Ιπρουχτές είμασταν στουν Αϊ-Νικάνουρα για τα σαράντα τ’ αξάδιρφου μ’ τ’ Κώστα τ’ Ντάλλα κ΄ ύστιρας ου τσιαλιστιμένους ου γιος τ’ ου Λάζους, π’ ζάει κι δ΄λέυ’ στου Λουνδίνου, μι τ΄μάνα τ’ τ’ Μαίρη κι τουν αδιρφότ’ του Γιάνν’ μας πήγαν στου Σιώπουτου στουν Κουρουμπλιάι κι μας έκαμαν ξανά τ’ μακαριά αντάμα μι ότ΄ απόμνιν απ’ τaσόια μας. Νταλλάδις κι Ντουντουραγάιδις, κι ήταν ένα κιαμέτ΄,να ζήσν’. Στου νουβουρό είχιν ένα γκαβό σκαλουπάτ΄. Δεν τόειδα, μπράστ’ ου Γιάνν’τς καταΐς, ντούκ ‘ν τούντζα στου τσιμέντου κι κουσιόν στου Μαμάτσειου για αξουνική που βγίκιν ιυτιχώς τζιάμ΄.
Τώρα γιατί σας τα λέου αυτά; Γιατί ου γιατρός μ’ ου Νίκους ου Μπασκίν΄τς όντας είιδιν ν’ αξουνική μι λέει: Γιάνν’, τράνιψάμι ψίχα κι δεν κάμ’ τώρα να τρουιρνάς όπους τρουιρνούσις. Για καμιά δικαρά μέρις νε παραλίις, νε καφεμπάρ, νε ματιούκου κι λιγότιρου Netflix ως που να ισιώισ’. Τι να κάμου κι γω, έκατσα μέσα κι χίρσα ν’ αδουκιούμι κι να γράφου. Αργία μήτηρ πάσης κακίας.
Μούσουν κόντιυειν να σώσ΄ου Μάης κι ου κιρός ζέστινιν, χιρνούσαν οι ιξιτάσεις στα σκουλειά κι ύστιρας έρχουνταν οι γυμναστικές ιπιδείξεις στου γήπιδου. Μόλις μέσιαζιν ου Ιούνιους είχαμι κιόλαντς ξικινήσ΄για τ’ς κατασκηνώσεις. Κι που δεν πήγα! Διυτέρα δημουτικού σ’ν Καστανιά, Σχολικές Κατασκηνώσεις Ζοωδόχου Πηγής, όπ’ μάζουνάμι καντηλίνα, ρίγαν΄ κι κρανιόβιργις. Ύστιρας μι ‘ν Πρόνοια στ’ Ντραβουντάντσα, μάζουνάμι λιφτόκαρα κι μούρα.
Άλλουν χρόνου μι του κατηχητικό στου Σιώπουτου, ιξουμουλουγήσεις (ψεύτκις), νυχτιρινές προυσιυχές κι τέτοια. Άμα τράνιψα ψίχα ύστιρας, στου Μακρύγιαλου μι τ’ς Προυσκόπ΄ Κι καμιάφρας στ’ γιαγιά μ’ τ’ν Αγνούλα στ’ Σιάτσ’τα. Άμα σώνουνταν όμους οι κατασκηνώσεις, κάθι καλουκαίρ΄ τσάκουνα κι άλλ΄ δ’λεια: 8-14 ήμαν multi tasking τσιράκ΄ σ’ν καρβουναποθήκ΄ τ’ μπαμπάμ’ τ΄ Μπήτια πούταν παπχάτ’ απ’ τ’ν ΟΥΧΑ, κιοχ΄ μούγκι. ΄Αντικρα ύστιρα απ’ τουν Έξαρχου κι του Βαμπακά ήταν η ιφιμιρίδα τ’ Στάυρου τ’ Θιουδουσιάδη. Ακουλτά ήταν ου Γκαβανάς συνέχεια του ξινουδουχείου τ’ Τζουβιλέκ΄, ύστιρα του καφινείου ου Σμόλικας τ’ Αγουράστ’. Σιαυτά τα μαγαζιά ιγώ όλου κι τριουρνούσα κι μάθινα κι τ’ς έκαμνα κι χουσμέτια. Στου Βαμπακά πάεινα τ΄ς φραντζιόλις στου Ντραγατσίκα κι στουν Τσιόπτσια. Στου Θιουδουσιάδη άκουγα τι ίλιγαν οι τρανοί για τουν ιμφύλιου. Στου Γκαβανά που ήταν βιβλιοπουλείου-τυπουγραφείου όπ’ έμαθαν τυπουγράφ΄ ου Γιάντ’ς ου Βούρκας κι ου Γιάντ’ς ου Σακαλής έμαθα βιβλιουδισία. Πάεινα κι τα ψώνια τ’ς Ναυσικάς στου σπίτ΄. Στουν Αγουράστ΄έφκιανα του γκαρσόν΄κι έκλιβα κι κάνα λουκούμ΄. Για όλις αυτές τ’ς δ’λες όλου κι ζαμπάκουνα κι κάνα φράγκου για ινίσχυσ΄ τ’ οικουγινειακού προϋπουλουγισμού. Γιατί είχαμι (δικαϊτία ’50) πείνα τρανή, δυο γουνίδις καπνιργάτδις άνιργ΄, κιαν η θειά μ’ η Ζιώλια η Τιάλινα δεν μας πρόφτινιν που κι που μι καμιά λειτουργιά κι ψίχα λάδ΄ απ’ αυτά π’ αρτιρνούσαν στουν Αϊ-Χριστόφουρου, τάχαμι απουμείν΄ ντιπ λειψανάβατ΄. Παρεπιπτόντως, πλούσα κι ιπί προμηθεία Ζωή του Παιδιού και Ερυθρό Σταυρό. Κι που κι που αντάμα μι του Θανάσ΄ τ΄ Παπά έκλιβάμι σίδιρα απ’ του Σταθμό κι τα πλούσαμι στουν Καραντάνα, μια δραχμή η ουκά. Δυο χρονιές, άντα τράνιψα ουλίγου, στου Γυμνάσιου, δούλιψα δυο καλουκαίρια στου ΨΥ.ΠΑ.ΚΟ. Του πρώτου μοίραζάμι τουν πάγου για τ’ς παγουνιέρις μι τουν κυρ-Κώστα που ήταν απ’ τ’ Γκόμπλιτσα κι είχιν ένα VWμι ανοιχτή καρότσα όπ’ λιάντζαμι τουν πάγου. Του δεύτιαρου είμαν βουηθός φορτηγού όπ’ φώρτουνάμι του προυί απ’ του ιργουστάσιου, πάγουκουλώνις, γκαζόζις, λιμουνάδις κι πουρτουκαλάδις. Του δρουμουλόγιου κάθι Τιτάρτ’ ήταν: Κουζάν΄, 14, Κόμανους, Καϊλιάρια όπ’ είχιν παζάρ΄. Ικεί φόρτουνάμι μια κάσα γιρμάδις ουπάν στ’ς παγουκουλόνις κι τ’ς είχαμι για όλ΄ τ’ν ηλμέρα. Φεύγουντας απ’ τα Καϊλιάρια τριουρνούσαμι κι μοίραζάμι του ιμπόριυμά μας Φούφα, Ιμπόριο, Πύργ΄, Φιλώτας, Λιμνουχώρ΄, Αετός, Σκλήθρο, Λέχουβου ως κι στ’ Νίκη στα σύνουρα έφτανάμι. Τσιράκ΄ τσιράκ΄ αμά έτσια έμαθα κι δυο ιπαγγέλματα πριν βγάλου του Γυμνάσιου: Τινικιτζής κι τυπουγράφους. Άντικρα απ’ του Γιώρ΄ του Γκάτζιαρ΄ πόφκιανιν τα τσούλια, ανάμισα στου Γκουλιάρα κι του φούρνου τ’ Τάσιου τ΄ Πατιά ήταν του μπακάλ΄κου τ’ Ριπανά. Οδός Ιωάννου Τράντα. Άντα ου Ριπανάς πήριν σύνταξ΄ νοίκιασαν του μαγαζί τ’ αδέρφια οι Καραμαρκαίοι οι τινικιτζίδις. Μι πήραν τσιράκ΄ ένα καλουκαίρ΄ κι έτσ΄ έμαθα να κόβου λαμαρίνις μι του σφυρί κι μι του κουπίδ΄, κι του ζουμπά κι μι τα πιρτσίνια έφκιανάμι ένα κιαμέτ΄ πράγματα: σόμπις τρανές κι μ’κρές, κουβάδις, πουτιστίρια, μπουριά κ’ ένα σουρό άλλα. Ου Καραμάρκους ίφιριν πρώτους σ’ν Κόζιαν΄ ΄ν ιλικτρική πόντα π’ ακουλνούσιν τ’ς παφιλαίοι χουρίς πιρτσίνια. Απ’ αυτόν πρέπ΄ να πήριν κι ου γιος τ’ ου Κώτιας τ’ς ιδέις τ’ για πρόουδο, κι κινοτομία που όλου μας κανουναρχάει. Του δεύτιρου ιπάγγιλμα που έμαθα ήταν τυπουγράφους αλλά ιπαγγιλματίας. Τα πρώτα βήματα γίγκαν στου Θιουδουσιάδη κι στου Γκαβανά αλλά ου πραγματικός μ’ δάσκαλους ήταν ου Σίμους ου Μικρού. Ου Σίμους αντάμα μι τ’ν Τσιτσιούλα, τ’ν Αφρουδίτ΄ κι μι έκτακτ΄ συμμιτουχή τ΄ Μάρκου του Νταϊρούσ΄ κι ιμένα έβγανιν κάθι βδουμάδα τ’ ΔΥΤ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ τ’ Ζηκόπουλ΄ Ικεί, πίσου απ’ του Γυμνάσιου, σ’ ένα νταμ΄ μέσα στου κήπου τ’ς Γκαγκαλίνας έμαθα κανουνικός τυπουγράφους. Ικεί, μια χαραή ένα καλουκαίρ΄ μι πουλύ ζέστα π’ πήγα ν’ ανοίξου του μαγαζί λυπουθήμσα πρώτ’ φουρά γιατί μι πήραν στα μούτρα οι αναθυμιάσεις απ’ του αντιμόνιου κι του μουλίβ΄ γιατί μ’ αυτά τα δηλητήρια φκιάν΄ τα στοιχεία. Ικεί, στου υπόγειου που ντάνιαζα τα ξύλα για του χειμώνα μιάφρας, κατέφκιν κι ένα κουρίτσ΄ π’ μας βουιθούσιν κι ανακατώθκαμι ψίχα, ιά όσου πατάει η γάτα, κι όχ΄ όπους γένοιτι σήμιρα που οι ίδιις οι μάνις βάν΄ στ’ τσιάντις απ’ τα κουρίτσια τ’ς τ’ς καπότις για να μην απουμείν΄έγγιις ιπρουτίτιρα απ’ του γαμπρό. Μι τα σιξουαλικά κόντιψα ν’ αστουχίσου κι τ’ς΄ τσιρακικές μ’ υπηρισίις που πρόσφιρα κάπουτι, με μόνη αμοιβή ένα ύφασμα για παλτό, στο κατάστημα υφασμάτων των Αφών Καρδογιάννη, Παναγιώτη και Ιωάννη. Του μαγαζί, όσ΄ τ’ αδουκιέστι, ήταν ανάμισα στουν Καπιτζόγου, παρακάτ΄ ήταν ου Χατζημανώλτ΄ς μι τα ζαχαρουτά κι στουν Κυράνου μι τα χρώματα. Συνέχεια απ’ τουν Κυράνου στου κατήφουρου ήταν η Ηλικτρική κι άντικρα του Χάν΄ τ’ Μπατζοτέγ΄, παρακάτ΄η λανάρα τ’ Γκουτζίκα κι ακουλτά ένα μαγαζί όπ’ πλούσιν ασβάστ΄ ου Νιάκους ου Ούρδας κατά κόσμον Βούρκας. Ου Νιάκους είχιν τρεις θυγατέρις: Κική, Καίτη, η ομογάλακτή μ’ που βύζαξιν απ’ τ΄ μάνα΄μ γιατί η κυρά Μαρία δεν κατέβαζιν γάλα κι τουν τσιόρμανου τ΄ Δήμητρα. Στου παχνί τ΄ Νιάκου έπιζάμι τ΄ς γιατροί. Τιλιυταίου αλλά βαρύ: μούσου έσουσα του Γυμνάσιου του καλουκαίρ΄, αντάμα μι του μπάκα μ’ δούλιψάμι κασμά κι φκιάρ΄ σ’ν ιπισκιυή δρόμων. Γιόμ’ζαμι μι άσφαλτου τ’ς τρύπις απ’ τ’ς Λαμνίδις ως του 14. Του Σιπτέμβριου τσάκουσα δ’λεια στου Άζουτου. Αξίζ΄ να σας του πω κι αυτό δηλ. πως τσάκουσα δ’λεια: Στ’ς ιφιμιρίδις έγραφαν πως χράζουντι γραφείς στου Άζουτου. ΄Αλλου κασμάς κι φκιάρ΄ κι άλου γραφείου σκέφ’κα. (που νάξιρα ιτότι πως σ’ ένα γραφείου τ’ απιρνούσιν η ζουή μ’). Μια κι δυο ου θ’κός παίρνου του λιουφουρείου και παρουσιάζουμι στουν προυσουπάρχη, Αντύπα τουν ίλιγαν. Μι λέει: Δομ’ του χαρτί. (γιατί όποιους πάεινιν για δ’λεια είχιν κι του χαρτί απ’ του βουλιυτή τ’). Δεν έχου χαρτί, τουν λέου. Προυσλαμβάνισι μι λέει. Είχιν φαίνιτι αγανακτείσ΄ ου άνθρουπους απ’ τα τόσα χαρτιά π’ τουν έστειλναν οι βουλιυτάδις μας.
Ψίχα μπιζέρσιτι θαρώ. Κι μι του δίκιου σας. Ποιον να μέλ΄ ν’ ακούει αυτά τα ουμλούκια απού έναν βαριμένου σ’ν τούντζα; Να πω κιένα στου πάτου; Άμα, για όλις αυτές τ΄ς μαύρις τ΄ς δλιές πόκαμα ακουλνούσα ένσημα τάχα βγεί σ’ σύνταξ΄ στα σαράντα. Βάλι κι τα χρόνια σ’ν ΠΑΝΔΩΡΑ τα μικτά! Ε!.. Στα τριάντα σίγουρα. Κι να προυσέχτι οι πάπ΄ που πατάτι. Γιατί του λέει κ’ η παροιμία: Ου πάππους ή απού πέσιμου ή απού χ…!
Θεσσαλονίκη, 27 Μαΐου 2024 (δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα Κοζάνη, Μνήμες, Αναμνήσεις).
(στη φωτογραφία: Σχολικές Κατασκηνώσεις Ζωοδόχου Πηγής Καστανιά 1952, Σκηνή Ρήγας Φεραίος, μαζί με τον Νίκο Χατζηγεωργίου που μεγαλώσαμε μαζί σε μια αυλή).