Μέσα σε μία περίοδο αρκετών πολυαναμενόμενων ταινιών, μία από τις πιο πολυαναμενόμενες, και δικαιολογημένα, είναι το «Μην κοιτάτε πάνω» του Άνταμ ΜακΚέι. Μια μεγάλη παραγωγή του Νέτφλιξ, το «Μην κοιτάτε πάνω» έχει μερικές μέρες που βγήκε στην πλατφόρμα, και είναι από τις πρώτες ταινίες σε προβολές. Ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο και η Τζένιφερ Λώρενς ηγούνται ενός κάστ μέγα- αστέρων ως δύο αστρονόμοι που ανακαλύπτουν έναν κομήτη.
Η αρχική χαρά μετατρέπεται σε ξαφνικό τρόμο, όταν συνειδητοποιούν ότι ο κομήτης βρίσκεται σε σίγουρη τροχιά σύγκρουσης με την Γή. Θα φτάσουν σε μία πρόεδρο των ΗΠΑ που δεν ενδιαφέρεται για τίποτα παρά μόνο για τις δημοσκοπήσεις και ένα σαπισμένο laissez- faire που ευνοεί όσους την έβαλαν στην καρέκλα του οβάλ γραφείου, στα ΜΜΕ που αντιμετωπίζουν την είδηση της επικείμενης καταστροφής σαν κάτι ανάλαφρο, και όταν τελικά οι άρχοντες του τόπου αποφασίσουν να κάνουν κάτι, τα σχέδιά τους για διάλυση του κομήτη αποτυγχάνουν εξαιτίας ενός ψυχρού, υπολογιστικού πλουτοκράτη της τεχνολογίας, ο οποίος θέλει να ρίξει τον κομήτη στη Γή σε μικρά κομμάτια για να εξορύξει τα πολύτιμα μέταλλα που υπάρχουν μέσα στον κομήτη.
Οι πρωταγωνιστές θα προσπαθήσουν να αφυπνίσουν τον κόσμο πρίν να είναι πολύ αργά. Αλλά είναι αυτό εφικτό; Ξεκαρδιστική, και συνάμα επιβλητικά λυπηρή ταινία που προσπαθεί, λεπτό με λεπτό, διάλογο με διάλογο, να μας κάνει να δούμε την δικιά μας κοινωνία μέσα από αυτό το σατιρικό περιεχόμενο. Οι ήρωές μας, φυσιολογικοί πολίτες κι επιστήμονες, προσπαθούν να πούν την αλήθεια, τα γεγονότα, και μπροστά τους βρίσκουν ένα σύστημα από βολεμένους μιντιακούς κρετίνους, ρομποτικούς, άψυχους κροίσους που παίζουν με ανθρώπινες ζωές κι ευτελίζουν την τεχνολογία και την επιστήμη παριστάνοντας σε στιγμές περισσής ύβρεως κάποια μορφή ανώτερου όντος, και έναν κόσμο με ανθρώπους που δεν έχουν μάθει να σκέφτονται αρκετά ώστε να καταλάβουν τί τους κρύβουν τα ψεύτικα χαμόγελα στις οθόνες τους.
Τα περισσότερα θυμίζουν τον αληθινό κόσμο, αντικατοπτρίζοντας μια ζοφερή, άσχημη κοινωνία καταναλωτών ώς προϊόντα και ηλιθίων σε θέσεις εξουσίας και τρομακτικής ισχύος. Μια προέδρος που θυμίζει τον γελοίο πρώην πρόεδρο ΗΠΑ, ένας ελιτιστής που στο όνομα της εξέλιξης φέρνει τον κόσμο πιο κοντά στο χείλος του γκρεμού, επειδή μπορεί. Θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε από τους πέντε πιο πλούσιους ανθρώπους στον κόσμο αυτήν την στιγμή.
Η ταινία μυρίζει «Όσκαρ» από χιλιόμετρα. Ο ήδη οσκαρικός Μάρκ Ράιλανς ως ο παγερός κροίσος είναι σίγουρη υποψηφιότητα για Β’ ανδρικό, όπως και η Μέριλ Στρίπ ως διεφθαρμένη πρόεδρος για Β’ γυναικείο. Η Κέιτ Μπλάνσετ, σχεδόν αγνώριστη λόγω του μέικ- απ και των προσθετικών ώστε να φαίνεται σαν μία παρουσιάστρια με εμφανείς πλαστικές στο πρόσωπο, μοιάζοντας με πολλές παρουσιάστριες της αμερικανικής τηλεόρασης και άλλες τόσες της ελληνικής, είναι καταπληκτική όπως συνήθως. Στο υπόλοιπο κάστ αξίζει να ξεχωρίσουμε τον Τζόνα Χίλ ως τον ξιπασμένο γιό της προέδρου- και προσωπάρχη του επιτελείου της(θυμίζει σε κάποιον τίποτα αυτή η έκθεση οικογενειοκρατίας;), καθώς και τον Τιμοτέ Σαλαμέ, ο οποίος για μένα έχει μαζί με αυτήν την ταινία παίξει στις δύο καλύτερες ταινίες του 2021, όντας και πρωταγωνιστής του υπέροχου «Dune». Ο Άνταμ ΜακΚέι αποδεικνύει για ακόμη μια φορά ξεκάθαρα ότι είναι ένας από τους σπουδαιότερους auteurs της τελευταίας δεκαετίας, αφού μας έχει δώσει τα επίσης σατιρικά «Το μεγάλο σορτάρισμα» και «Vice: δεύτερος στην ιεραρχία», και τα δύο με τον αμίμητο ηθοποιό Κρίστιαν Μπέιλ. Το σενάριο κι η σκηνοθεσία του σε παίρνουν από τα πρώτα λεπτά και δεν σε αφήνουν να πάρεις το βλέμμα σου από πάνω για τις επόμενες δύο και κάτι ώρες, μέχρι να ολοκληρωθεί η ταινία.
Αυτή η ταινία, δυστυχώς, μοιάζει περισσότερο σε σημεία με ντοκυμαντέρ παρά με ταινία μυθοπλασίας. Ο ΜακΚέι προσπαθεί να μας πεί, όχι ιδιαίτερα διακριτικά, αλλά εξόχως σατιρικά, ότι είμαστε κοντά στην άκρη. Και ίσως να μην υπάρχει γυρισμός από το σκοτάδι κάτω από τα πόδια μας. Όχι αν πέσουμε. Αυτή η ταινία είναι ξύπνημα. Είναι μια αναμέτρηση. Είναι μια στάση. Είναι μια αναλογία για την κλιματική αλλαγή. Αλλά και για το που έχουμε φτάσει. Και για το ότι πρέπει ο καθένας μας, κι η καθεμία μας, να αποφασίσουμε. Να ξυπνήσουμε. Κοιτάξτε πάνω. Ή μην κοιτάτε πάνω. Εξαρτάται από μας. Άς κάνουμε αυτό που χρειάζεται να κάνουμε. Κι ίσως τότε να έχουμε κάνει αρκετά. Ξυπνήστε, λοιπόν. Ο κομήτης πλησιάζει γοργά. Κι η απόφαση ίσως είναι ακόμη στα χέρια μας. Τι είδους κοινωνία είμαστε τελικά; Ήρθε η ώρα να το ανακαλύψουμε.