Στη γειτονιά της συγχωρεμένης της γιαγιάς μου της Σουλτάνας, όπου ξεκαλοκαίριαζα, κάθε σπίτι είχε το «κουζινάκι» του, το χώρο δηλαδή –συνήθως έξω από το κυρίως σπίτι-, ο οποίος προοριζόταν για τις «βαριές» μαγειρικές δουλειές (τσιγάρισμα, τηγάνισμα κλπ.). Βλέπετε τα σπίτια εκεί (ακόμα και μέχρι πριν λίγα χρόνια) ήταν μονοκατοικίες και υπήρχε άπλα. Κυρίως, όμως, υπήρχε βαθιά ριζωμένη η οικοκυρικής φύσεως αντίληψη, ότι ο κυρίως χώρος του σπιτιού έπρεπε να κρατιέται πεντακάθαρος και συγυρισμένος. Το θέμα ήταν για ποιον, αφού τελικά το «κουζινάκι», εκτός από το μαγείρεμα, εξυπηρετούσε κι όλες τις άλλες ανάγκες συνάντησης της οικογένειας, πλην των επίσημων εορτών και αργιών.
Το ενδιαφέρον βρίσκεται στη φιλοσοφία που έκρυβε και κρύβει η λογική του πρόχειρου χώρου και δεν ήταν άλλη από τη διαφύλαξη του σχεδόν «άβατου» του σαλονιού, το οποίο ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες είχε θερμοκρασίες Σιβηρίας, αφού κανείς ποτέ δεν περνούσε την πόρτα του. Το άβατο, λοιπόν, αυτό κρατιόταν για τους λίγους, για τις μετρημένες γιορτές και χαρές της ζωής. Για να το απολαύσουν οι καλεσμένοι, αφού οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες απολάμβαναν απλά το να ξέρουν ότι υπάρχει.
Το «κουζινάκι» είναι ολόκληρη φιλοσοφία και στάση ζωής. Μοιάζει με την «καλή κούρσα», αυτή που είναι κρυμμένη στο γκαράζ, λες και η θέση της είναι εκεί κι όχι στους δρόμους. Μοιάζει με τα «καλά ρούχα» και όλα «τα καλά πράγματα» που αντί να τα ζούμε και να τα απολαμβάνουμε καθημερινά, τα ξεσκονίζουμε και τα καμαρώνουμε από απόσταση, έχοντας τη χαρά ότι υπάρχουν.
Υ.Γ. Όλες αυτές οι σκέψεις μου ήρθαν περνώντας μπροστά από ένα από τα τελευταία «κουζινάκια» της πόλης.