Ερχόμενος Λευκοπηγή πριν φθάσεις στην πλατεία ,
Καλωσορίζει ο πλάτανος χωρίς τα γηρατειά .
Κορμός σχεδόν δεκάμετρος στην περιφέρεια του,
Το στρέμμα πιάνουν τα κλαδιά σκιά με φυλλωσιά του.
Περίεργος ο άνθρωπος στέκει και τον κοιτάζει,
Πρώτα ατενίζει τον κορμό κι’ αυτός τον χαιρετάει.
Καθώς περιεργάζεται εξογκώματα κορμού του ,
Με λίγη φαντασία του διακρίνει πρόσωπό του (πλάτανου).
Βλέπει πρώτα τη μύτη του, μετά το μέτωπο του,
Δεξιά ζερβά τα μάτια του κι όλο το πρόσωπο του.
Πιο πίσω από τα μάτια του φαίνονται και τα αυτιά του,
Αναρωτιέσαι με έκπληξη αν είναι αυτά δικά του ;
Μην είναι κάποιο όνειρο μην είναι οπτασία ;
Στο κέντρο μέσα στο χωριό στη μέση στην πλατεία ;
Ξανακοιτάζει με προσοχή κι όλα τα διακρίνεις,
Τα μάτια του, το μέτωπο , τα αυτιά του και τη μύτη.
Η μύτη του ξεχωριστή, σαν του ηλικιωμένου,
Από τα χρόνια τα πολλά είναι εξογκωμένη.
Τα δε μαλλιά της κεφαλής είναι ανακατεμένα,
Που φθάνουνε με το βορειά στα σπίτια τα κτισμένα.
Το δώρο είναι του χωριού όπου του τφέρει η μάννα,
Με τις ευλογίες του, Πρόδρομου που του κρατάν αντάμα
Μνημείο φύσης είναι αυτός (που) έκρινε η πολιτεία
Κι οι κάτοικοι όλου του χωριού το θεωρούν εστία .