Σιχαίνομαι τους “ισαποστάκηδες”. Όσους βάζουν στο ίδιο σακί θύτες και θύματα. Εκείνους που βομβαρδίζουν σπίτια και σκοτώνουν αμάχους με εκείνους που χάνουν τις ζωές τους σακατεύονται, ή οδηγούνται σε αναγκαστικό ξενιτεμό. Είτε αυτό συμβαίνει σήμερα στην Ουκρανία, είτε συνέβαινε προηγουμένως σε Κουβέιτ, Ιράκ, Λιβύη, Υεμένη, Γιουγκοσλαβία. Μένω, πάντα, εναντίον εκείνων που βομβαρδίζουν. Που κλείνουν τις ανείπωτες ανθρώπινες τραγωδίες στον ιταμό χαρακτηρισμό “παράπλευρες απώλειες”.
Μόνο σε μια περίπτωση τηρούσα και τηρώ “ίσες αποστάσεις”: Απέναντι στις μανάδες των θυμάτων. Ένθεν κακείθεν. Συμμερίζομαι εξίσου τον πόνο κάθε μάνας που χάνει το παιδί της σε έναν πόλεμο. Γιατί τα φέρετρα με τα πτώματα δεν έχουν άλλη οσμή των επιτιθέμενων και άλλη των αμυνομένων για τις μανάδες τους. Και καθώς η παγκόσμια “Γιορτή της Γυναίκας” σημαδεύεται σήμερα από τον πόνο πολλών χιλιάδων μανάδων, που χάνουν τα βλαστάρια τους από έναν παράλογο πόλεμο των “στρατόκαυλων” που κυριαρχούν στην Μόσχα, καταθέτω ευλαβικώς, ως απότιση φόρου τιμής, σε όλες τις μανάδες των θυμάτων, ένα απόσπασμα από το βιβλίο μου “Γυναικείες Ιστορίες”, που τώρα παρουσιάζεται και στο θέατρο:
Έλεγε στην προσευχή της: «Παναγία μου βάλε το χέρι σου να έρθει στα πράματα εκείνο το έρμο το κόμμα μας, μπας και γυρίσουν τα παιδάκια μου και όλων των μανάδων τα παιδάκια», αλλά αυτό ήταν ως εκεί. Μια προσωπική της επικοινωνία με την Παναγία, πού δεν πήγαινε πέρα από τον καημό να ξαναδεί τα παιδάκια της. …Την πείραξα κάποτε: «Τι την έκανες την Παναγία, του κόμματος;». Μου έριξε το συνηθισμένο «άει, αντίχριστε», και προσπάθησε να μου δώσει να καταλάβω: «Σερνικός είσαι και δε νογάς. Μάνα είναι βρε και η Παναγία. Μάνα χαροκαμένη και βασανισμένη σαν και μένα. Πού της πήραν κι αυτηνής το γιόκα της το μονάκριβο και τόνε σταυρώσανε».
Την έκλαιγε πολύ αυτή την άλλη μάνα. Ιδίως τη μεγάλη εβδομάδα, όταν την πήγαινα στο Σινέ-Ρίο να δει «του Χριστού τα πάθια». Στα οποία συμμετείχε ολόψυχα. Κάθε τόσο μαδούσε το μάγουλο της με τα νύχια της. Όχι για Εκείνον, αλλά για τη Μάνα Του. «Αχ έρμη μάνα, τι σου ‘μελλε να περάσεις δόλια μου» έλεγε δυνατά κι εγώ ήθελα να χωθώ κάτω από το κάθισμα μου.
Με αυτό το πνεύμα ανδρώθηκα. Και αυτό διέπει και τώρα τη στάση μου