, την ίδια ώρα που στο εσωτερικό της χώρας, οι ελεγκτικές αρχές ανακαλούν ακόμη νοθευμένα ελαιόλαδα.

Στο πλαίσιο της προώθησης του ελληνικού ελαιόλαδου, συστάθηκε πρόσφατα ένα νέο ερευνητικό δίκτυο που ονομάζεται «Οι Δρόμοι της Ελιάς», μία συνεργασία του ΥΠΠΕΘ σε και του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Στο εθνικό αυτό δίκτυο συμμετέχουν, ερευνητικοί φορείς από όλη την Ελλάδα, ενώ επιστημονικός συντονιστής της δράσης είναι ο αναπληρωτής καθηγητής του τμήματος Γεωπονίας του Α.Π.Θ. Αθανάσιος Μολασιώτης. Σκοπός του δικτύου είναι η ανάδειξη και πιστοποίηση των ελληνικών ποικιλιών ελιάς και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ελληνικού ελαιόλαδου καθώς και η βελτίωση των διαδικασιών παραγωγής βρώσιμης ελιάς και ελαιόλαδου, μέσω μελέτης του γενετικού υλικού και χρήσης προηγμένων διαγνωστικών τεχνολογιών.

Σύμφωνα πάντως με μελέτη της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος (2015), η τυποποίηση και η δημιουργία του ελληνικού brand θα μπορούσαν να αυξήσουν τα έσοδα από εξαγωγές ελληνικού ελαιολάδου κατά €250 εκατ. ετησίως.

Αγραφιώτη Παρασκευούλα Γεωπόνος, M.Sc.Επιστήμης και Τεχνολογίας Τροφίμων Γεωπονικής Σχολής Α.Π.Θ.
Μοιραστείτε την είδηση