Του Μπάμπη Κελεσίδη, μέλους του Δ.Σ. του ΕΟΣ
Τετάρτη βράδυ και συζητάμε στα γραφεία, για την επόμενη εξόρμηση μας στην Κακαρδίτσα, όταν ανοίγει η πόρτα και ακούγεται η φωνή του Δημήτρη «το λεωφορείο είναι για services» και όλα ανατρέπονται. Σιγή ιχθύος, όλοι σκέφτονται. Πέφτει η πρόταση για εξόρμηση με τα δικά μας αυτοκίνητα, αλλά που; Μέσα σ’ όλες τις φωνές ακούγεται ένα όνομα «κορυφή Βουλγάρα, στον Όλυμπο». Κοιτιόμαστε μεταξύ μας, δεν την ξέρουμε οι περισσότεροι, δεν πήγαμε ποτέ. Την απορία μας λύνει ο κ. Σάκης παλιός και έμπειρός ορειβάτης, που τις διαδρομές του Ολύμπου τις «παίζει στα δάκτυλα». Αφού τακτοποιήσαμε τα της εξόρμησης, αποχωρήσαμε, ήταν ήδη αργά, αλλά εμένα μου δημιουργήθηκαν διάφορες απορίες, που βρίσκεται ακριβώς, γιατί «Βουλγάρα» και αρχίζω το ψάξιμο.
Σ’ ένα κείμενο με τίτλο «Ο Θεσσαλικός Όλυμπος» του Marcel Kurz σε μετάφραση Έφης Στ. Αλλαμάνη, διαβάζω:
«Κατά τήν βυζαντινή εποχή πατήθηκε άπό τούς Βουλγάρους καί τούς Σέρβους. Είναι άλήθεια πώς οί βάρβαροι έφθαναν κυρίως ώς μετανάστες παρά ώς κατακτητές. Γι’ αύτούς ό Όλυμπος δεν ήταν πιά ένα τείχος ή ένα πεδίο μάχης, αλλά ένα καταφύγιο για τις οικιστικές τους εγκαταστάσεις.
Βρίσκουμε στά τοπωνύμια, των δυτικών προπαντός περιοχών του Όλύμπου, βέβαια ίχνη τής παραμονής των.
Έτσι στήν μικρή πεδιάδα τής Ελασσόνας, στά ριζά τού Όλύμπου, πνιγμένο μές τ’ άμπέλια, τό όμορφο χωριό Τσαριτσάνη καί πιό ψηλά άκόμα τό μοναστήρι Βαλέτσικο έχουν ονόματα σλαβικά. Τό Τσαριτσάνη πού τό έγραφαν εξίσου Τσαρίτσαινα σημαίνει βασιλικό χωριό. Καί τό μοναστήρι Βαλέτσικο ήταν άρχικά βουλγαρικό, πριν γίνη Ελληνικό. Τό παιδί στο όποιο οφείλει τ’ όνομά του καί την ίδρυσή του ήταν γιός ενός Βουλγάρου βασιλιά. Σ’ αύτήν τήν ίδια πεδιάδα τής Ελασσόνας, κυλά ό Βούλγαρης, όνομα μέ χαρακτηριστική καταγωγή. Μιά βουνοκορφή, λίγο
μακρύτερα, λέγεται Βουλγάρα. Βρίσκουμε σλάβικα όνόματα μέχρι τις ψηλότερες κορφές τοΰ Όλύμπου, όπως Ραντομίρ, περιοχή πού χωρίζει τό ύψωμα Καρούτια άπό την κοιλάδα Ξερολάκκι καί Μύτκα (αιχμή), όνομα πού οί κάτοικοι τού Λιτόχωρου έδιναν στήν πιό ψηλή κορφή τού Ολύμπου».
Τώρα σκέφτομαι ότι θα διασχίσουμε άγνωστα χωριά κουρνιασμένα στις υπώρειες του Ολύμπου, σκιερά δάση, απέραντα λιβάδια, όπου κρύβεται ένας κόσμος άγνωστος για μας, ένα από τα πιο συναρπαστικά τοπία της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Ξεκινήσαμε από την Κοζάνη στις 6 το πρωί, διαδρομή Κοζάνη, Ε.Ο. Κατερίνης – Ελασσόνας.
Ο οδικός άξονας Κατερίνης – Ελασσόνας άλλοτε απλώνεται στο στενό άνοιγμα γης που αφήνουν ανάμεσα τους ο Όλυμπος και τα Πιέρια και άλλοτε κουλουριάζεται με πείσμα στις δασωμένες πλαγιές. Το μοναδικό αυτό πέρασμα ανάμεσα στα παράλια της Πιερίας και στην ηπειρωτική ενδοχώρα είναι μαγευτικό.
Η ευρύτερη περιοχή ήταν ένα από τα κέντρα λατρείας του Ορφέα. Παράλληλα η κοιλάδα του ποταμού ‘Ιταμου και τα στενά της Πέτρας λογίζονταν σαν ένα από τα πλέον στρατηγικά περάσματα προς τη Βόρεια Ελλάδα, αφού έδινε τη δυνατότητα στα καραβάνια της εποχής αλλά και τους στρατηλάτες να διασχίζουν τον απροσπέλαστο Όλυμπο συνδέοντας τα παράλια του Αιγαίου με το εσωτερικό της Μακεδονίας.
Στις βορειοδυτικές υπώρειες του θεϊκού βουνού συναντάμε τα χωριά Πέτρα, Άγιο Δημήτριο και Λιβάδι.
Το ακριβές σημείο έναρξης της απόδρασης μας είναι η διασταύρωση για το χωριό Λιβάδι όπου και αφήνουμε τα αυτοκίνητα μας.
Στα δεξιά μας όπως ανεβαίνουμε την βουνοπλαγιά ξεπροβάλλει το χωριό Λιβάδι, κτισμένο σε υψόμετρο 1200 μέτρων με απεριόριστη θέα προς το θεϊκό βουνό, πατρίδα και γενέτειρα του μεγάλου αγωνιστή του 1821 και Φιλικού Γεωργάκη Ολύμπου.
Με ανατολική κατεύθυνση ανηφορίζει χωματόδρομος τον οποίο ακολουθούμε για μισή ώρα.
Η ανάβαση μας σήμερα βρίσκεται Β.Α. στην άκρη μιας σχετικά ανηφορικής κορυφογραμμής που ονομάζεται Τρόχαλος και έχει 3- 4 κορυφές πάνω από τα 1500 μέτρα. Προσφέρει εκπληκτική θέα της Β.Δ. πλευράς του Ολύμπου. (Ρέμα και κόψη Ναούμ, Μύτικας και Στεφάνι από καζάνια, Σκολιό κ.λ.π).
Βλέπου τον Όλυμπο και σκεφτόμαστε τον «θρόνο του Δία», τον Μύτικα, το Σκολιό και τόσες άλλες διάσημες κορυφές σε όλη τη υφήλιο για τους αρχαίους μύθους, αλλά και το αλπικό τους ενδιαφέρον.
Κάποια στιγμή αφήνουμε τον χωματόδρομο και ανηφορίζουμε την πλαγιά όπου εμφανίζονται και κάποια ορειβατικά σημάδια στην διαδρομή μας.
Με το σακίδιο στον ώμο μαζί με τα απαραίτητα η ανηφορική πορεία στο άγνωστο βουνό (ορειβατούμε για πρώτη φορά εκεί ) συνεχίζεται.
Ακούγεται η φωνή του Σάκη «κάτω χαμηλά το χωριό Κοκκινοπλός, κτισμένο σε υψόμετρο 1.150 μέτρων.
Το χωριό είναι ιστορικά γνωστό ως Κοκκινοπλός, ονομασία που έφερε μέχρι το 1940. Αποτελεί ένα από τα λεγόμενα βλαχοχώρια του Ολύμπου. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση δημιουργήθηκε γύρω στο 12ο αιώνα από Βλάχους γεωργούς και κτηνοτρόφους, ενώ η ονομασία του φαίνεται να προήλθε από το χαρακτηριστικό αργιλώδες κόκκινο χώμα της περιοχής.
Μπροστά μας ξεπροβάλλει το άγνωστο βουνό περήφανο και δασωμένο.
Στο κοιμισμένο δάσος το μόνο που ακούγεται είναι το αεράκι που χαϊδεύει πρόσωπο και μάγουλα. Συνεχίζουμε, όλα γύρω μας μοιάζουν σαν πίνακας ζωγραφικής.
Αφήνουμε το δασικό δρόμο, τώρα ανηφορίζουμε σε δύσκολη δασωμένη πλαγιά ανηφορική και κακοτράχαλη, όμως εμείς απτόητοι συνεχίζουμε.
Ανάβαση και πάλι ανάβαση. Το βουνό ασκεί επάνω μας μια μυστική έλξη, μας γνέφει να διαβούμε τη ράχη του και ανεβούμε στην κορφή του.
Μετά από μια διαδρομή τρεισήμισι περίπου ωρών βρισκόμαστε στην κορυφή. Όλα γύρω μας σε τέλεια αρμονία. Στιγμές απόλυτης ηρεμίας και απέναντι ο μυθικός Όλυμπος.
Ένα δροσερό αεράκι μας οδηγεί χωρίς βιασύνη στο μονοπάτι της επιστροφής, με τον ήλιο στον καλοκαιρινό θρόνο του, να μας κλείνει το μάτι, αλλά ευτυχώς το δάσος μας χάρισε απλόχερα την σκιά του.
Σ’ όλη αυτή την διαδρομή έχουμε συντροφιά τρία πανέμορφα σκυλάκια, δυστυχώς εγκαταλειμένα από κάποιον ασυνείδητο.
Φτάνουμε στη βάση μας ικανοποιημένοι που η μεγαλοσύνη του τοπίου μάς ταξίδεψε για άλλη μια φορά στα μονοπάτια του βουνού των Θεών.