Με τον Ν. 4224/2013 θεσπίστηκε ο Κώδικας Δεοντολογίας, που σκοπό έχει τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης μεταξύ πιστωτικού ιδρύματος και δανειολήπτη και την εξέταση της δυνατότητας οικονομικής εξυπηρέτησης των πιστωτικών οφειλών. Ως κατευθυντήρια γραμμή, για τον προσδιορισμό της ικανότητας ανταπόκρισης, προκρίνεται ο συνδυασμός της τρέχουσας και της μελλοντικά εκτιμώμενης οικονομικής και προσωπικής κατάστασης του δανειολήπτη, η οποία τελεί σε συνάρτηση και με τη διασφάλιση της ικανοποίησης των «ευλόγων δαπανών διαβίωσης», ενός ελάχιστου δηλαδή αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου.
Με τον Κώδικα θεσπίζονται οι γενικές αρχές συμπεριφοράς και υιοθετούνται βέλτιστες πρακτικές, οι οποίες έχουν ως στόχο την ενίσχυση του κλίματος εμπιστοσύνης, την αμοιβαία δέσμευση και την ανταλλαγή μεταξύ δανειολήπτη και ιδρύματος της αναγκαίας πληροφόρησης, προκειμένου κάθε πλευρά να είναι σε θέση, να σταθμίσει τα οφέλη ή τις συνέπειες εναλλακτικών λύσεων εξυπηρέτησης (λύσεις ρύθμισης) ή οριστικού διακανονισμού (λύσεις οριστικής διευθέτησης) των δανείων σε καθυστέρηση, των οποίων η σύμβαση δεν έχει καταγγελθεί με τελικό σκοπό, την επιλογή της καταλληλότερης, κατά περίπτωση, λύσης. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει παράσχει με την ΠΕΕ 42/30.05.2014 κατευθυντήριες γραμμές στα εποπτευόμενα από αυτή πιστωτικά ιδρύματα για το σχεδιασμό και αξιολόγηση βιώσιμων τύπων ρύθμισης, σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την τρέχουσα και την, επί τη βάσει συντηρητικών και αξιόπιστων παραδοχών, εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής κάθε δανειολήπτη φυσικού ή νομικού προσώπου μέχρι το πέρας του νέου προγράμματος αποπληρωμής, ώστε η ρύθμιση να μη χρησιμοποιείται, για να συγκαλύψει απλώς τα πραγματικά επίπεδα κινδύνων των συγκεκριμένων ανοιγμάτων, οδηγώντας έτσι στην μεγαλύτερη υπερχρέωση του δανειολήπτη και αυξάνοντας τις πιθανές ζημίες για την τράπεζα. Για το λόγο αυτό ως «κατάλληλη λύση», για τους σκοπούς του Κώδικα, θεωρείται εκείνη που διασφαλίζει τη συμμόρφωση της τράπεζας με τις εποπτικές της υποχρεώσεις, λαμβάνοντας όμως παράλληλα υπόψη, το επίπεδο «εύλογων δαπανών διαβίωσης» του δανειολήπτη, εφόσον είναι φυσικό πρόσωπο. Εάν παρά που αμφότερες οι συνθήκες τηρούνται, τα μέρη δεν συμφωνήσουν τελικώς σε κοινά αποδεκτή λύση, τότε η διαφωνία τους, μπορεί να επιλύεται εξωδικαστικά μέσω του Συνηγόρου του Καταναλωτή ή άλλων φορέων με αντικείμενο τη διαμεσολάβηση ή από τα αρμόδια δικαστήρια.
Η σύντομη πρακτική ωστόσο έχει καταδείξει τη στάση και τη διάθεση που έχει το σύνολο του πιστωτικού συστήματος απέναντι στην εφαρμογή του Κώδικα Δεοντολογίας. Το νομοθέτημα, αντί να χρησιμοποιηθεί ως ένα ουσιαστικό εργαλείο εξωδικαστικής επίλυσης των καθυστερούμενων οφειλών έχει μετατραπεί σε έναν καταχρηστικό μοχλό πίεσης για λογαριασμό των πιστωτικών ιδρυμάτων. Τα τελευταία παρουσιάζουν τη δυνατότητα ρύθμισης των δανείων στα πλαίσια του Κώδικα ως μοναδική και αποκλειστική οδό, και μάλιστα με προτάσεις οι οποίες δεν λαμβάνουν υπόψη τις πραγματικές δυνατότητες αποπληρωμής των οφειλετών και χωρίς να εξαντλούν τις ευχέρειες ρύθμισης των οφειλών. Αποτέλεσμα της πρακτικής αυτής είναι οι προτεινόμενες ρυθμίσεις να είναι απολύτως ασύμφορες για τους οφειλέτες, όπως πρόσκαιρη ρύθμιση μέρους της οφειλής και μεγάλη χρονική επιμήκυνση με νέα επικείμενη ρύθμιση αποκλειστικής επιλογής του τραπεζικού ιδρύματος, ενώ τους αποκρύπτεται ηθελημένα η δυνατότητα και δικαστικής ρύθμισης, που εξακολουθεί να υπάρχει. Η απόκρυψη της διαζευκτικής έκθεσης των ανωτέρω δυνατοτήτων (εξωδικαστική – δικαστική) επίλυση συνδυαζόμενη και με το γενικότερο κλίμα εκφοβισμού και επαπειλούμενων κατασχέσεων έχει οδηγήσει αρκετούς δανειολήπτες στη συνομολόγηση ρυθμίσεων, που βρίσκονται εκτός των οικονομικών δυνάμεών τους.
Οι παραπάνω πρακτικές είναι μόνο μερικά παραδείγματα της καταχρηστικής συμπεριφοράς των πιστωτικών ιδρυμάτων, που έχουν οδηγήσει στην πράξη σε πλημμελή εφαρμογή του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών από τα πιστωτικά ιδρύματα και σε ευθεία καταστρατήγησή του.
Για τους παραπάνω λόγους, καλούμε την Ελληνική Πολιτεία, να προβεί στις αναγκαίες νομοθετικές παρεμβάσεις, ώστε η εφαρμογή του Κώδικα Δεοντολογίας να διασφαλίζει, ότι η ρύθμιση των οφειλών των δανειοληπτών θα γίνεται μέσα στο πνεύμα του νόμου και θα αποτρέπονται οι καταχρηστικές συμπεριφορές των τραπεζικών ιδρυμάτων.
Για καταγγελίες ή περισσότερες πληροφορίες, ας απευθυνθούμε στο ΚΕ.Π.ΚΑ., τηλ. 2461042282, ώρες 09:30 – 12:30.