Τις Κυριακές τα απογεύματα τακτικά ως μαθητής 1ης και 2ης λυκείου, άκουγα κλασική μουσική στο Κοβεντάρειο. Δινόταν ρεσιτάλ μουσικής που διοργάνωνε ο Μορφωτικός Σύλλογος Κοζάνης. Ο παππούς ο Αντώνης ήταν μέλος και συνδρομητής. Έτσι είχα ενημέρωση από το δίφυλλο πρόγραμμα που έπαιρνε αρχές της εβδομάδας για το ρεσιτάλ της Κυριακής. Ο Γιώργος Θέμελης πιανίστας γνωστός και στο εξωτερικό έδωσε ρεσιτάλ. Αυτό που εξέπληξε τους διοργανωτές ήταν πως το Σάββατο πριν το ρεσιτάλ θέλησε να δει την αίθουσα και το πιάνο με ουρά. Κάθισε στο σκαμπό του πιάνου και έβαλε τα χέρια του στα πλήκτρα. Το πιάνο θέλει οριζοντίωση ανεφώνησε μόλις τα δάχτυλα του πήγαν αριστερά και δεξιά. Πραγματικά δεν ήταν οριζόντιο. Ο Θέμελης ήταν τυφλός.
Στη Θεσσαλονίκη, ως πρωτοετής, τακτικά Δευτέρα βράδυ παρακολουθούσα συναυλίες της Συμφωνικής ορχήστρας. Στο δεύτερο εξώστη με εισιτήριο 5 δραχμές στο Αριστοτέλειο απέναντι από τον Λευκό Πύργο. Καρύδης ο αρχιμουσικός της ορχήστρας. Θυμάμαι κι ένα ξένο μαέστρο να διευθύνει σαν να ακούγαμε άλλη ορχήστρα.
Από το τρίτο έτος και μετά, ανακάλυψα κι άλλου είδους μουσική, τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά και τα μπουζούκια. Η παρέα του Αντώνη με τράβηξε προς τα εκεί. Τότε το 1972 με 1974 υπήρχαν μαγαζιά, όπως η Ιφιγένεια στην πλατεία Αριστοτέλους στο υπόγειο κάτω από το σινεμά, η Μπαρμπαρέλα στο υπόγειο κάτω από το σινεμά Ηλύσια. Αργότερα ήρθε στο προσκήνιο των μαγαζιών με μπουζούκια η Θεσσαλονικιά. Βρισκόταν στο δρόμο από Θεσσαλονίκη προς Περαία, στο ύψος του αεροδρομίου. Εκεί φθάναμε με ταξί που το παίρναμε από το τέρμα των αστικών λεωφορείων στο Φοίνικα. Μέχρι εκεί πηγαίναμε με αστικό. Ήταν οικονομικότερα.
Έτσι θυμάμαι μια ανοιξιάτικη νύχτα περί τα τέλη Μαΐου πήγαμε η παρέα στη Θεσσαλονικιά να ακούσουμε τον Πάριο με τη Λίτσα Διαμάντη. Κατά τις 6.30 το πρωί βγαίνοντας από το κέντρο τα ταξί ήταν παραταγμένα στην αλάνα μπροστά από την είσοδο. Ο θυρωρός ντυμένος με στολή γκραν και καπέλο ναύαρχου μας έκοψε πως δεν είχαμε μία για ταξί. Τότε προχωράει, στέκεται δίπλα στην άκρη της ασφάλτου και σηκώνει το χέρι του ψηλά. Σχεδόν αμέσως φρενάρει ένα φορτηγάκι- βαν Φολκσβάγκεν. Ο πορτιέρης ανοίγει μεγαλοπρεπώς την πλαϊνή συρόμενη πόρτα και προτείνοντας την δεξιά παλάμη είπε «παρακαλώ κύριοι, περάστε». Δύο κάθισαν μπροστά στη θέση του συνοδηγού. Εγώ πίσω καθήμενος επί της λαμαρίνας!
Αλλά και στην Κοζάνη, κατά την περίοδο των Χριστουγεννιάτικων διακοπών, επισκεπτόμασταν τα «ευαγή ιδρύματα» Βιετνάμ, Αδυναμία κλπ. Αυτά ήταν τότε τα λεγόμενα και σκυλάδικα.
Το μπουζούκι έχει μια γλυκύτητα στον ήχο του και το ζεμπέκικο είναι χορός λεβεντιάς και έκφρασης της ψυχής του χορευτή.
Γνωρίσαμε πολλούς τραγουδιστές και τραγουδίστριες, σχολιάσαμε θαμώνες. Αλλά αυτόν που θυμάμαι χωρίς ο χρόνος να αλλοιώσει τις μνήμες είναι ο Πόλυς Κερμανίδης.
Ο Πόλυς μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, χωρίς γονείς άστεγος, έμενε σε ένα εγκαταλειμμένο αυτοκίνητο κάτω από μια γέφυρα στο Δενδροπόταμο.
Ο Τάκης, φίλος της παρέας των μπουζουκο-οπαδών, τον ήξερε από παλιά. Τότε ο Πόλυς κυκλοφορούσε στα καφενεία και φοιτητικά στέκια και τραγουδούσε.Οι φοιτητές του έδιναν κανένα φράγκο και έτσι εξασφάλιζε το φαγητό του. Ο Τάκης του ‘δινε 2,5 δραχμές για φασολάδα και ψωμί. Δεν το ξέχασε αυτό ο Πόλυς.
Όταν μετά από χρόνια το 1976 και 1977, φίρμα πια ο Πόλυς ήρθε στο κέντρο Φαρίντα στην Εγνατία να τραγουδήσει, πήγαμε να τον ακούσουμε. Ο Τάκης, ο Αντώνης, ο Κώστας κι εγώ. Αγκαλιές, φιλιά. Ήρθε στο τραπέζι μας. Απλό παιδί, άδολη ψυχούλα. Δεν καβάλησε καλάμι. Εκτιμούσε το ψωμί που έβγαζε. Με τα χρήματα που έβγαλε αγόρασε μια βίλα σε καλό προάστιο της Αθήνας. Την νοίκιαζε σε κάποια πρεσβεία.
Το μεγάλο σουξέ του Πόλυ ήταν το τραγούδι του Γιώργου Μητσάκη- στίχος και μουσική – «τα πλοία πεθαίνουν στα λιμάνια».
Το μεγάλο κλου της βραδιάς του Σαββάτου στη Φαρίντα ήταν όταν ο Πόλυς τοποθέτησε μια ψάθινη καρέκλα στην πίστα. Έβαλε το μικρόφωνο στο κάθισμα, έκανε κατακόρυφη αναστροφή με το ένα χέρι στην πλάτη και το άλλο στο κάθισμα της καρέκλα και τραγούδησε το «Τα πλοία πεθαίνουν στα λιμάνια».
⃰ Του Γιώργου Θ. Τζέλλου