Ο κανονισμός για την Αποκατάσταση της Φύσης[1] τέθηκε σε ισχύ στις 18 Αυγούστου 2024. Προτάθηκε για πρώτη φορά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Ιούνιο του 2022, και στη συνέχεια εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Φεβρουάριο του 2024 και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 17 Ιουνίου 2024, έπειτα από μια μακρά και επίπονη νομοθετική διαπραγματευτική διαδικασία.
Θεωρούμενος ως βασική πρόταση της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, ο Νόμος για την Αποκατάσταση της Φύσης στοχεύει στην αναστροφή δεκαετιών υποβάθμισης των οικοσυστημάτων με τη λήψη μέτρων για την αποκατάσταση τουλάχιστον του 20% των χερσαίων και θαλάσσιων περιοχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης έως το 2030 και όλων των οικοσυστημάτων που χρειάζονται αποκατάσταση έως το 2050. Ο κανονισμός στοχεύει επίσης να επιτύχει τους γενικούς στόχους μετριασμού και προσαρμογής της κλιματικής αλλαγής της ΕΕ και να ενισχύσει την επισιτιστική ασφάλεια.
Η έγκριση του κανονισμού θεωρείται ιστορικό γεγονός γιατί από την προστασία και την διατήρηση που θέσπιζαν σημαντικές οδηγίες για τα πτηνά το 1979 και τους οικοτόπους και τo δίκτυο Natura 2000 το 1992 –από τις πρώτες οδηγίες στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο για την προστασία του περιβάλλοντος – ο κανονισμός διευρύνει και επισφραγίζει το πεδίο δράσης της ΕΕ, θέτοντας τους πρώτους δεσμευτικούς στόχους για την αποκατάσταση των οικοσυστημάτων, των οικοτόπων και των ειδών.
Η έγκριση αυτής της νομοθεσίας, είχε γίνει αντικείμενο έντονων διαπραγματεύσεων κατά τη διάρκεια της διαδικασία λήψης αποφάσεων. Οι διαμαρτυρίες προέρχονταν από ευρωπαϊκούς αγροτικούς φορείς που διατυπώθηκαν έντονα στο πλαίσιο κινητοποιήσεων, καθώς και από ορισμένα κράτη-μέλη με αποτέλεσμα να υπάρξουν τροποποιήσεις και συμβιβασμοι κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας. Οι αντιπαραθέσεις γύρω από τον κανονισμό έφεραν στην επιφάνεια ευρύτερες διαφωνίες σχετικά με τη σχέση μεταξύ περιβαλλοντικής προστασίας και οικονομικής ανάπτυξης, ιδίως σε περιόδους πολλαπλών κρίσεων, όπως η ενεργειακή κρίση και η κρίση επισιτιστικής ασφάλειας.
Τι προβλέπει ο κανονισμός
Ο κανονισμός ορίζει τον όρο «αποκατάσταση» στοχεύοντας στην ενίσχυση/διατήρηση της βιοποικιλότητας βελτιώνοντας την ανθεκτικότητα ενός οικοσυστήματος έτσι ώστε ο οικότοπος ενός είδους να αποκτήσει επαρκή ποιότητα και ποσότητα.
Η πρόταση για κανονισμό και όχι οδηγία στηρίχθηκε στην αρχή της επικουρικότητας και αναλογικότητας όπου στα «εκτιμώντας» αναφέρει ότι «δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η διασφάλιση της μακροπρόθεσμης και διαρκούς ανάκαμψης ανθεκτικών και πλούσιων σε βιοποικιλότητα οικοσυστημάτων σε όλο το ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών, μέσω μέτρων αποκατάστασης που θα θεσπίσουν τα κράτη μέλη για τη συλλογική επίτευξη του στόχου της Ένωσης για την αποκατάσταση των χερσαίων και θαλάσσιων περιοχών έως το 2030, και όλων των περιοχών που χρήζουν αποκατάστασης έως το 2050, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 ΣΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών»
Στόχοι
Ο Κανονισμός θέτει τον στόχο της αποκατάστασης όλων των υποβαθμισμένων χερσαίων και θαλάσσιων οικοσυστημάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση έως το 2050 και χωρίζεται σε μια σειρά άρθρων, αφιερωμένων στην εφαρμογή μέτρων αποκατάστασης στα διάφορα οικοσυστήματα: χερσαία, παράκτια και γλυκά νερά, θαλάσσια ενδιαιτήματα, ποτάμια και αλλουβιακές πεδιάδες, αστικά, γεωργικά και δασικά οικοσυστήματα, αλλά και σε επικονιαστές.
Αυτοί οι στόχοι αποκατάστασης συνοδεύονται από ενδιάμεσους στόχους για το 2030, το 2040 και το 2050, τόσο ως προς τα μέσα όσο και ως προς τα αποτελέσματα. Έως το 2030, τουλάχιστον το 20% των χερσαίων και θαλάσσιων περιοχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να επωφεληθεί από μέτρα αποκατάστασης, συμπεριλαμβανομένου του 30% των περιοχών χερσαίων και θαλάσσιων οικοτόπων που εκτιμάται ότι βρίσκονται σε κακή κατάσταση.
Ο κανονισμός θέτει επίσης στόχους ‘γνώσης’. Κατά συνέπεια, η κατάσταση όλων των επιφανειών που καλύπτονται από αυτούς τους οικοτόπους πρέπει να είναι γνωστή το αργότερο έως το 2040 (με εξαίρεση τους οικοτόπους με μαλακό βυθό).
Υποχρεώνει επίσης τις χώρες της ΕΕ να αντιστρέψουν έως το 2030 την τάση μείωσης ορισμένων δεικτών της κατάστασης της βιοποικιλότητας, όπως οι πληθυσμοί επικονιαστών, ο δείκτης πεταλούδων λιβαδιών ή οι δείκτες γεωργικών πτηνών και πτηνών του δάσους.
Εθνικά Σχέδια Αποκατάστασης
Μέσω της ανάπτυξης Εθνικών Σχεδίων Αποκατάστασης, τα κράτη μέλη θα πρέπει κυρίως να εγγυηθούν την ανάκτηση οικοτόπων και ειδών που προστατεύονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο από τις οδηγίες περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών[2], και της διατήρησης των φυσικών οικοτόπων[3] καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας αλλά και την ανάκτηση οικοτόπων και θαλάσσιων ειδών πέραν αυτών που ορίζονται στις παρούσες οδηγίες, σε όλες τις περιοχές της Ένωσης και σε περιοχές που δεν εμπίπτουν στο Natura 2000.
Η αποκατάσταση των οικοσυστημάτων και προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή
Η αποκατάσταση των οικοσυστημάτων θεωρείται κρίσιμη για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και τη μείωση των επιπτώσεων των φυσικών καταστροφών, όπως πλημμύρες και ξηρασίες, στο βαθμό που επιτελούν καθοριστικό ρόλο στην απορρόφηση διοξειδίου του άνθρακα (CO2) και στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας έναντι των κλιματικών επιπτώσεων.
Η αποκατάσταση αυτών των οικοσυστημάτων βελτιώνει την ικανότητά τους να αποθηκεύουν άνθρακα, συμβάλλοντας στην επίτευξη των στόχων της ΕΕ για τη μείωση των εκπομπών. Η αποκατάσταση παράκτιων οικοσυστημάτων και υγροτόπων μπορεί να μειώσει τις επιπτώσεις της ανόδου της στάθμης της θάλασσας, των πλημμυρών και των καταιγίδων, καθώς τα υγιή οικοσυστήματα μπορούν να λειτουργούν ως φυσικά φράγματα. Η αύξηση της βλάστησης σε αστικές περιοχές μέσω της αποκατάστασης πράσινων χώρων συμβάλλει στη μείωση του φαινομένου των αστικών θερμικών νησίδων, που επιδεινώνεται από την κλιματική αλλαγή.
Η κλιματική αλλαγή αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες απειλές για τη βιοποικιλότητα. Η αποκατάσταση των οικοσυστημάτων βελτιώνει την ανθεκτικότητα των ειδών και των οικοτόπων στις κλιματικές αλλαγές. Η αύξηση της βιοποικιλότητας σε οικοσυστήματα καθιστά τα συστήματα πιο ανθεκτικά σε κλιματικές διαταραχές (όπως ξηρασίες ή ακραία καιρικά φαινόμενα), ενισχύοντας τη δυνατότητά τους να διατηρούν τις οικοσυστημικές υπηρεσίες που παρέχουν (όπως τον έλεγχο πλημμυρών ή την προστασία από διάβρωση).
Ο κανονισμός προωθεί τις φυσικές λύσεις (nature-based solutions), όπως η αποκατάσταση δασών και υγροτόπων, που αποτελούν οικονομικές και βιώσιμες πρακτικές για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Σε αυτό το πλαίσιο, θεσμοθετεί την φύτευση τριών δισεκατομμυρίων επιπλέον δέντρων μέχρι το 2030 σε επίπεδο Ένωσης ενώ συμβάλλει στην βιώσιμη δάσωση, αναδάσωση και αύξηση του αστικού χώρου πρασίνου. Τέτοιες λύσεις μειώνουν την ανάγκη για δαπανηρές ανθρωπογενείς υποδομές και αυξάνουν τη φυσική ανθεκτικότητα των περιοχών στις ακραίες κλιματικές συνθήκες.
Συνοπτικά, η αποκατάσταση της φύσης μέσω του κανονισμού αυτού όχι μόνο συμβάλλει στη μείωση των εκπομπών και στην απορρόφηση του άνθρακα, αλλά επίσης ενισχύει την προσαρμογή της Ευρώπης στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Συνέργειες με άλλες συναφείς στρατηγικές και οδηγίες
Ο κανονισμός για την Αποκατάσταση της Φύσης συνδέεται επίσης με άλλες στρατηγικές της ΕΕ, όπως η στρατηγική στρατηγική για την προστασία και την αποκατάσταση των δασών[4], προωθώντας μια ολοκληρωμένη προσέγγιση στην προστασία και αποκατάσταση των φυσικών πόρων και της βιοποικιλότητας.
Η οδηγία για τα πτηνά είναι το πρώτο νομοθετικό εργαλείο της ΕΕ για την προστασία της άγριας ζωής και στοχεύει στην προστασία όλων των φυσικών ειδών πτηνών που ζουν ελεύθερα στην Ευρώπη, καθώς και των οικοτόπων τους. Η οδηγία επιβάλλει στα κράτη μέλη να προστατεύουν τόσο τα άγρια πτηνά όσο και τα ενδιαιτήματά τους. Η οδηγία προωθεί την ίδρυση Ειδικών Ζωνών Προστασίας (ΕΖΠ), που συνδέονται επίσης με το δίκτυο Natura 2000.
Η οδηγία για τους Οικότοπους αποσκοπεί στη διατήρηση της βιοποικιλότητας στην Ευρώπη μέσω της διατήρησης συγκεκριμένων τύπων οικοτόπων και ειδών ζωής που απειλούνται ή είναι σημαντικά. Προβλέπει τη δημιουργία του δικτύου Natura 2000, το οποίο αποτελείται από προστατευόμενες περιοχές σε όλη την Ευρώπη, με σκοπό τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων και των ειδών που προστατεύονται από την οδηγία. Θέτει υποχρεώσεις στα κράτη-μέλη για τη διατήρηση ορισμένων ειδών και τύπων οικοτόπων που θεωρούνται κρίσιμα για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας.
Παρότι οι δύο ανωτέρω οδηγίες έχουν ως κύριο στόχο τη διατήρηση της φύσης, και να αποτρέψουν την περαιτέρω υποβάθμιση των προστατευόμενων περιοχών και ειδών, ο κανονισμός για την Αποκατάσταση της Φύσης επικεντρώνεται στην αποκατάσταση υποβαθμισμένων οικοσυστημάτων και οικοτόπων, προσφέροντας μια πιο ενεργή προσέγγιση συμπεριλαμβανομένων αυτών που βρίσκονται εκτός προστατευόμενων περιοχών Natura 2000.
Η οδηγία για τους οικοτόπους και η οδηγία για τα πτηνά είναι δύο από τα βασικά νομοθετικά εργαλεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προστασία της βιοποικιλότητας και αποτελούν ένα συνεκτικό πλαίσιο μαζί με τον κανονισμό για την Αποκατάσταση της Φύσης.
Ο κανονισμός για την Αποκατάσταση της Φύσης παρόλο που δεν αφορά άμεσα τη χωροταξία, έχει σημαντικές επιπτώσεις στον χωροταξικό σχεδιασμό, καθώς προβλέπει την αποκατάσταση φυσικών οικοσυστημάτων σε συγκεκριμένες περιοχές και τονίζει τη σημασία της αειφορίας στη χρήση γης. Αν και δεν επεμβαίνει άμεσα στις αρμοδιότητες των κρατών μελών για τη διαχείριση και χρήση γης, οι εθνικές στρατηγικές αποκατάστασης που απαιτεί να αναπτυχθούν μπορούν να επηρεάσουν τον σχεδιασμό υποδομών, τη διάταξη αστικών περιοχών, καθώς και τη διαχείριση αγροτικών και φυσικών χώρων.
Περιοχές προστασίας (όπως οι περιοχές του δικτύου Natura 2000) θα πρέπει να αποκατασταθούν, κάτι που θα επηρεάσει τις αποφάσεις για την ανάπτυξη και τη χρήση γης στις συγκεκριμένες ζώνες. Η υποχρέωση για την αποκατάσταση αστικών οικοσυστημάτων μπορεί να οδηγήσει σε επανεξέταση του σχεδιασμού πόλεων, με στόχο την αύξηση των πράσινων χώρων, κάτι που επηρεάζει τον χωροταξικό σχεδιασμό. Σε γενικές γραμμές, ο κανονισμός συμπληρώνει τη χωροταξική πολιτική των κρατών μελών, προωθώντας την ενσωμάτωση περιβαλλοντικών και κλιματικών κριτηρίων στον τρόπο που σχεδιάζεται και διαχειρίζεται η γη.
Ο κανονισμός αναφέρεται ρητά στις ενέργεια και τις ανανεώσιμες πηγές ενεργείας όπου ο σχεδιασμός, η κατασκευή και η λειτουργία εγκαταστάσεων παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, καθώς και η σύνδεσή τους με το δίκτυο, το ίδιο το σχετικό δίκτυο και οι μονάδες αποθήκευσης θεωρείται ότι εξυπηρετούν υπέρτερο δημόσιο συμφέρον. Τα κράτη-μέλη μπορούν να τα απαλλάσσουν από την απαίτηση να μην υπάρχουν λιγότερο επιζήμιες εναλλακτικές λύσεις υπό τον όρο ότι:
α) έχει διενεργηθεί στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στην οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (44)· ή
β) έχουν υποβληθεί σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στην οδηγία 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Ωστόσο τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν, σε δεόντως αιτιολογημένες και ειδικές περιστάσεις τα παραπάνω σε ορισμένα τμήματα της επικράτειάς τους, καθώς και σε ορισμένους τύπους τεχνολογιών ή σε έργα με ορισμένα τεχνικά χαρακτηριστικά σύμφωνα με τις προτεραιότητες που καθορίζονται στα ενοποιημένα εθνικά τους σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα κατά τα οριζόμενα στον κανονισμό.
Επόμενα βήματα
Τα κράτη μέλη οφείλουν να αναπτύξουν εθνικά σχέδια αποκατάστασης και να καθορίσουν τα μέτρα αποκατάστασης που απαιτούνται για την επίτευξη των δεσμευτικών στόχων που ορίζονται στον κανονισμό και να προσδιορίσουν τη συνολική έκταση που πρέπει να αποκατασταθεί, καθώς και σχετικό χρονοδιάγραμμα. Τα σχέδια αποκατάστασης θα πρέπει να καλύπτουν την περίοδο έως το 2050. Τα μέτρα θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν με άλλες σχετικές νομοθετικές πράξεις, όπως με τους κανόνες για την προστασία της φύσης, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τη γεωργία.
H νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή από τον Νοέμβριο 2024 έχει ήδη θέσει συγκεκριμένους στόχους για να ενδυναμωθεί περεταίρω η προστασία της βιοποικιλότητας και του νερού.[5]
[1] REGULATION (EU) 2024/1991 OF THE EUROPEAN PARLIAMENT AND OF THE COUNCIL of 24 June 2024 on nature restoration and amending Regulation (EU) 2022/869
[2] Οδηγία της 2ας Απριλίου 1979 περί της διατηρήσεως των άγριων πτηνών (79/409/ΕΟΚ)
[3] Οδηγία 92/43/EOK της 21ης Μαΐου 1992 για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας
[4] https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/el/ip_21_3723
[5] https://commission.europa.eu/document/download/10a1fd18-2f1b-4363-828e bb72851ffce1_en?filename=Mission%20letter%20-%20ROSWALL.pdf