Δύο εξαιρετικές παρουσιάσεις είχαμε την χαρά να ακούσουμε το Σαββατοκύριακο που πέρασε στη σειρά συναυλιών «30 καρέκλες» που δεν είναι τίποτα άλλο παρά 30 κυριολεκτικές καρέκλες και ένα πιάνο σε ένα γραφείο, προσβάσιμες σε όποιον τις θέλει για να καθίσει και να ακούσει ή για όποιον πρέπει να τις αντιμετωπίσει από σκηνής. Φιλοδοξία αυτή της απλής χωροθεσίας είναι να φιλοξενηθούν και να συστήνουν διαρκείς «συμμορίες» οι καλλιτέχνες και οι φιλότεχνοι. Δεν υπάρχουν όροι στοχοθεσίας σε αυτήν την υπόθεση, μόνο φαντασία και περιεχόμενο – οι καλλιτέχνες προσέρχονται και προσκαλούν, οι ακροατές συναινούν να τους ακούσουν και τα υπόλοιπα παίρνουν τον δρόμο τους χωρίς παρεμβάσεις κερδοσκοπίας, καιροσκοπίας και ωροσκοπίας. Υπάρχει τίμημα εισόδου γιατί πρέπουν τιμές εκατέρωθεν. Όμως υπάρχει κυρίως αξία που υπερβαίνει κατά πολύ το αντίτιμο και το καθιστά συμβολικό. Όταν και όποτε (μπορεί σύντομα, μπορεί πολύ αργότερα) οι ουσιαστικοί λόγοι εκλείψουν, οι καρέκλες θα μαζευτούν. Μέχρι τότε θα έχουμε ακούσει όσα είναι να ακουστούν και αυτό είναι το μόνο κέρδος, όφελος και «αναπτυξιακό όραμα» που καραμελίζουν και οι αειθαλείς υφεσιοδόμοι μας.
Το Σάββατο λοιπόν το βράδυ ο Στάθης Άννινος, προσκεκλημένος ήδη από το Δη.Πε.Θε. και το Δημοτικό Ωδείο Κοζάνης για μια παράσταση κι ένα σεμινάριο, ολοκλήρωσε την εδώ συνδρομή του με μια σχεδιαστική μουσική στο πιάνο. Ο Άννινος αφήνει τη μουσική ελεύθερη και η μουσική του ανταποδίδει ελευθερίες. Ο καμβάς του είναι ένα θεματικό pastiche με αναφορές όπου ηχητικής γης, από τους Nirvana και τους Pink Floyd μέχρι τον Χατζιδάκι και τον Satie, από τον Richard Rodgers και τον Victor Young μέχρι τον Rimsky-Korsakov και την λαϊκή παράδοση. Το πινέλο όμως δεν είναι βιομηχανικό αλλά ιδιόχειρη γραφίδα αυθεντικών κινήσεων του δημιουργού Άννινου, επεξεργασμένων στους καιρούς της πολύχρονης μελέτης και φτιαγμένων στις εύθραυστες γραμμές της στιγμιαίας απόφασης, της επανάληψης και επαναπρόσληψης, της χαμένης τέχνης των παραλλαγών.
Το αριστερό χέρι του Άννινου είναι ακούραστο υφαντό και διανύει την συνολική πληθώρα των ρέτζιστρων και ηχοχρωμάτων, το δεξί του κυριαρχεί με στίξεις, αντιστίξεις, μανιέρες και κάθε λογής contour από τον ψίθυρο έως το ηφαίστειο. Στην επαφή τους γίνονται ένα αρμονικό πεντάλ και – αν και φαίνεται παράδοξο – προκύπτει μια τεχνοτροπία που θυμίζει πολύ τους πιανίστες παλαιότερων εποχών που προσέγγιζαν το κλαβιέ όχι ως πληκτρολόγιο για δακτυλογράφηση απομιμήσεων ή νεολογισμών, αλλά ως προέκταση μιας συγκροτημένης σκέψης με όρια, οριοθετήσεις, περιορισμούς, υπερβάσεις ορίων και δραματική διακύμανση. Το αποτέλεσμα είναι κάτι υπερκείμενο επιθετικών προσδιορισμών και συγκροτούμενο στο ουσιαστικό του: η μουσική. Και αυτό είναι – ειδικά στους καιρούς μας – σπάνιο αποτέλεσμα που λείπει πολύ. Μένει ένα μεγάλο αίτημα, ίσως και περιττό: η αποσαφήνιση του τελικού, δομημένου έργου τέχνης και είναι μάλλον ορατή η εγγύηση της ικανοποίησης του αιτήματος στο μέλλον. Στο τέλος του προγράμματός του, ο έξοχος πιανίστας συνέπραξε και με τον επόμενο καλλιτέχνη του διημέρου Βασίλη Κουτσονάνο σε μια αναφορά-σκυτάλη στον Charlie Haden.
Με αυτήν την γέφυρα στο νου, ο Βασίλης Κουτσονάνος, μόνος αλλά όχι ασυντρόφευτος, διήνυσε μετά από 24 ώρες μια κατάφυτη μουσική διαδρομή στο κόντρα-μπάσο. Η πόλη μας δικαίως καυχάται κλιμάκιο μαϊστόρων του βαθύφωνου εγχόρδου με άξιες και διάσημες σταδιοδρομίες, αλλά δεν είναι άδικο να επαινέσουμε πολύ ξεχωριστά τον Κουτσονάνο, καθώς αντιμετωπίζει το μουσικό του όργανο ως μέσον για κάτι πολύ πιο μεγάλο από τον ίδιο και τις χορδές του, κάτι που ξεπερνά το στυλιζάρισμα, την βιογραφική νευρικότητα και την αναφορικότητα της ετεροπροσωπίας.
Η πολυσχιδής μουσικότητά του γίνεται εμφανής χωρίς να επιβάλλεται προφανής. Σαν εγκλωβισμένος τσελίστας δίνει λυρικά χρώματα άνευ επιτήδευσης σε περιοχές που συνηθίζονται και εθίζονται συνοδευτικές. Σαν λαουτιέρης του υπερμεγέθους εναρμονίζει τις άταστες συχνότητες με ακρίβεια μικροτόνου. Σαν του ρυθμού τεχνίτης απορρίπτει τις ανάγκες των κρουστών παλμών και δίνει οργανικές ροές στις πιο δεμένες νότες. Σαν ρήτορας μιλά με αρχή, μέση και τέλος και πείθει τις αρμονίες που υπαινίσσεται. Σαν ποιητής αναρωτάται για αλήθειες κι άλλες δίψες. Σαν μουσικός ακούει τις παύσεις και τους ήχους στις ίδιες σημασίες και αξίες. Αυτό το τελευταίο κυρίως, την πιο γερή ασπίδα στις φλυαρίες, το βαστάει Ομηρικά και παντοιοτρόπως με όλους τους σεβασμούς των ήχων, νυκτούς, τοξωτούς, κρουστούς. Και τελικά, σαν απόλυτος κοντραμπασίστας ανοίγει την παλέτα των απόκρυφων του οργάνου του, το απαγκιστρώνει από την τρίσβαθη εικονογραφία του και το προσφέρει στην πλήρη διάθεση της μουσικής, ξεπερνώντας την λειτουργική χροιά του. Διαμηνύω πεπεισμένος πως αν τον άκουγε ο Bottesini θα τον αναγνώριζε ως ομότεχνο και ισότεχνό του. Εμείς τον γνωρίζουμε ως καλότεχνο, καλλιτέχνη, τεχνολόγο του κάλλους. Είναι ιδιαίτερος.
Το πρόγραμμα που προσέφερε συμπεριείχε ελεύθερες επεξεργασίες θεμάτων των Ornette Coleman, John Coltrane, Frank Churchill, Paul McCartney, Joseph Kosma, Johnny Green, αλλά και του ιδίου. Ιδιαίτερη στιγμή όταν κλήθηκε με δίκαιες τιμές παλαιού και διαχρονικού ινδάλματος ο πάντα ετοιμοπόλεμος Γιώργος Τζούκας, διευθυντής του Δημοτικού Ωδείου, να συμπράξει σε ένα ντουέτο δύο γενεών, δύο τρόπων, δύο οργάνων αλλά μίας σφιχτής μουσικής. Ο Βασίλης Κουτσονάνος έκλεισε πράττοντας αυτό που πράττουν όλοι οι ευγενείς μουσικοί: σταμάτησε να παίζει την κατάλληλη στιγμή, εκείνη που οι γοητευμένοι ακροατές θέλουν ακόμη κάτι – είναι άδικο να κλέβεις από κάποιον την προσμονή.
Οι 30 καρέκλες θα συνεχίσουν τους επόμενους μήνες να στέκουν μπροστά στον κοινό καθαγιασμένο χώρο των ζωντανών ήχων και να ντύνονται τις θάλασσες των καλλιτεχνών τους. Είναι αυτός ένας χώρος τελετών, φτωχός, ασήμαντος και πρόχειρος, αλλά είναι ζωντανός. Ομολογώ ότι σκεφτόμουν την Παρασκευή, όπως και κάθε Παρασκευή, «πώς έμπλεξα πάλι έτσι, να τρέχω για να εξυπηρετώ τις ανάγκες άλλων και για ποιον λόγο;» Μετά έπαιξε πιάνο ο Άννινος και κόντραμπάσο ο Κουτσονάνος και πείστηκα αβίαστα: «πόσο καλή ιδέα αυτές οι 30 καρέκλες». Τους ευχαριστώ γιατί ευχαριστούν την μουσική που ευχαριστεί την ζωή μας. Να τους ακούτε, αυτούς και τους επόμενους, είναι ίσως ο μόνος ακριβός και ακριβής λόγος που αξίζουν όλα τα υπόλοιπα της μοιραίας μας Περιπουλάνδης.