Στην έκτη δημοτικού και μετά, o παππούς το χαρτζιλίκι το αύξησε. Καθημερινά 1,5 δραχμή, τις Κυριακές 5 δραχμές. Η εφημερίδα τότε κόστιζε 1,5 δραχμή. “Τα Νέα”, τα παίρναμε καθημερινά και την Κυριακή ο παππούς μετά την εκκλησία ερχόταν με τη «Μακεδονία» υπό μάλης.
Τότε λοιπόν άρχισα να εξερευνώ την πόλη για αναζήτηση λιχουδιάς και γλυκών. Συνήθως τα απογεύματα της Κυριακής συναντιόμασταν οι συμμαθητές στα ζαχαροπλαστεία της πόλης. Αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά.
Στη Μακεδονομάχων δίπλα στα κουλούρια Κορδώση βρισκόταν το ζαχαροπλαστείο του Τσιόπτσια, εκεί πηγαίναμε για την εξαιρετική πουτίγκα. Το μαγαζί είχε ξύλινο πάτωμα με φαρδιά καρφωτά σανίδια σε χρώμα πολύ σκούρο καφέ. Μακρόστενο μαγαζί, στο βάθος το ψυγείο, πίσω το εργαστήριο και στο σαλόνι τραπεζάκια κλασικά με καρέκλες ψάθας.
Δίπλα στη γωνία ήταν το ζαχαροπλαστείο «Κρίνος» των αδελφών Μπακιρτζόγλου. Σήμερα είναι η «Ρωξάνη» στην ίδια θέση. Τότε στο πρώτο επίπεδο ήταν τοποθετημένα τα τραπεζάκια, στο δεύτερο επίπεδο δυο σκαλοπάτια ψηλότερα τα ψυγεία και στο βάθος ένα μικρό εργαστήριο. Από την πλευρά της Ιπποκράτους υπήρχε η γκλαβανή προς το υπόγειο όπου λειτουργούσε το εργαστήριο. Το δάπεδο ήταν μωσαϊκό και γύρω τζαμαρία, τραπέζια μαρμάρινα με καρέκλες μοντέρνες. Το χειμώνα τα τζάμια ίδρωναν από μέσα, καθόμαστε με τα παλτό. Εδώ η σοκολατίνα ήταν η σπεσιαλιτέ.
Πιο κάτω επί της Παύλου Μελά απέναντι από το Αλτ της Κοζάνης βρισκόταν το «Βυζάντιο» των Ιωαννίδη και Παπαδιάκου, κατόπιν Λαμπίρη. Εδώ γευόμασταν κουρκουμπίνια και πάστα αμυγδάλου. Αργότερα ο Λαμπίρης έκανε και ωραίο νιαημεριώτικο χαλβά. Μάλιστα, είχε κορνίζα το βραβείο από την Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης.
Απέναντι το Ερμιόνιο που έφτιανε τα περίφημα κωκ. Τα καλοκαίρια σερβιριζόταν στα μεταλλικά πτυσσόμενα τραπεζάκια με τις πάνινες καρέκλες σκηνοθέτη.
Στο ζαχαροπλαστείο του Λάκκα στη γωνία δίπλα στο Λάτσκο, γευόμασταν μπαμπάδες. Τα τραπέζια από μαρμάρινη πλάκα σε τρίποδο μεταλλικό και καρέκλες βιενέζικες ξύλινες.
Στο ζαχαροπλαστείο του Παπαδέλη απέναντι από τον Νικατσιό, σήμερα γυάλινο κτίριο, δεν συχνάζαμε με την παρέα. Είχε, όμως, καταπληκτική σοκολατίνα.
Στην άκρη του σημερινού πεζόδρομου, στο τρίγωνο δίπλα στο σινεμά ΗΡΩ είναι το κατάστημα τότε των Λάζου Τσικριτζή και Ναούμ Σιούλα. Την εβδομάδα της Αποκριάς έκανε λουκουμάδες πολύ γευστικούς.
Στην οδό Λιούφη ήταν το ζαχαροπλαστείο του Χαρίση Γιαντσούλη με σπεσιαλιτέ τα σιροπιαστά και τις τουλούμπες ιδιαίτερα.
Επί της Βενιζέλου δεξιά κατεβαίνοντας δίπλα στον Κουκουλόπουλο ήταν το εργαστήριο του Κιτσόπουλου με σπεσιαλιτέ τα φοινίκια.
Ο Χαρίσης Νεβεσκιώτης επί της Ολύμπου κατεβαίνοντας προς το Σταθμό δεξιά πιο κάτω από το ξενοδοχείο Άνεσις είχε το εργαστήριο του. Σπεσιαλιτέ τα χαλβαδάκια. Όταν ο Νιάημερος γινόταν δίπλα στο Σταθμό έβγαζε τραπεζάκι-πάγκο μπροστά από το εργαστήριο του.
Ο Γαλατάς Τσιφόρας στο επίθετο -επί της Παύλου Χαρίση δίπλα στην ομώνυμη στάση του εντός πόλης αστικού λεωφορείου, έφτιαχνε γευστικές κρέμες και πάστες.
Και πιο κάτω προς το στρατόπεδο δεξιά ήταν το καφενείο του Καραδήμου, όπου γευόμασταν μπαμπά γλυκό και παίζαμε μπιλιάρδο.
Ο Πίτας είχε το ζαχαροπλαστείο απέναντι από την βιβλιοθήκη επί της Ξενοφώντος Τριανταφυλλίδη. Από εκεί έπαιρνα λουκουμάδες σε χωνάκι λαδόκολλα.
Τελευταία αφήνω την αναφορά στα γλυκά. Ήταν και τζάμπα, αν και είχαν το ρίσκο του ντραγάτη. Σεπτέμβριο με Οκτώβριο μαζεύαμε από τις γλυκιές που βρισκόταν κάτω από τον Άγιο Αθανάσιο.
Θυμάμαι το 1962 με τις τσέπες γεμάτες γλύκα, ήρθαμε με τον Γιάννη τον Μητσάκη στην πλατεία Νίκης, όπου γινόταν η προεκλογική συγκέντρωση και ομιλία του Γεώργιου Παπανδρέου. Στο μπαλκόνι της Εθνικής Τράπεζας ο Γέρος ομιλούσε και κάποια στιγμή σιώπησαν τα μεγάφωνα, ίσως κάποιο τεχνικό πρόβλημα να ήταν η αιτία, και ο Παπανδρέου αμέσως μετά την αποκατάσταση είπε:
«Και εδώ μας βάζουν εμπόδια, αλλά θα τα υπερνικήσομεν»!.
*του Γιώργου Θρασύβουλου Τζέλλου