«Νυχτερινή Μπουγάδα» ο τίτλος της πρώτης της ποιητικής συλλογής
Η Αλεξάνδρα Μπίκα μοιάζει να ισορροπεί ανάμεσα σε δύο κόσμους: εκείνον της λογικής και των νόμων και τον άλλον, τον εύθραυστο και γεμάτο φως, της ποίησης. Μια νέα γυναίκα, δικηγόρος στο Λουξεμβούργο, με τη σκέψη ριζωμένη στην Ελλάδα και την καρδιά της να αντηχεί στίχους που μιλούν για την απώλεια και την ελπίδα. Η πρώτη της ποιητική συλλογή, «Νυχτερινή Μπουγάδα», είναι μια ωδή στην εσωτερική αναζήτηση και στην πορεία από το σκοτάδι προς το φως.
Η ποίηση, για την Αλεξάνδρα, δεν είναι κάτι που επιδιώκει αλλά είναι κάτι που την κατακτά. «Η ποίησή μου βγαίνει αβίαστα», λέει. «Δεν πασχίζω. Μέσα από την ξενιτιά, την απόσταση από την οικογένεια, τη μελαγχολία μιας χώρας συννεφιασμένης, γεννιέται η έμπνευση». Η συλλογή της πραγματεύεται την απώλεια, την έλλειψη και τη μοναξιά, τον έρωτα, την ζωή και την ελπίδα σαν ένας καθρέφτης της δικής της διαδρομής από την Κοζάνη στο Λουξεμβούργο, όπου ζει και εργάζεται τα τελευταία τρισημιση χρόνια.
Η απόσταση, η αποκοπή από τα οικεία, η μοναξιά σε μια ξένη χώρα, όλα αυτά γίνονται πυρήνας έμπνευσης. «Ζώντας μακριά από την οικογένεια και τους φίλους, η ξενιτιά γίνεται απώλεια», αναφέρει. Κι όμως, μέσα από τις δυσκολίες, ξεπηδά η δημιουργία. «Η ποιητική συλλογή πραγματεύεται την έλλειψη, την απώλεια κάθε είδους. Ακόμα και η φυγή από τη χώρα είναι μια μορφή απώλειας».
Η συγγραφή ήταν πάντα παρούσα στη ζωή της. Από παιδί έγραφε σκέψεις, συναισθήματα, λέξεις που έβγαιναν αυθόρμητα. Ωστόσο, η καραντίνα στάθηκε καταλυτική. «Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, κοίταξα κατάματα την εσωτερική μου φωνή και το πήρα στα σοβαρά», λέει με ειλικρίνεια. Έτσι, τα ποιήματα πήραν μορφή, καταγράφοντας συναισθήματα, εμπειρίες και σκέψεις που αποκτούσαν ρυθμό και νόημα.
Η πρώτη ποιητική συλλογή ολοκληρώθηκε στο Λουξεμβούργο, κλείνοντας έναν κύκλο δημιουργίας που ξεκίνησε στην Ελλάδα. «Τα περισσότερα ποιήματα γράφτηκαν στην Ελλάδα, αλλά η συλλογή ολοκληρώθηκε εδώ, στο Λουξεμβούργο, με το τελευταίο ποίημα να αποτυπώνει τη μελαγχολία της ξενιτιάς».
Η Αλεξάνδρα δεν σταματά εδώ. Το δεύτερο βιβλίο της είναι ήδη έτοιμο, προϊόν της αυτοπεποίθησης που της έδωσε η πρώτη έκδοση. «Η εμπειρία του πρώτου βιβλίου με ώθησε να συνεχίσω. Μέσα σε έναν χρόνο έγραψα τη δεύτερη συλλογή. Το γράψιμο έγινε τρόπος ύπαρξης».
Η ποιητική της ματιά είναι ιδιαίτερη. «Τα ποιήματά μου έχουν χρώμα – μοβ, κυανό, σαν τον έναστρο ουρανό. Η νύχτα είναι το σκηνικό όπου οι σκέψεις αντηχούν πιο καθαρά». Με τη «Νυχτερινή Μπουγάδα», η Αλεξάνδρα δημιουργεί ένα ταξίδι συναισθημάτων, ένα πέρασμα από τη μοναξιά στη λύτρωση.
Η ποίηση γίνεται για εκείνη μέσο έκφρασης, διέξοδος από τη στατικότητα της νομικής. «Ο νόμος είναι κάτι συμπαγές, περιοριστικό. Η ποίηση είναι το αντίθετο – μια ελευθερία σκέψης, μια απελευθέρωση». Οι δύο αυτοί κόσμοι, αν και διαφορετικοί, συνυπάρχουν και αλληλοσυμπληρώνονται στη ζωή της.
Τα ποιήματά της δεν είναι μόνο προσωπικές εξομολογήσεις. «Είναι ένα κομμάτι μου, αλλά και κάτι περισσότερο – μια πρόσκληση σε όλους να δουν μέσα από τα ποιήματα κομμάτια του εαυτού τους», εξηγεί. Η γραφή της μιλά για τη μοναξιά, τις διαψεύσεις, τις απογοητεύσεις, αλλά και για την πίστη στο θαύμα, την ελπίδα που πάντα ανατέλλει.
Μέσα στην ηρεμία της νύχτας, όταν οι σκέψεις αντηχούν πιο καθαρά, η Αλεξάνδρα βρίσκει τον εαυτό της. «Τα ποιήματά μου έχουν το χρώμα του κυανού ουρανού, του μοβ, σαν τη νύχτα του Βαν Γκογκ. Η νύχτα είναι εκείνη που αφουγκράζεται τα συναισθήματα, τότε που οι σκιές της ψυχής αποκτούν σχήμα και φως», αναφέρει με μια αδιόρατη μελαγχολία.
Η ποίηση, όμως, δεν είναι ξένη στην καθημερινότητά της. «Ο νόμος, στατικός και αυστηρός, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ελευθερία της γραφής», εξομολογείται. Κι όμως, οι δύο αυτοί κόσμοι δεν αντιμάχονται. Αντίθετα, συνυπάρχουν, δημιουργώντας μια αρμονία που την καθορίζει. Η γραφή γίνεται η ανάσα της, η απελευθέρωση από τη λογική που τη δεσμεύει επαγγελματικά.
Η έμπνευσή της ανθίζει μέσα στις αντιφάσεις. Η μοναξιά, οι διαψεύσεις και οι απογοητεύσεις, αλλά και η αδιάκοπη πίστη στο θαύμα της ελπίδας, διαμορφώνουν τα ποιήματά της. «Η απώλεια δεν είναι μόνο ανθρώπινη. Είναι και η απόσταση, η ξενιτιά, η αποκοπή από όσα αγαπάς», εξηγεί. Κι όμως, πίσω από τις λέξεις, υπάρχει πάντα το φως, σαν ένα παράθυρο που αφήνει να μπει η πρώτη ακτίνα της αυγής.
Η συλλογή της Αλεξάνδρας είναι βιωματική. «Διαβάζοντάς την, θα με γνωρίσετε», λέει. «Είναι τα βιώματά μου, αλλά και κάτι περισσότερο: μια πρόσκληση σε όλους να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους μέσα στις λέξεις». Με την ειλικρίνεια και την ευαισθησία που τη χαρακτηρίζει, καλεί τους αναγνώστες να κάνουν το ταξίδι μαζί της, να περάσουν από την οδύνη στη λύτρωση.
Η Αλεξάνδρα Μπίκα δεν είναι μόνο μια δικηγόρος που ζει στο Λουξεμβούργο. Είναι μια νέα ποιήτρια που, μέσα από την απώλεια, ανακαλύπτει την ομορφιά της ανθρώπινης ψυχής. Και όπως η «Οδύσσεια» της συλλογής της, η ζωή της είναι ένα ταξίδι προς το φως – μια πορεία όπου η ευαισθησία γίνεται δύναμη και η μοναξιά μετουσιώνεται σε δημιουργία.
Μέσα στη νύχτα των σκέψεων και των συναισθημάτων, η Αλεξάνδρα Μπίκα ψιθυρίζει ποιήματα που γεννήθηκαν από το σκοτάδι και άνθισαν στο φως. Και μέσα από αυτά, μας καλεί να ανακαλύψουμε τη δική μας ποίηση, τη δική μας ελπίδα.
Σωκράτης Μουτίδης – www.xronos-kozanis.gr