Το ΥΠΕΝ για την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της ΔΕΗ και την απολιγνιτοποίηση

5 Min Read

Το ελληνικό Δημόσιο θα παραμείνει βασικός ρυθμιστής στη λήψη στρατηγικών αποφάσεων της ΔΕΗ, με δικαιώματα καταστατικής μειοψηφίας – η λεγόμενη «χρυσή μετοχή» – που διασφαλίζει ότι ένα μεγάλο εύρος στρατηγικών αποφάσεων θα παραμείνει υπό άμεσο δημόσιο έλεγχο. Η απώλεια του δημόσιου χαρακτήρα της ΔΕΗ θα είναι τυπική και «θα της βγει σε καλό», καθώς θα αναπτύξει σύγχρονη εταιρική διακυβέρνηση.

Αυτό αναφέρεται σε ενημερωτικό σημείωμα του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας σχετικά με την επικείμενη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της επιχείρησης. Σε σχέση με τις επισημάνσεις του ΣΥΡΙΖΑ για «ξεπούλημα» της ΔΕΗ, αναφέρεται εξάλλου ότι δεν πρόκειται καν για πώληση. «Αν γινόταν πώληση, όπως προέβλεπε το σχέδιο ΣΥΡΙΖΑ, τα έσοδα θα πήγαιναν στους δανειστές για το δημόσιο χρέος και όχι στη ΔΕΗ. Τώρα τα λεφτά μπαίνουν στην εταιρεία και αυξάνουν την αξία της, ενώ αν πουλιόταν το 17% των μετοχών, η αξία της εταιρείας δεν θα αυξανόταν, καθόλου», τονίζεται σχετικά.

Η αιτιολόγηση της απόφασης

“Από το 2001 η ΔΕΗ είναι μια πολυμετοχική εταιρεία με μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο. Μέχρι και το 2011 το Ελληνικό Δημόσιο είχε ποσοστό στο μετοχικό της κεφάλαιο ελαφρώς άνω του 51%, ενώ άλλο 3,5% έχει ο ΕΦΚΑ/ΙΚΑ. Από το 2011-12 ένα ποσοστό 17% του μετοχικού της κεφαλαίου έχει μεταβιβασθεί από το Δημόσιο στο ΤΑΙΠΕΔ, με σκοπό να πωληθεί σε επενδυτή και τα έσοδα να διατεθούν για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους. Μετά την ίδρυση του «Υπερταμείου» το 2016, το Δημόσιο μεταβίβασε και το υπόλοιπο 34% του σε αυτό.

Στη διάρκεια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, η ΔΕΗ αντιμετώπισε πολύ μεγάλο πρόβλημα ρευστότητας, χαμηλή κερδοφορία (και ζημιές) και με την τιμή της μετοχής να κατρακυλά έως και τα 1,19 (στις 20/11/2018), με διακύμανση 1,3-1,4 ευρώ μέχρι τις Ευρωεκλογές του 2019.

Η κατάσταση αυτή άρχισε να αντιστρέφεται από το 2019 με λογιστικά κέρδη – σημαντικά – το 2020. Ήδη, ωστόσο, το μεγαλύτερο – για δεκαετίες – πλεονέκτημα που είχε η ΔΕΗ, το χαμηλό κόστος καύσιμης ύλης (λιγνίτης) έγινε πλέον μειονέκτημα. Και η ΔΕΗ πρέπει να επενδύσει σε πάρα πολλές κατευθύνσεις, πάνω από 5 δισ., για την επόμενη πενταετία. Με αυτά τα δεδομένα, η άντληση ιδίων κεφαλαίων -όχι δανεικών, που συνοδεύονται και από βάρη και εγγυήσεις – μέσω της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου, είναι η πλέον ενδεδειγμένη επιλογή.

Η κυβέρνηση και η διοίκηση της ΔΕΗ επιλέγουν την άντληση κεφαλαίου μέσω χρηματιστηρίου, με διασπορά αγοραστών και τελική επιλογή της ΔΕΗ, ώστε να διασφαλιστεί με τον τρόπο αυτό ο ακόμα μεγαλύτερος έλεγχος των συμφερόντων του Δημοσίου ως μεγαλύτερου μετόχου της εταιρείας. Είναι συνειδητή επιλογή, η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου να γίνει με διεύρυνση της κεφαλαιακής βάσης της εταιρείας, μέσω ξένων θεσμικών επενδυτών μακροπρόθεσμης τοποθέτησης, καθώς και η περαιτέρω απεμπλοκή της ΔΕΗ από τους περιορισμούς και την έλλειψη ευελιξίας του Δημοσίου”.

Η αναφορά στην απολιγνιτοποίηση

“Η απολιγνιτοποίηση συνιστά στρατηγική επιλογή της χώρας, για λόγους οικονομικούς και περιβαλλοντικούς. Η Ελλάδα θέλει να είναι πρωταγωνίστρια στον αγώνα κατά της κλιματικής κρίσης και πρωταγωνίστρια στην εποχή μιας νέας, πράσινης και βιώσιμης ανάπτυξης, στην οποία προσανατολίζεται όλη η Ευρώπη. Η Ελλάδα δεν έχει πετρέλαιο, ούτε φυσικό αέριο. Έχει αέρα, έχει ήλιο και είναι φυσιολογικό εκεί να επενδύει ώστε να μειώσει την εξάρτησή της. Και για περιβαλλοντικούς και για οικονομικούς λόγους.

Από εκεί και πέρα, η ΔΕΗ θα είχε μεγαλύτερες ζημιές αν δεν είχε ήδη περιορίσει την παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη. Το 2018 και το 2019 η ΔΕΗ εμφάνιζε τις ζημίες και λόγω των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων. Τότε μάλιστα τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων βρίσκονταν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, πέριξ των 25 ευρώ ο τόνος. Στα τέλη Αυγούστου 2021 η τιμή των ρύπων είχε φτάσει τα 61 ευρώ ανά τόνο. Αν η ΔΕΗ δεν είχε εγκαταλείψει το λιγνίτη, το κόστος για την επιχείρηση θα ήταν ακόμα μεγαλύτερο! Γι’ αυτό και ο ισχυρισμός της αντιπολίτευσης, ότι η αύξηση των τιμολογίων οφείλεται στην «βιασύνη» της Ελλάδας να εγκαταλείψει το λιγνίτη, είναι απολύτως λανθασμένος. Χρησιμοποιώντας λιγνίτη, το κόστος για την εταιρεία λόγω των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπου, είναι μεγαλύτερο”.

 

Μοιραστείτε την είδηση