Το τάμα ως πράξη ελπίδας στο σανίδι του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης

8 Min Read

Η μουσικοθεατρική παράσταση του Γιώργου Χριστοδούλου παρουσιάζεται στις 18 και 19 Οκτωβρίου

Μια παράσταση αφιερωμένη στην ανθρώπινη ανάγκη για νόημα, πίστη και υπέρβαση φιλοξενεί το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης το Σάββατο 18 Οκτωβρίου στις 21:00 και την Κυριακή 19 Οκτωβρίου στις 19:00. Το «Τάμα» του Γιώργου Χριστοδούλου αντλεί δραματουργικά υλικά από αληθινές μαρτυρίες και παραδοσιακά στοιχεία, υφαίνοντας μια σκηνική εμπειρία με ζωντανή μουσική, κίνηση και αφήγηση, που φωτίζει ιστορίες ανθρώπων οι οποίοι, μέσα από δοκιμασίες, κατέφυγαν στο υπερβατικό για παρηγοριά ή σωτηρία. Ο δημιουργός της παράστασης μίλησε στο «Χ» για το πώς η έρευνα, οι αφηγήσεις και οι αναμνήσεις έγιναν καλλιτεχνική πράξη, αλλά και για τη σημασία που έχει για τον ίδιο η επιστροφή στην επαρχία, με ένα έργο που απευθύνεται στον πυρήνα της ανθρώπινης εμπειρίας.

Πρόκειται για μία καλλιτεχνική δημιουργία που προσεγγίζει τον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα από το διαχρονικό έθιμο του τάματος, φωτίζοντας την ανάγκη για ελπίδα, νόημα και επικοινωνία με το υπερβατικό. Η παράσταση αντλεί το δραματουργικό της υλικό από πραγματικές μαρτυρίες ανθρώπων διαφορετικών εποχών, οι οποίοι μέσα από στιγμές δοκιμασίας, πόνου ή θαύματος κατέφυγαν στην υπόσχεση προς μία ανώτερη δύναμη ως έσχατη πράξη επίκλησης. Με ζωντανή μουσική, κινησιολογία και αφηγήσεις που συνομιλούν με την ελληνική λαϊκή παράδοση, το «Τάμα» επιχειρεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην πίστη, τη δεισιδαιμονία και τη θυσία, προσεγγίζοντας τον θεατή σε υπαρξιακό και συναισθηματικό επίπεδο.

Το κείμενο αποτελεί σύνθεση πραγματικών μαρτυριών, με τρεις ηθοποιούς να ακολουθούν επί σκηνής την πορεία από τη δοκιμασία στην υπόσχεση, τη θυσία και την προσδοκία για το θαύμα. Παραδοσιακά στοιχεία συνδυάζονται με σύγχρονες σκηνοθετικές επιλογές, όπου ο λόγος, η μουσική και η κίνηση λειτουργούν ως αλληγορικά μέσα έκφρασης. 

Ο Γιώργος Χριστοδούλου εξηγεί ότι η αφορμή για τη δημιουργία της παράστασης προέκυψε τυχαία, όταν έπεσε πάνω σε μια διαδικτυακή συλλογή από τάματα. Παρατηρώντας τα, φαντάστηκε όλες τις ιστορίες που κρύβονται πίσω τους, ιστορίες ανθρώπων που βρέθηκαν σε αδιέξοδο και απευθύνθηκαν σε μια ανώτερη δύναμη ως έσχατη ελπίδα. Η σκέψη αυτή τον οδήγησε να ξεκινήσει μια εκτεταμένη έρευνα γύρω από αληθινές μαρτυρίες ανθρώπων που έχουν κάνει κάποιο τάμα, είτε προς τον Θεό είτε προς έναν διαφορετικό «παραλήπτη», όπως συμβαίνει και σε ορισμένες από τις ιστορίες που παρουσιάζονται στην παράσταση. 

Όπως σημειώνει, η διαδικασία της έρευνας υπήρξε συναρπαστική και αποκάλυψε ακόμη και αστείες ιστορίες, αναδεικνύοντας ότι για πολλούς το τάμα λειτουργεί σχεδόν σαν μια ανταλλαγή. Ανάμεσα στις μαρτυρίες που τον συγκίνησαν ιδιαίτερα, ξεχωρίζει εκείνη μιας γυναίκας που επέζησε από το ναυάγιο του «Σάμινα». Η γυναίκα αυτή, μεγαλωμένη μέσα σε ένα προστατευμένο περιβάλλον, μετά από ένα ατύχημα σε μικρή ηλικία, όπου οι άλλοι την αντιμετώπιζαν ως αδύναμη, αναγκάστηκε να κολυμπήσει για ώρες μέσα στη θάλασσα, βοηθώντας μάλιστα και έναν άλλον άνθρωπο να σωθεί. Από εκείνη τη στιγμή, όπως αφηγείται, έδωσε μια υπόσχεση στον εαυτό της ότι δεν είναι αυτό που πίστευε ως τότε. Για τον δημιουργό, αυτή η εσωτερική δέσμευση αποτελεί κι εκείνη μια μορφή τάματος — όχι προς το Θείο, αλλά προς τον ίδιο τον άνθρωπο.

Ο ίδιος επισημαίνει ότι στόχος του ήταν να εξερευνήσει το έθιμο του τάματος σε βάθος χρόνου, γι’ αυτό και η παράσταση περιλαμβάνει ιστορίες που ξεκινούν από τη δεκαετία του 1950 και φτάνουν μέχρι το σήμερα. Τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα η σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν και το πώς οι ανάγκες των ανθρώπων παραμένουν ίδιες, αλλά εκφράζονται με διαφορετικούς τρόπους. Για τη συγκέντρωση του υλικού μίλησε με γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας, μέλη της οικογένειάς του αλλά και νεότερους ανθρώπους. Δηλώνει βαθιά ευγνωμοσύνη για τις τρεις ηθοποιούς της παράστασης, τις οποίες θαυμάζει απεριόριστα.

Σημειώνει ότι, παρά τον τίτλο, δεν πρόκειται για μια σκοτεινή παράσταση πόνου. Όπως τονίζει, θα ήθελε ο θεατής να φύγει από την αίθουσα με το συναίσθημα της ανάτασης και της ελπίδας. Είναι, όπως λέει, μια φωτεινή παράσταση, η οποία δεν επικεντρώνεται στο αν εκπληρώθηκε ή όχι το τάμα, γιατί το ενδιαφέρον της δεν βρίσκεται στην έκβαση αλλά στην πράξη της ελπίδας. Αφορά όχι μόνο τους ανθρώπους της πίστης αλλά όλους όσοι, κάποια στιγμή στη ζωή τους, ευχήθηκαν ή παρακάλεσαν να αλλάξει κάτι — είτε απευθυνόμενοι στον Θεό, είτε στην τύχη, είτε στην αγάπη.

Αν έκανε ο ίδιος σήμερα ένα προσωπικό τάμα, αυτό θα αφορούσε την οικογένεια και τα παιδιά του. Όπως λέει, όλες του οι προσδοκίες είναι στραμμένες στην ευτυχία τους — όχι στην ευτυχία όπως την ορίζει ο ίδιος, αλλά στη βαθιά, εσωτερική τους πληρότητα. Το μόνο που θα ζητούσε είναι η υγεία τους. Όσον αφορά τη δημιουργική διαδικασία, παραδέχεται πως το πιο απαιτητικό κομμάτι ήταν η έρευνα. Δεν χρησιμοποίησε αυτούσιες μαρτυρίες, αλλά εμπνεύστηκε από αυτές για να δημιουργήσει έναν πιο συμπαγή δραματουργικό ιστό, πλέκοντας αληθινά στοιχεία με μυθοπλασία. Για να αποδώσει ιστορίες που εκτυλίσσονται σε διαφορετικές εποχές και τόπους —από την Κάλυμνο της δεκαετίας του ’50 μέχρι την Ελλάδα του σήμερα— χρειάστηκε να μελετήσει σε βάθος τη γλώσσα, τις συνήθειες και το κοινωνικό πλαίσιο κάθε εποχής.

Επίσης, έχει ξανάρθει στο ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης αρκετά χρόνια πριν, σε παράσταση του Αρίστου σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου. Η επιστροφή του στην πόλη έχει για εκείνον ιδιαίτερη σημασία, καθώς δηλώνει πως η παράσταση «Τάμα» φτιάχτηκε από την αρχή για να ταξιδέψει στην Ελλάδα. Ως παιδί της επαρχίας, όπως λέει, θυμάται πόσο «διψούσε» να δει θέατρο όταν ερχόταν στην πλατεία του χωριού. Το να παρουσιάζει σήμερα μια παράσταση εκτός Αθήνας αποτελεί για εκείνον μια προσωπική υπόσχεση, ένα δικό του «τάμα» που εκπληρώνει, προσφέροντας θέατρο σε όσους δεν έχουν πάντα εύκολη πρόσβαση σε αυτό.

Πιστεύει πως όσοι διστάσουν να έρθουν επειδή νομίζουν ότι πρόκειται για παράσταση «ειδικού» περιεχομένου θα χάσουν την ευκαιρία να βιώσουν κάτι βαθιά ανθρώπινο. Η εμπειρία από τις προηγούμενες παρουσιάσεις τού έχει δείξει ότι το έργο αγγίζει κάθε θεατή σε θεμελιώδες επίπεδο. «Η παράσταση φιλοδοξεί να “μιλήσει” σε κάτι βαθιά ανθρώπινο που πιστεύω ότι αφορά το κοινό της Κοζάνης και το κάθε κοινό καθώς επικεντρώνεται πολύ στον άνθρωπο», καταλήγει.

Σκηνοθεσία, συγγραφή και κοστούμια υπογράφει ο Γιώργος Χριστοδούλου, τα σκηνικά και το οπτικοακουστικό υλικό επιμελήθηκε η ομάδα Archlabyrinth, την εκτέλεση παραγωγής έχει η Χρύσα Κοτταράκου και τον σχεδιασμό της αφίσας ο Νίκος Ταμπακάκης. Παίζουν οι Μαρία Προϊστάκη, Φανή Παναγιωτίδου και Χρύσα Κοτταράκου. Η διάρκεια της παράστασης είναι 80 λεπτά.

Τα εισιτήρια διατίθενται στην προπώληση από το βιβλιοπωλείο «Αθανασιάδης» και μέσω της πλατφόρμας more.com, στην τιμή των 12 ευρώ (κανονικό) και 10 ευρώ (μειωμένο για μαθητές, φοιτητές, ανέργους, ΑμεΑ, τρίτεκνους και πολύτεκνους). Η παραγωγή υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος 2025 του Υπουργείου Πολιτισμού «Όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός».

Θένια Βασιλειάδουwww.xronos-kozanis.gr

Μοιραστείτε την είδηση