(στη μνήμη της Κατερίνας Μ. Μάτσου)
“Η αφορμή γι’ αυτό το βιβλίο ήταν ένα βαρύ, σχεδόν, παράλογο καλοκαίρι. Ένα καλοκαίρι που φρόντισε να μου αποδείξει και να μου κάνει απόλυτα κατανοητή και σε όλο της το μεγαλείο τη μηδαμινότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ίσως και δύσκολο καλοκαίρι, μα είμαι ακόμα 34 χρόνων. Δεν υπάρχουν ακόμη για μένα δύσκολα χρόνια.
Μέσα σ’ αυτό το παράλογο καλοκαίρι, όταν το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν ν’ αφήσω τις μέρες να κυλήσουν, έψαχνα με αγωνία μια έξοδο κινδύνου. Η γραφή μου έδινε πάντα αυτή την ελευθερία και σ’ αυτήν κατέφυγα και τότε…”
Μ’ αυτές τις λέξεις ξεκινά τον πρόλογο της η Κατερίνα Μ. Μάτσου στο πρώτο της βιβλίο, το μυθιστόρημα “Στην πόλη χωρίς ιστορία…”, που εκδόθηκε από την τότε Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κοζάνης το 2010. Προφανώς αναφέρεται σε κάποιο προηγούμενο από το 2010 καλοκαίρι, «ένα βαρύ, σχεδόν, παράλογο καλοκαίρι», ένα «δύσκολο καλοκαίρι», όταν η ατυχία της χτύπησε την πόρτα καθώς διαγνώστηκε με μια από τις δυσκολότερες ασθένειες. Η Κατερίνα, όμως, δεν το έβαλε κάτω. Ούσα μόλις 34 χρονών τότε, πίστευε πως θα έβγαινε νικήτρια σ’ αυτή την άνιση μάχη και άρχισε να παλεύει με όλες τις σωματικές και ψυχικές της δυνάμεις.
Το τρίτο βιβλίο της, που έμελλε να είναι και το τελευταίο, κυκλοφόρησε τον περασμένο Δεκέμβρη, το μυθιστόρημα “Αγγελικά πλασμένη” από τις εκδόσεις Δυάς εκδοτική. Μια σοβαρή προσωπική υποχρέωση δεν μου επέτρεψε, τελικά, να πάρω μέρος στην παρουσίαση του που έγινε στις 18 Δεκέμβρη 2022, αν και είχα αποδεχτεί αρχικά την πρόταση της. Αν τα κατάφερνα και έδινα το παρόν, ήξερα πριν ακόμα διαβάσω το βιβλίο τι θα έλεγα. Θα μιλούσα για την ίδια την Κατερίνα! Για το πόσο σημαντικό και σπουδαίο είναι που ένας νέος άνθρωπος ο οποίος περνούσε ό,τι εκείνη, κατάφερνε να σταθεί πάνω και πέρα από το δικό του Γολγοθά, να ονειρεύεται έναν καλύτερο, όμορφο και αισιόδοξο, κόσμο και να πασχίζει να τον απεικονίσει με τις λέξεις του στο χαρτί. Μια προσπάθεια και μια στάση ζωής όχι απλώς παράδειγμα αλλά και πηγή έμπνευσης από έναν άνθρωπο που αγαπούσε τη ζωή και ήθελε να τη γευτεί, παρόλο που εκείνη της είχε δείξει μόνο το άσχημο, το σκληρό της, πρόσωπο.
«Πώς είναι η Κατερίνα;», ρωτούσα πάντα τον αείμνηστο πατέρα της, το Μάρκο, το γείτονα των παιδικών μου χρόνων, κάθε φορά που τον συναντούσα στο δρόμο, με την κρυφή ελπίδα πως θα άκουγα καλά νέα για την υγεία της. «Καλά είναι. Γράφει. Όλη την ώρα γράφει…», η απάντηση του. Η γραφή! Το δικό της όπλο σ’ αυτή την άνιση μάχη και συνάμα το καταφύγιο της για δέκα τέσσερα χρόνια. Αλλά και μια αχτίδα φωτός για την Κατερίνα απ’ την οποία πιάστηκε με όλες της τις δυνάμεις ευελπιστώντας πως ίσως κάποια μέρα θα άλλαζε η τύχη της.
Στις 11 Σεπτεμβρίου του 2013 μου έστειλε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου το μυθιστόρημα που μόλις είχε τελειώσει, “Ο θάνατος της ωραίας Ελένης” (εκδόθηκε το 2016 από τις εκδόσεις Δυάς εκδοτική), συνοδευόμενο από ένα σημείωμα με το οποίο μου ζητούσε να το διαβάσω και να της πω τη γνώμη μου αλλά και τη συμβουλή μου για το σε ποιους αθηναϊκούς εκδοτικούς οίκους θα μπορούσε να το στείλει. Ένα σημείωμα που έκλεινε με τα παρακάτω λόγια: «Δεν ξέρω αν θα εκδοθεί ποτέ αυτό το βιβλίο, μπορεί να μην εκδοθεί ποτέ κανένα έργο μου, μα για ένα πράγμα είμαι απόλυτα σίγουρη: Πώς δε θα πάψω ποτέ να γράφω. Και θα ζητάω πάντα τη γνώμη των καλών μου φίλων. Των ανθρώπων που νιώθω και είναι δίπλα μου.»
Η Κατερίνα περνούσε δύσκολα έχοντας, ευτυχώς, δικούς της αγαπημένους ανθρώπους στο πλευρό της για να τη συνδράμουν νύχτα μέρα. Αλλά δεν ήθελε να ξεκόψει και από τον έξω κόσμο. Και πίστευε πως αυτή η επαφή δεν θα χανόταν όσο έγραφε. Δεν είχε άδικο. Η γραφή της την κράτησε κοντά μας κι ας μην καταφέραμε να της προσφέρουμε τίποτα περισσότερο από έναν καλό λόγο, μια ενθάρρυνση. Για μας όλα αυτά είναι λίγα, ελάχιστα, για εκείνη μακάρι να ήταν πολλά και σημαντικά.
Μεσούντος του καλοκαιριού η Κατερίνα αναχώρησε. Δεν ξέρω αν λόγω της ασθένειας της το προσδόκιμο ζωής είναι πάνω ή κάτω από τα 48 χρόνια που εκείνη πρόλαβε να ζήσει. Ωστόσο, νομίζω πως κατάφερε, παρά τις ανυπέρβλητες πολλές φορές δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει, να εγγραφεί με ανεξίτηλη γραφή στη μνήμη όλων όσων είχαμε την τύχη να τη γνωρίσουμε και να την εκτιμήσουμε. Της αξίζει τουλάχιστον αυτό, παρόλο που της άξιζαν πολλά περισσότερα τα οποία, δυστυχώς, στερήθηκε.