Έμφαση στην κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων και στη στήριξη της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας έως το 2030
Την ανάγκη σημαντικής ενίσχυσης της χρηματοδότησης για τη στήριξη της αμυντικής ετοιμότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπογραμμίζει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μέσα από την έκθεση με τίτλο «Ευρωπαϊκή αμυντική ετοιμότητα 2030», που εγκρίθηκε από την Ολομέλεια του Δεκεμβρίου με ευρεία πλειοψηφία.
Η έκθεση, η οποία καταρτίστηκε από την Επιτροπή Ασφάλειας και Άμυνας, αποτυπώνει τις ανάγκες της ΕΕ στον τομέα της άμυνας έως το 2030 και καταθέτει συγκεκριμένες προτάσεις για την άρση των εμποδίων στη χρηματοδότηση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Στόχος είναι η ενίσχυση των υφιστάμενων χρηματοδοτικών εργαλείων, αλλά και η αποτελεσματικότερη κινητοποίηση ιδιωτικών επενδύσεων, σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων υβριδικών και συμβατικών απειλών για την Ένωση.
Οι ευρωβουλευτές χαιρετίζουν τις πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως το σχέδιο «ReArm Europe» και τον Οδικό Χάρτη Αμυντικής Ετοιμότητας 2030, επισημαίνοντας ότι προσφέρουν μεγαλύτερη δημοσιονομική ευελιξία στα κράτη μέλη και δημιουργούν προϋποθέσεις για αύξηση των αμυντικών δαπανών. Παράλληλα, τονίζουν ότι η Ευρωπαϊκή Τεχνολογική και Βιομηχανική Βάση Άμυνας εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρά εμπόδια, ιδίως ως προς την πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό και κεφαλαιακή χρηματοδότηση.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στις νεοφυείς και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις του αμυντικού τομέα, οι οποίες αποτελούν σημαντικό μέρος της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, αλλά δυσκολεύονται περισσότερο από άλλους κλάδους να εξασφαλίσουν πιστώσεις και ίδια κεφάλαια. Οι ευρωβουλευτές αποδίδουν το πρόβλημα, μεταξύ άλλων, στην αστάθεια των δημόσιων διαγωνισμών, στις καθυστερήσεις πληρωμών μεταξύ υπεργολάβων, στον αποκλεισμό αμυντικών δραστηριοτήτων από επενδυτές για λόγους εταιρικής εικόνας, καθώς και στις περιορισμένες δυνατότητες εξόδου στις ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές.
Στο ίδιο πλαίσιο, το Κοινοβούλιο ζητά ενίσχυση της κοινής δράσης μεταξύ των κρατών μελών, με αύξηση των κοινών προμηθειών αμυντικού εξοπλισμού, ώστε να αντιμετωπιστεί ο κατακερματισμός της ευρωπαϊκής αγοράς. Οι μελλοντικές επενδύσεις, όπως επισημαίνεται, θα πρέπει να δίνουν προτεραιότητα στη συνεργασία, τη διαλειτουργικότητα και τις κοινές προμήθειες, καθιστώντας τη συνεργασία σε επίπεδο ΕΕ βασικό κανόνα για τον αμυντικό βιομηχανικό τομέα. Στο πλαίσιο αυτό, τίθενται συγκεκριμένοι ποσοτικοί στόχοι, όπως η επίτευξη τουλάχιστον 40% κοινών προμηθειών έως το 2030 και η αύξηση του ενδοενωσιακού εμπορίου αμυντικών προϊόντων στο 35%.
Η έκθεση αναδεικνύει επίσης τον ρόλο της Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ζητώντας την προσαρμογή της εντολής και των επενδυτικών της κατευθυντήριων γραμμών, ώστε να μπορεί να στηρίζει πιο αποτελεσματικά την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία. Παράλληλα, ενόψει των διαπραγματεύσεων για τον επόμενο μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ, τονίζεται ότι απαιτείται μια ολοκληρωμένη προσέγγιση ασφάλειας με επαρκείς και συντονισμένες επενδύσεις.

Μετά την ψηφοφορία, ο εισηγητής της έκθεσης Christophe Gomart δήλωσε ότι η επίτευξη αξιόπιστης αμυντικής ετοιμότητας έως το 2030 προϋποθέτει τη συνδυαστική αξιοποίηση δημόσιων και ιδιωτικών πόρων. Όπως σημείωσε, το ιδιωτικό κεφάλαιο μπορεί να λειτουργήσει ως πολλαπλασιαστής, επιταχύνοντας την παραγωγή, ενισχύοντας την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία και μειώνοντας την εξάρτηση της Ένωσης από εξωτερικούς προμηθευτές.
Η έκθεση εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με 425 ψήφους υπέρ, 120 κατά και 96 αποχές.









