Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενημέρωσε τον ελληνικό πάροχο ηλεκτρικής ενέργειας Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) σχετικά με την προκαταρκτική της άποψη ότι παραβίασε τους αντιμονοπωλιακούς κανόνες της ΕΕ πωλώντας ηλεκτρική ενέργεια στην ελληνική χονδρική αγορά κάτω του κόστους και αποκλείοντας έτσι τους κύριους ανταγωνιστές της.
Η Επιτροπή διατυπώνει προκαταρκτικές ανησυχίες ότι, μεταξύ του 2013 και του 2019, η ΔΕΗ καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση της στην ελληνική χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας προμηθεύοντας την παραγόμενη στις θερμοηλεκτρικές (λιγνίτη και φυσικού αερίου) μονάδες της ηλεκτρική ενέργεια σε τιμές κάτω του μεταβλητού τους κόστους (δηλ. του κόστους που αυξάνεται ανάλογα με τον όγκο της ηλεκτρικής ενέργειας, την οποία παράγει η ΔΕΗ).
Εάν επιβεβαιωθεί η προκαταρκτική άποψη της Επιτροπής, η συμπεριφορά αυτή θα συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 102 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ»), το οποίο απαγορεύει την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης. Η αποστολή της κοινοποίησης αιτιάσεων δεν προδικάζει το αποτέλεσμα της έρευνας.
Η Εκτελεστική Αντιπρόεδρος κ. Μαργκρέιτε Βέστεϊγιερ, αρμόδια για την Πολιτική Ανταγωνισμού, δήλωσε σχετικά: «Ανησυχούμε ότι η ΔΕΗ ενδέχεται να καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση της πωλώντας σε τιμές κάτω του κόστους στην αγορά χονδρικής για διάστημα μεγαλύτερο των έξι ετών. Η συμπεριφορά της ΔΕΗ μείωσε την ηλεκτρική ενέργεια που παραγόταν από τους περιβαλλοντικά καθαρότερους ανταγωνιστές της παραγωγούς και παρεμπόδισε τον ανταγωνισμό σε επίπεδο λιανικής. Η μείωση της ανταγωνιστικότητας της αγοράς λιανικής σήμαινε ότι αυτές οι χαμηλότερες τιμές χονδρικής δεν μετακυλίονταν στις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές. Κατά συνέπεια οι Έλληνες καταναλωτές ενδεχομένως υφίσταντο υψηλές τιμές λιανικής πώλησης και περισσότερη τοπική ρύπανση.»
Ιστορικό
Τον Μάρτιο του 2021, η Επιτροπή κίνησε επίσημη αντιμονοπωλιακή έρευνα για να αξιολογήσει πιθανή καταχρηστική συμπεριφορά της ΔΕΗ στον τομέα χονδρικής της ελληνικής ηλεκτρικής ενέργειας.
Το άρθρο 102 της ΣΛΕΕ απαγορεύει την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στην αγορά, η οποία μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Η εφαρμογή αυτής της διάταξης ορίζεται στον κανονισμό αριθ. 1/2003, ο οποίος μπορεί να εφαρμοστεί από την Επιτροπή και από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών της ΕΕ.
Η κοινοποίηση αιτιάσεων είναι ένα επίσημο βήμα στις έρευνες της Επιτροπής για ύποπτες παραβιάσεις των αντιμονοπωλιακών κανόνων της ΕΕ. Η Επιτροπή ενημερώνει εγγράφως τα ενδιαφερόμενα μέρη για τις αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν εναντίον τους. Τα μέρη μπορούν στη συνέχεια να εξετάσουν τα έγγραφα του φακέλου έρευνας της Επιτροπής, να απαντήσουν γραπτώς και να ζητήσουν προφορική ακρόαση για να παρουσιάσουν τις απόψεις τους για την υπόθεση ενώπιον εκπροσώπων της Επιτροπής και των εθνικών αρχών ανταγωνισμού.
Εάν η Επιτροπή καταλήξει στο συμπέρασμα, αφού τα μέρη ασκήσουν τα δικαιώματα υπεράσπισής τους, ότι υπάρχουν επαρκή στοιχεία για παράβαση, μπορεί να εκδώσει απόφαση που απαγορεύει τη συμπεριφορά και επιβάλλει πρόστιμο έως και 10% του ετήσιου παγκόσμιου κύκλου εργασιών μιας εταιρείας.
Δεν υπάρχει νομική προθεσμία για την ολοκλήρωση της αντιμονοπωλιακής έρευνας από την Επιτροπή σχετικά με αντιανταγωνιστική συμπεριφορά. Η διάρκεια μιας αντιμονοπωλιακής έρευνας εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, ο βαθμός στον οποίο οι ενδιαφερόμενες εταιρείες συνεργάζονται με την Επιτροπή και η άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης.