Green Tank: Ανάγκη ριζικού επανασχεδιασμού του τρόπου με τον οποίο θα θερμαίνονται οι λιγνιτικές περιοχές

14 Min Read

H λύση της ΣΗΘΥΑ και του φυσικού αερίου θα οδηγήσει σε μεγάλες αυξήσεις

Την ανάγκη να υπάρξει  ριζικός επανασχεδιασμός του τρόπου με τον οποίο θα θερμαίνονται οι λιγνιτικές περιοχές της Ελλάδας, επισημαίνει το Green Tank σε ανάλυση του Νίκου Μάντζαρη, αναλυτή ενεργειακής πολιτικής. Όπως τονίζεται, η λύση της ΣΗΘΥΑ και του φυσικού αερίου θα οδηγήσει σε μεγάλες αυξήσεις, που θα επωμιστούν οι καταναλωτές της τηλεθέρμανσης.

- Advertisement -
Ad image
- Advertisement -
Ad image

Η υφιστάμενη κατάσταση

Σύμφωνα με τα στοιχεία η τιμή της τηλεθέρμανσης στην Κοζάνη – το μόνο σύστημα τηλεθέρμανσης  που εξακολουθεί να βασίζεται στην παραγωγή θερμικής ενέργειας από λιγνιτικές μονάδες –  κατά τον τελευταίο χειμώνα (2023-2024) ήταν 55.8 €/ΜWhth3 μετά από αύξηση 10% που έγινε τον Δεκέμβριο του 2023.

Στην Πτολεμαίδα από  τον χειμώνα 2021-2022 ως σήμερα, το δίκτυο τηλεθέρμανσης βασίζεται στην παραγωγή θερμότητας με χρήση ηλεκτρικής ενέργειας μέσω δύο ηλεκτρικών λεβήτων συνολικής ισχύος 80 MWth.

Η τιμή της τηλεθέρμανσης στην Πτολεμαΐδα είναι η χαμηλότερη στη Δυτική Μακεδονία και παραμένει σταθερή από το 2010 στα 40 €/ΜWhth3. Πρόσφατα η ΔΕΤΗΠ πρότεινε μια πολύ μεγάλη αύξηση στα 63 €/ΜWhth (+57.47%)6. Η πρόταση βασίστηκε στην παραδοχή ότι από τον επόμενο χειμώνα η τηλεθέρμανση της πόλης της Πτολεμαΐδας θα παρεχόταν από τη λιγνιτική μονάδα Πτολεμαΐδα V, της οποίας το κόστος προβλεπόταν να αυξηθεί κατά 200% σε σχέση με τη μέση τιμή της περιόδου 2013-2021, επιβαρύνοντας έτσι την τιμολογούμενη θερμική ενέργεια κατά 17 €/MWhth. Συνεπώς το μεγαλύτερο μέρος της προτεινόμενης αύξησης (74%) θα κάλυπτε την αναμενόμενη αύξηση του κόστους θερμικής ενέργειας από τη νέα λιγνιτική μονάδα. Η πρόταση της ΔΕΤΗΠ, όμως, δεν εγκρίθηκε από το Δ.Σ. Εορδαίας.

Στο Αμύνταιο από το  2021 που αποσύρθηκε ο ΑΗΣ Αμυνταίου έως σήμερα, το σύστημα τηλεθέρμανσης τροφοδοτείται από δύο μονάδες καύσης συνολικής ισχύος 30 ΜWth που καίνε κυρίως βιομάζα σε συνδυασμό με μικρότερες ποσότητες λιγνίτη.

H τιμή της τηλεθέρμανσης στο Αμύνταιο κατά τον τελευταίο χειμώνα (2023-2024) ήταν 63.6 €/ΜWhth3. Ωστόσο, με απόφαση του δήμου8 η τιμή αυτή αναπροσαρμόστηκε στα 74.2 €/ΜWhth3 στο τέλος του χειμώνα (Μάρτιος ‘24) και για την επόμενη περίοδο θέρμανσης.

Το σχέδιο για τη ΣΗΘΥΑ

Όπως τονίζεται στην ανακοίνωση του Green Tank, το αρχικό σχέδιο, το οποίο παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό αναλλοίωτο ως σήμερα, προβλέπει την ένταξη των υφιστάμενων δικτύων τηλεθέρμανσης και εγκαταστάσεων κάτω από μία νέα οντότητα (Διαδημοτική Επιχείρηση Τηλεθερμάνσεων Δυτικής Μακεδονίας), την ανάπτυξη δικτύου διασυνδέσεων των τριών πόλεων και τη διαμόρφωση ενός θερμικού κόμβου, ο οποίος θα απαρτίζεται από τη μονάδα Πτολεμαΐδα V (ισχύος 140MWth, με εκτιμώμενη παραγωγή 300-400k MWh/χρόνο), μια νέα μονάδα Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού και Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης (ΣΗΘΥΑ) με καύσιμο το ορυκτό αέριο (ισχύος 60MWth, μεεκτιμώμενη παραγωγή 270-350k MWh/χρόνο), ηλεκτρικούς λέβητες (ισχύος 80MWth, με εκτιμώμενη παραγωγή 0-125k MWh/χρόνο), καθώς και επιπλέον λέβητα αερίου (ισχύος 100MWth, με απόδοση 10-125k MWh/χρόνο).

Την περίοδο διαμόρφωσης του ΣΔΑΜ, o σχεδιασμός για την Πτολεμαΐδα V μετά το 2028 ήταν η αντικατάστασή της από μονάδα συνδυασμένου κύκλου με καύσιμο το αέριο και μάλιστα μεγαλύτερης ισχύος από την αντίστοιχη λιγνιτική (1000 ΜW vs 660 MW).

Συνεπώς, ο αρχικός σχεδιασμός για την κάλυψη των θερμικών αναγκών και για την πόλη της Πτολεμαΐδας βασιζόταν ως το 2028 στον λιγνίτη και στη συνέχεια, στο αέριο.

Σε ό,τι αφορά το αέριο για το νέο σύστημα τηλεθέρμανσης Κοζάνης, Εορδαίας, Αμυνταίου, καθώς και το νέο δίκτυο διανομής αερίου στη Φλώρινα, αυτό θα προέρχεται από νέο αγωγό, ο οποίος θα ξεκινά από τη Νέα Μεσημβρία μεταφέροντας στη Δυτική Μακεδονία αζέρικο αέριο από τον ΤΑΡ.

Ο παραπάνω σχεδιασμός για την κάλυψη των αναγκών θέρμανσης στις λιγνιτικές περιοχές έγινε στις αρχές 2020, κατά τους μήνες που ακολούθησαν την απόφαση της απολιγνιτοποίησης. Οι αποφάσεις για τον συγκεκριμένο σχεδιασμό δεν βασίστηκαν σε καμία -δημοσιευμένη τουλάχιστον- συγκριτική τεχνικο-οικονομική ανάλυση διαφορετικών λύσεων. Αντίθετα, φαίνεται ότι η επιλογή για την κάλυψη των αναγκών θέρμανσης στις λιγνιτικές περιοχές με βάση το αέριο συμφωνήθηκε μεταξύ της ηγεσίας του ΥΠΕΝ και των εκπροσώπων της τοπικής αυτοδιοίκησης με πολιτικούς όρους.

Το κόστος του σχεδίου

Σύμφωνα με τα ευρήματα της ανάλυσης, το συνολικό κόστος των υποέργων που σχεδιάζονται αγγίζει τα € 420 εκατ. Κρίσιμα υποέργα όπως α) η διασύνδεση της τηλεθέρμανσης Κοζάνης με το ενιαίο δίκτυο τηλεθερμάνσεων, β) η νέα μονάδα ΣΗΘΥΑ αερίου που θα κατασκεύαζε η ΔΕΗ και γ) η διασύνδεση της τηλεθέρμανσης Αμυνταίου, συνολικού κόστους €176 εκατ. δεν έχουν ξεκινήσει ακόμα, ενώ σημειώνονται σημαντικές καθυστερήσεις σε υπό κατασκευή έργα. 

Εκτός όμως από τις καθυστερήσεις και το υψηλό κόστος εγκατάστασης του σχεδίου για τη θέρμανση των λιγνιτικών περιοχών, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι και το κόστος λειτουργίας, το οποίο θα επωμιστούν οι πολίτες (και όχι μόνο των λιγνιτικών περιοχών), θα είναι δυσθεώρητο ως συνέπεια της εξάρτησης από το ρυπογόνο και ακριβό ορυκτό αέριο.

Που θα φτάσουν οι τιμές

Σύμφωνα με τη χρηματοοικονομική ανάλυση και την ανάλυση κόστους-οφέλους του έργου «Διασύνδεση της εγκατάστασης Τηλεθέρμανσης Κοζάνης με το ενιαίο Διασυνδεδεμένο σύστημα Τηλεθερμάνσεων Δ. Μακεδονίας», προβλέπεται σχεδόν ο διπλασιασμός του κόστους θερμικής ενέργειας για τους καταναλωτές της Κοζάνης, από 52,64 €/ΜWhth που είναι σήμερα στα 103 €/ΜWhth. Κι αυτό «προκειμένου στο επερχόμενο χρονικό διάστημα μεταγενέστερα της ολοκλήρωσης του έργου να ισοσκελίζονται τουλάχιστον τα έσοδα με τις λειτουργικές δαπάνες».

 Όπως αναφέρει η ανάλυση «το μέγεθος αυτό είναι δυναμικό και δύναται να μεταβληθεί εξαιτίας : (α) μεταβολής του εκτιμώμενου κόστους αγοράς θερμική ενέργειας από την ΔΕΗ ΑΕ σχετιζόμενου με το κόστος φυσικού αερίου και διοξειδίου του άνθρακα και (β) με το ποσοστό συμμετοχής των ενεργειακών πηγών στο σύστημα».

Η διαπραγμάτευση ΥΠΕ-ΔΕΗ -Δήμων

Αυτού του είδους οι εκτιμήσεις για το υψηλό κόστος τηλεθέρμανσης, με βάση τη σχεδιαζόμενη λύση που βασίζεται στο αέριο, εξακολουθούν να αποτελούν το βασικό εμπόδιο στην επίτευξη συμφωνίας ανάμεσα στους δημάρχους των τριών πόλεων, του Περιφερειάρχη Δυτικής Μακεδονίας, της ΔΕΗ και της ηγεσίας του ΥΠΕΝ.

Και ενώ είναι φανερό ότι η πηγή του προβλήματος είναι η επιλογή της συγκεκριμένης λύσης που βασίζεται στο ορυκτό αέριο, δεν φαίνεται να συζητείται ή να εξετάζεται η οποιαδήποτε εναλλακτική σε αυτήν, όπως μια λύση που θα βασίζεται σε καθαρές μορφές ενέργειας, θα είναι συμβατή με την ευρωπαϊκή πολιτική και θα είναι μακροχρόνια βιώσιμη οικονομικά. Αντίθετα, με βάση τα δημοσιεύματα, οι συζητήσεις ανάμεσα στους αιρετούς της τοπικής αυτοδιοίκησης, την κυβέρνηση και τη ΔΕΗ επικεντρώνονται στην επίλυση μιας εξαιρετικά δύσκολης -αν όχι αδύνατης- εξίσωσης, την εύρεση δηλαδή χρυσής τομής ανάμεσα σε τρία διαφορετικά θέματα:

α. τα τρέχοντα χρέη της ΔΕΤΗΠ (τουλάχιστον €102 εκατ.24) και της ΔΕΥΑΚ (σχεδόν €17 εκατ.25) προς τη ΔΕΗ,

β. τη χαμηλότερη δυνατή τιμολόγηση της θερμικής ενέργειας από τη ΣΗΘΥΑ αερίου στο μέλλον για τους πολίτες των τριών πόλεων και

γ. την αποφυγή στο μέλλον οικονομικής ζημιάς για τη ΔΕΗ, η οποία θα κατασκευάσει και θα λειτουργήσει τη ΣΗΘΥΑ αερίου, αν τελικά υπάρξει συμφωνία.

Βιώσιμες εναλλακτικές για τις τηλεθερμάνσεις Δ. Μακεδονίας

Το WWF Ελλάς κατέθεσε δύο κοστολογημένες προτάσεις για μια περιβαλλοντικά και οικονομικά βιώσιμη μετάβαση των συστημάτων τηλεθέρμανσης στη Δυτική Μακεδονία κατά τη μεταλιγνιτική περίοδο.

Η πρώτη μελέτη του 201648 εστίασε αποκλειστικά στην τηλεθέρμανση της πόλης της Πτολεμαΐδας. Λαμβάνοντας υπόψη το τοπικό δυναμικό ΑΠΕ, έγινε μια προεπιλογή τεσσάρων διαφορετικών τεχνολογιών ΑΠΕ προς εξέταση:

α) Συμπαραγωγή ηλεκτρισμού και θερμότητας από βιοαέριο,

β) Θερμικά ηλιακά με διεποχική αποθήκευση θερμότητας και αντλίες θερμότητας,

γ) Παραγωγή θερμότητας από λέβητες βιομάζας και

δ) Συμπαραγωγή ηλεκτρισμού και θερμότητας (ΣΗΘ) με την τεχνολογία Organic Rankin Cycle (ORC) με καύσιμο τη βιομάζ

αΣτη συνέχεια, αναλύθηκαν συγκριτικά έξι διαφορετικά σενάρια που συνδυάζουν τις παραπάνω τεχνολογίες ΑΠΕ. Τα σενάρια που συνδυάζουν ΣΗΘ-ORC, βιοαέριο και ηλιοθερμικά συστήματα βρέθηκαν να έχουν τις καλύτερες οικονομικές επιδόσεις χωρίς υπερβολικές απαιτήσεις σε ποσότητες βιομάζας και κατά συνέπεια, εκτιμήθηκε ότι αντιπροσωπεύουν τις βέλτιστες λύσεις.

Η δεύτερη μελέτη, το 2021, κάλυψε εκτός της Πτολεμαΐδας και την πόλη της Κοζάνης, ενώ θεώρησε ότι οι ανάγκες της πόλης του Αμυνταίου καλύπτονταν ικανοποιητικά από τη νέα τότε μονάδα καύσης βιομάζας, οπότε δεν ήταν αναγκαία κάποια επιπλέον επένδυση.

Για τη συγγραφή της μελετήθηκαν καλά παραδείγματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο (Δανία, Γερμανία, Σλοβακία, Ρουμανία), καθώς και πάνω από 50 διαφορετικά σενάρια με διαφορετικό ενεργειακό μίγμα, όπως βιομάζα (υπό πολύ αυστηρούς όρους και σε συνδυασμό με τοπικές συνέργειες), γεωθερμία, βιοαέριο και ηλιακή θέρμανση με αποθήκευση.

 Στη συνέχεια, καθορίστηκαν δύο βασικά σενάρια τα οποία αντιμετώπισαν το κόστος και το ζήτημα της ενεργειακής ζήτησης σε παρόμοια επίπεδα σε σχέση με την πρόταση του ΣΔΑΜ που βασιζόταν εξ ολοκλήρου στο αέριο, αλλά και την ελαχιστοποίηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, προωθώντας την πλέον βιώσιμη και περιβαλλοντικά φιλική λύση.

Η επιλογή που λαμβάνει υπόψη όλους τους ανωτέρω περιορισμούς στηρίχθηκε σε τρεις τεχνολογίες με διαφορετικά επίπεδα συμμετοχής και συγκεκριμένα:

 α) βιομάζα κατά 60%,

β) ηλιακή θέρμανση με εποχική αποθήκευση κατά 30% και

 γ) γεωθερμία κατά 10%.

Η μελέτη αξιολογήθηκε επίσης με βάση και τα τεχνικά κριτήρια της ταξινόμησης βιώσιμων επενδύσεων της ΕΕ ως η προτεινόμενη εναλλακτική λύση έναντι του σεναρίου του ΣΔΑΜ.

Συμπεράσματα και προτάσεις

Οι διεθνείς γεωπολιτικές εξελίξεις, καθώς και οι δραστικές αλλαγές στην ευρωπαϊκή ενεργειακή και κλιματική πολιτική που έγιναν κυρίως μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, έχουν καταστήσει ανεδαφική την επιλογή του ορυκτού αερίου ως βασικού καυσίμου για τη θέρμανση και την τηλεθέρμανση στις λιγνιτικές περιοχές.

Επομένως, είναι αναγκαίο να γίνει ριζικός επανασχεδιασμός του τρόπου με τον οποίο θα θερμαίνονται οι λιγνιτικές περιοχές της Ελλάδας.

Με αυτά τα δεδομένα, το κείμενο πολιτικής του Green Tank καταλήγει στα εξής:

  • Για τις τρεις πόλεις που σήμερα έχουν συστήματα τηλεθέρμανσης (Κοζάνη, Πτολεμαΐδα, Αμύνταιο), η μόνιμη λύση θα πρέπει να αξιοποιεί το κατάλληλο μίγμα τεχνολογιών ΑΠΕ (ηλιοθερμικά συστήματα, αντλίες θερμότητας, φωτοβολταϊκά και ηλεκτρολέβητες, τοπικά παραγόμενη βιομάζα, γεωθερμία κ.α.) ανάλογα με το δυναμικό της κάθε περιοχής και το βέλτιστο κόστος κατασκευής και λειτουργίας.
  • Ειδικά για την Κοζάνη, θα απαιτηθεί οπωσδήποτε μια μεταβατική λύση, η οποία μπορεί να βασιστεί στους ηλεκτρολέβητες, με την προϋπόθεση ότι θα βρεθούν πόροι για την κάλυψη του κόστους αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας από το δίκτυο με τρόπο ώστε να μην επιβαρυνθούν επιπλέον οι πολίτες της Κοζάνης για το χρονικό διάστημα που απαιτείται μέχρι την εφαρμογή της μόνιμης λύσης.
  • Ένα πρόγραμμα στη λογική του «Απόλλων», ειδικά για τις τηλεθερμάνσεις, θα μπορούσε να γεφυρώσει πιθανά χρηματοδοτικά κενά που θα αναδείξει η τεχνικο-οικονομική αξιολόγηση των λύσεων.
  • Για τις πόλεις που δεν έχουν σύστημα τηλεθέρμανσης (Φλώρινα, Μεγαλόπολη), προτείνεται ο εξηλεκτρισμός της θέρμανσης με αντλίες θερμότητας, σε συνδυασμό με παρεμβάσεις ενεργειακής αναβάθμισης των κτιρίων και εγκατάσταση ΑΠΕ για την κάλυψη της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, είτε από μεμονωμένα νοικοκυριά και επιχειρήσεις, είτε συλλογικά αξιοποιώντας το εργαλείο των ενεργειακών κοινοτήτων.
  • Σε ό,τι αφορά τους πόρους, οι λύσεις ΑΠΕ μπορούν να προχωρήσουν γρήγορα και είναι επιλέξιμες για χρηματοδότηση από ευρωπαϊκούς πόρους, σε αντίθεση με το αέριο. Ειδικά οι λιγνιτικές περιοχές έχουν στη διάθεσή τους πολλές δυνατότητες για επενδύσεις σε έργα καθαρής ενέργειας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Πρόγραμμα Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης, όπου απομένει ακόμα να εξειδικευτεί περίπου το ήμισυ των συνολικών πόρων ύψους 1.6 δισ. ευρώ (τα 1.4 προορίζονται για τις λιγνιτικές περιοχές). Υπάρχουν επίσης τα έσοδα δημοπράτησης δικαιωμάτων εκπομπών που κατευθύνονται στις λιγνιτικές περιοχές από το 2018, τα οποία παραμένουν ως σήμερα εν πολλοίς αναξιοποίητα (144.2 εκατ. ευρώ για την περίοδο 2018-2023) και φυσικά οι πόροι από τα Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα (ΠΕΠ) Δυτικής Μακεδονίας και Πελοποννήσου. 

«Ο ριζικός επανασχεδιασμός για τη θέρμανση και την τηλεθέρμανση των λιγνιτικών περιοχών είναι απαραίτητος και αμιγώς ζήτημα πολιτικής βούλησης. Η αξιοποίηση των διαθέσιμων τεχνολογιών ΑΠΕ, η τεχνικο-οικονομική τεκμηρίωση και η διαβούλευση με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς αποτελούν τη μόνη ασφαλή και μακροπρόθεσμα βιώσιμη λύση στο σημερινό αδιέξοδο», δήλωσε ο Νίκος Μάντζαρης, αναλυτής ενεργειακής πολιτικής και συνιδρυτής του Green Tank.

Μοιραστείτε την είδηση