Συζητήθηκε η επίκαιρη ερώτηση για την παράταση λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων
Ο βουλευτής Κοζάνης του ΠΑΣΟΚ, Πάρις Κουκουλόπουλος, έθεσε εκ νέου θέμα ξεκάθαρης κυβερνητικής θέσης για την παράταση λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων και το μέλλον των εργαζομένων, κατά τη συζήτηση της επίκαιρης ερώτησής του προς τον υφυπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Νικόλαο Τσάφο.
Ο κ. Κουκουλόπουλος υποστήριξε ότι η συμβολή της χώρας μας στην κλιματική αλλαγή είναι «απειροελάχιστη», σημειώνοντας πως η Ελλάδα ευθύνεται μόλις για το 0,12-0,13% των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, με τις λιγνιτικές μονάδες να αποτελούν «κλάσμα αυτού του ποσοστού, συνεχώς μειούμενο». Υποστήριξε ότι οποιαδήποτε απόφαση για το κλείσιμο ή τη συνέχιση λειτουργίας τους «επηρεάζει ελάχιστα έως καθόλου την εξέλιξη του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής».
Απαντώντας, ο υφυπουργός Νικόλαος Τσάφος υπογράμμισε πως από το 2005 έχει υπάρξει «91% μείωση του λιγνίτη στην κατανάλωση της χώρας», προσθέτοντας ότι η απόσυρση του λιγνίτη δεν σχετίζεται μόνο με περιβαλλοντική υποχρέωση, αλλά «είναι κυρίως μια οικονομική πραγματικότητα». Όπως είπε, «η ποιότητα του λιγνίτη που έχουμε δεν είναι ανταγωνιστική αν προσθέσουμε και το κόστος των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα», ενώ χαρακτήρισε τον λιγνίτη «ακριβό καύσιμο που αυξάνει το κόστος του Έλληνα καταναλωτή». Για τους υδρογονάνθρακες ανέφερε ότι η χώρα βρίσκεται «σε ένα πλαίσιο έρευνας για να δούμε αν έχουμε κάτι αξιοποιήσιμο», επισημαίνοντας ότι η Ευρώπη «θα καταναλώνει φυσικό αέριο μέχρι το 2040-2050».
Στη δευτερολογία του, ο Πάρις Κουκουλόπουλος υιοθέτησε πιο αιχμηρό τόνο, δηλώνοντας ότι η κυβέρνηση «δεν έχει τίποτα να πει στους Δυτικομακεδόνες». Επικαλέστηκε το πρόσφατο κλείσιμο της μονάδας του ΑΗΣ Μελίτης, «την ίδια ώρα που οι κάτοικοι βλέπουν κομβόι φορτηγών να πηγαίνουν δέκα χιλιόμετρα από τα σύνορα και να καίγεται ο λιγνίτης σε μονάδες με εκατονταπλάσιες εκπομπές». Κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «δεν μπορεί να πείσει κανέναν με περιβαλλοντικά επιχειρήματα», ενώ υποστήριξε ότι «το φυσικό αέριο είναι εξίσου ρυπογόνο με τον λιγνίτη».
Σε ό,τι αφορά το οικονομικό σκέλος, υποστήριξε ότι στα έξι χρόνια της εξαγγελθείσας απολιγνιτοποίησης, τουλάχιστον τα τρία, οι μονάδες των ΑΗΣ ήταν φθηνότερες από τις μονάδες του φυσικού αερίου, επιμένοντας ότι η Πτολεμαΐδα 5, εάν λειτουργούσε την περίοδο της ενεργειακής κρίσης, θα είχε γλιτώσει η Ελλάδα 1,6 δισ. σε επιδοτήσεις ρεύματος. Τόνισε ότι οι συνέπειες της απολιγνιτοποίησης «εκθέτουν την κυβέρνηση στα μάτια της Δυτικής Μακεδονίας», η οποία κρατά θλιβερά πρωτεία σε ανεργία, μη ανάπτυξη και μείωση πληθυσμού, καλώντας την να ακούσει «τουλάχιστον τους δημάρχους και το ΤΕΕ» που ζητούν ομόφωνα παράταση λειτουργίας των μονάδων.
Ο υφυπουργός αναγνώρισε ότι η μείωση της λιγνιτικής δραστηριότητας δημιουργεί «οικονομικό κενό», υποστηρίζοντας ωστόσο ότι η ΔΕΗ σε όλες τις μονάδες που έκλεισαν έχει πραγματοποιήσει προγράμματα επανεκπαίδευσης, επανακατάρτισης και εθελούσιας αποχώρησης, καθώς και προκήρυξη θέσεων εργασίας στην περιοχή. Για το μέλλον της Πτολεμαΐδας 5, έκανε λόγο για «φιλόδοξο επενδυτικό πρόγραμμα» που προβλέπει «εν μέρει» μετατροπή της μονάδας και έργα αντλησιοταμίευσης, ΑΠΕ, αποθήκευσης ενέργειας και data center. Όπως είπε, η σύνδεση της ενέργειας με τα data center «δίνει την ελπίδα ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης», καταλήγοντας ότι «είναι μια πολύ σημαντική εξέλιξη για την περιοχή την οποία θα συνεχίσουμε να στηρίζουμε».
Θένια Βασιλειάδου – www.xronos-kozanis.gr