Καμιά φορά οι μεγάλοι νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα. Τι πρέπει να πουν, τι πρέπει να κάνουν και πως πρέπει να προσεγγίσουν τα παιδιά τους. Ο λόγος τους είναι γεμάτος από «πρέπει» και «μη», τα οποία εκτοξεύουν χωρίς οικονομία, περισσότερο από ανάγκη να επιτελέσουν το ρόλο τους σωστά, παρά από συναίσθηση της αποτελεσματικότητας, που μπορεί να έχουν αυτά τα λόγια.
Οι δεοντολογικού περιεχομένου αναλύσεις κάνουν για ακαδημαϊκές συζητήσεις, είναι, όμως, ελάχιστα αποτελεσματικές στην πράξη. Δεν θέλουν τα παιδιά «κηρύγματα» και πολύ περισσότερο τα παιδιά εκείνα, τα οποία έχουν ήδη πάρει το λάθος δρόμο. Θέλουν μια σωστή προσέγγιση. Στο χώρο που βρίσκονται και στη γλώσσα που μιλάνε. Δεν τους αγγίζει η ξύλινη γλώσσα της μεγαλίστικης νουθεσίας, ούτε τα όσα δραματικά λέγονται για τους κινδύνους που κρύβονται παντού.
Θέλουν διέξοδο και μια αχτίδα από φως για να ξαναδούν όνειρα και να ξεφύγουν από τους εφιάλτες που τα καταδιώκουν. Τα παιδιά αυτά συχνάζουν στους δρόμους και στα μπαρ και δεν παρακολουθούν εκδηλώσεις ενημερωτικές, ούτε τους αρέσουν τα δεκάλεπτα κηρύγματα.
Έχουν ανάγκη, όμως, ανθρώπους δίπλα τους με τεντωμένες κεραίες και διάθεση να ακούσουν. Να ακούσουν, χωρίς να κρίνουν, προκειμένου να γίνει η πρώτη επαφή. Όταν αποκατασταθεί η επικοινωνία όλα γίνονται πιο εύκολα.