- Μείωση της γραφειοκρατίας, τόνωση της καινοτομίας και ανάπτυξη εναλλακτικών υλικών
- Φιλόδοξοι στόχοι ανακύκλωσης
- Στρατηγικές εταιρικές σχέσεις με χώρες εκτός ΕΕ
Την Τρίτη 12 Δεκεμβρίου το Κοινοβούλιο έδωσε το τελικό πράσινο φως στα σχέδια για ενίσχυση του εφοδιασμού της ΕΕ με πρώτες ύλες στρατηγικής σημασίας.
Η ευρωπαϊκή πράξη για τις κρίσιμες πρώτες ύλες επιδιώκει να καταστήσει την ΕΕ πιο ανταγωνιστική και κυρίαρχη, μειώνοντας τη γραφειοκρατία, προωθώντας την καινοτομία σε όλα τα στάδια της αξιακής αλυσίδας και στηρίζοντας τις μικρές και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις. Στόχος της είναι επίσης να ενισχύσει την έρευνα και να βοηθήσει να αναπτυχθούν εναλλακτικά υλικά και πιο φιλικές προς το περιβάλλον μέθοδοι εξόρυξης και παραγωγής.
Η νέα νομοθεσία θα δημιουργήσει οικονομικά κίνητρα και ένα πιο σταθερό επιχειρηματικό πλαίσιο για έργα εξόρυξης και ανακύκλωσης, με ταχύτερες και απλούστερες διαδικασίες αδειοδότησης.
Κατά τις διαπραγματεύσεις με το Συμβούλιο, οι ευρωβουλευτές ζήτησαν να αυξηθούν η παραγωγή και η χρήση υλικών που μπορούν να υποκαταστήσουν τις κρίσιμες πρώτες ύλες. Εξασφάλισαν επίσης ότι θα θεσπιστούν συγκεκριμένοι στόχοι που θα ενθαρρύνουν την ανάκτηση στρατηγικών πρώτων υλών από τα απόβλητα. Οι ευρωβουλευτές τόνισαν ακόμη ότι πρέπει να μειωθεί η γραφειοκρατία, ιδίως για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
Στρατηγικές εταιρικές σχέσεις με χώρες εκτός ΕΕ
Οι ευρωβουλευτές υπογράμμισαν ότι είναι σημαντικό να συνάπτει η ΕΕ στρατηγικές εταιρικές σχέσεις με χώρες εκτός ΕΕ, οι οποίες θα είναι αμοιβαία επωφελείς και θα επιτρέψουν στην ΕΕ να διαφοροποιήσει τις πηγές εφοδιασμού της με κρίσιμες πρώτες ύλες. Γι’ αυτόν τον λόγο, εξασφάλισαν ότι η νέα νομοθεσία θα προετοιμάσει το έδαφος για μακροπρόθεσμες εταιρικές σχέσεις, μέσα από μέτρα για τη μεταφορά γνώσεων και τεχνολογίας, καθώς και την κατάρτιση και επιμόρφωση εργαζομένων για νέες θέσεις εργασίας με καλύτερες συνθήκες και υψηλότερους μισθούς. Τα μέτρα προβλέπουν επίσης ότι η εξόρυξη και επεξεργασία των πρώτων υλών θα γίνονται με βάση τα πιο αυστηρά οικολογικά πρότυπα στις χώρες εταίρους.
Δηλώσεις
Η εισηγήτρια Nicola Beer (Renew, Γερμανία) δήλωσε τα εξής: «Αυτή η νομοθεσία αποτελεί ένα σχέδιο βιομηχανικής πολιτικής για την ασφαλή και βιώσιμη προμήθεια πρώτων υλών στην Ευρώπη. Με στοχευμένα οικονομικά κίνητρα, βοηθούμε να καταστεί πιο ασφαλής ο προγραμματισμός για τους ιδιώτες επενδυτές, μέσα από ενιαία σημεία επαφής για τις επιχειρήσεις, καθώς και γρήγορες και απλές διαδικασίες αδειοδότησης με σαφείς προθεσμίες για τις εθνικές αρχές. Θα ενισχύσουμε έτσι την εξόρυξη, επεξεργασία και ανακύκλωση πρώτων υλών στην Ευρώπη».
Επόμενα βήματα
Η νέα νομοθεσία εγκρίθηκε με 549 ψήφους υπέρ, 43 κατά και 24 αποχές. Θα πρέπει τώρα να εγκριθεί επίσημα από το Συμβούλιο πριν από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ.
Σχετικές πληροφορίες
Ηλεκτρικά αυτοκίνητα, ηλιακοί συλλέκτες, smartphones: αυτά είναι μόνο μερικά παραδείγματα προϊόντων για τα οποία απαιτούνται κρίσιμες πρώτες ύλες, οι οποίες είναι άκρως απαραίτητες για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση της ΕΕ. Η διασφάλιση του εφοδιασμού τους είναι αναγκαία προϋπόθεση για την οικονομική ανθεκτικότητα, την τεχνολογική υπεροχή και τη στρατηγική αυτονομία της ΕΕ. Μετά τον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και την ολοένα πιο επιθετική εμπορική και βιομηχανική πολιτική της Κίνας, το κοβάλτιο, το λίθιο και άλλες πρώτες ύλες έχουν αποκτήσει καίρια γεωπολιτική σημασία.
Με δεδομένη την παγκόσμια στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την ψηφιοποίηση των οικονομιών και των κοινωνιών, η ζήτηση για αυτές τις στρατηγικές πρώτες ύλες αναμένεται να αυξηθεί ραγδαία τις επόμενες δεκαετίες.
Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης
Η νομοθεσία αντικατοπτρίζει διάφορες προτάσεις της Διάσκεψης για το Μέλλον της Ευρώπης, στις οποίες εκφράστηκαν οι προσδοκίες των πολιτών. Στο αντικείμενο ης νομοθεσίας αναφέρονται η πρόταση 5 (βιώσιμη κατανάλωση, συσκευασία και παραγωγή) και η πρόταση 17 (μείωση της εξάρτησης της ΕΕ από ξένους παράγοντες σε οικονομικά στρατηγικούς τομείς). Οι πρωτοβουλίες αυτές επικεντρώνονται στη βιωσιμότητα, την οικονομική αυτονομία και τη στρατηγική ανθεκτικότητα του τομέα, θέματα ΄που βρέθηκαν στο επίκεντρο της Διάσκεψης.