Η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του 26χρονου Κοζανίτη
Η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του 26χρονου Κοζανίτη Ωριγένη Τσιώνα κάνει πρεμιέρα αύριο στη Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για μια ταινία που θα μας γυρίσει λίγο πίσω, στα χρόνια της πανδημίας, και θα μας δώσει «τροφή για σκέψη».
Η ταινία εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Τρεις φίλοι, φοιτητές, τελειόφοιτοι, νέοι, είναι κλεισμένοι στο διαμέρισμά τους χωρίς τρόπο διαφυγής από αυτήν την κατάσταση που ολοένα επιδεινώνεται. Οι τρεις τους είναι αναγκασμένοι να επαναλαμβάνουν τις ίδιες συζητήσεις, τις ίδιες συνήθειες και τις ίδιες καθημερινές ασχολίες. «Είναι κολλημένοι σε μια λούπα. Σ΄ένα συνεχόμενο κύκλο από τον οποίο δεν μπορούν να βγουν και το μόνο που κάνουν είναι συγκεκριμένες ασχολίες, μικρής αυτοκαταστροφής».
Κάτω από τις ιδιαίτερες αυτές συνθήκες, και με τις αντοχές να εξαντλούνται, ο ένας από τους τρεις θα πείσει τους διστακτικούς φίλους του να κάνουν κάτι πολύ δραστικό, να ληστέψουν μια χρηματαποστολή έξω από την τράπεζα. Το σχέδιο παραδόξως θα ολοκληρωθεί όπως το σχεδίασαν, αλλά σύντομα θα ανακαλύψουν ότι δεν πήραν τα λεφτά, το πολυπόθητο εισιτήριό τους για να ξεφύγουν, αλλά βυθίστηκαν σε κάτι πολύ μεγαλύτερο. Κυνηγημένοι από πολύ πιο ισχυρούς εχθρούς που αναζητούν τα κλοπιμαία, θα αναγκαστούν να πάρουν μια απόφαση, ενώ ο κλοιός σφίγγει ασφυκτικά γύρω τους. «Βρέθηκαν στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή. Αυτό απλά ήταν το εφαλτήριο για να προχωρήσει η πλοκή» εξηγεί ο Ωριγένης.
Η εσωτερική ανάγκη και το «θέλω» του να κάνει κάτι, τον οδήγησαν στο να κάνει μαζί με άλλους νεαρούς φίλους και συνεργάτες του αυτή την ταινία μεγάλου μήκους. «Έβλεπα τα σχέδια μου να μην προχωρούν, το ένα μετά το άλλο και αποφάσισα να αναλάβω δράση. Έγραψα το σενάριο και αποφάσισα να οργανώσω την παραγωγή και να γυρίσω την ταινία με ένα πολύ χαμηλό προϋπολογισμό». Η ταινία έχει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία μέσα, καθώς έχει επηρεαστεί από αρκετά περιστατικά που συνέβησαν εκείνη την περίοδο, τα οποία έχουν αποτυπωθεί στο σενάριο. «Πράγματα που έχουν σχέση με τον κόβιντ, κάποιες συζητήσεις που είχαμε με φίλους, κάποια περιστατικά έξω από νοσοκομεία κ.α. είναι παρόμοια με αυτά που υπάρχουν στο σενάριο. Προσπάθησα να είναι και ειλικρινές με βάση τη δική μου εμπειρία αλλά και οι υπόλοιποι άνθρωποι να δουν κάτι σε αυτό».
Πρόκειται για μια ταινία με ερασιτέχνες κυρίως ηθοποιούς και με έντονο πολιτικό περιεχόμενο, όχι όμως και πολιτικά στρατευμένο, όπως τόσο συχνά συνέβαινε από την αρχή του νέου ελληνικού κινηματογράφου. «Η πολιτική, εξάλλου, είναι μέρος της κοινωνίας. Οι τρεις νεαροί πρωταγωνιστές δεν είναι αιμοδιψείς αμοραλιστές, παρά μόνο κάποιοι που ανέχτηκαν λίγα πράγματα παραπάνω, και ένιωσαν την πίεση να τους συνθλίβει. Προσπάθησα να δώσω μια όσο μπορούσα πιο ρεαλιστική απεικόνιση του πώς είναι να ζει ένας νέος υπό αυτές τις συνθήκες στην Ελλάδα του σήμερα, ιδίως στην διάρκεια της καραντίνας, του πώς μιλάει, πώς σκέφτεται, τι ονειρεύεται, τι θέλει. Και περισσότερο από αυτό, είναι μια ταινία που θεωρώ ότι μιλάει για το πώς όλοι μας, ή έστω οι περισσότεροι, έχουμε νιώσει για πολλά πράγματα τον τελευταίο καιρό. Και για αυτούς τους λόγους θεωρώ ότι ίσως ενδιαφέρει, παρόλο που είναι μια ταινία μεγάλης χρονικής διάρκειας, πολλούς θεατές. Στα γυρίσματα αυτής της ταινίας κυλιστήκαμε στο έδαφος, γδαρθήκαμε, γεμίσαμε σκόνη, χαλίκια. Γιατί, απλούστατα, έτσι κάνεις συνήθως μια ταινία χωρίς πολλά λεφτά και χορηγούς. Δεν θέλω να σταθώ σε αυτό. Όπως ανέφερα, η τέχνη δεν είναι κατοστάρι. Και αυτό ακριβώς είναι ένα από τα μαγικά στοιχεία της τέχνης. Ο καθένας μπορεί να έχει την άποψή του. Αυτό που με νοιάζει λοιπόν, είναι να τη δει ο κόσμος και να τον κάνει να σκεφτεί, έστω και για λίγο. Και ας επιλέξει μόνος του πως θα νιώσει» σημείωσε.
Υπάρχουν διάφορα πράγματα που τον δυσκόλεψαν από τη σύλληψη της ιδέας έως ότου κλείσει αίθουσα για την πρεμιέρα του, με τα πιο σημαντικά να είναι η έλλειψη στήριξης και η αναμονή πριν αρχίσουν τα γυρίσματα, αλλά και η αναμονή μέχρι να αρχίσει η διαδικασία του μοντάζ. «Το πιο δύσκολο είναι η αναμονή και σαν ανεξάρτητος δεν έχω κάποιον από πίσω μου να με στηρίξει. Είναι ένα γενικότερο πρόβλημα αυτό. Στην Ελλάδα υπάρχει η έλλειψη στήριξης σε πολλούς τομείς και οι χαρακτήρες μου κάνουν διάφορα τέτοια σχόλια μέσα στην ταινία. Αν δεν έχεις στήριξη θα πρέπει να κάνεις πολύ περισσότερα από όσα θα χρειαζόταν να κάνεις από μια συγκεκριμένη θέση. Θα μπορούσα να είχα γράψει μόνο το σενάριο και τη σκηνοθεσία και όλα τα υπόλοιπα να τα αναλάβει κάποιος άλλος». Το σενάριο, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι μια προσωπική δουλειά και κάτι που κάνει κάποιος μόνος του, με τους δικούς του ρυθμούς και του πήρε σχεδόν δύο μήνες να το γράψει.
Ο Ωριγένης από μικρός ήθελε να γίνει ηθοποιός, αλλά μεγαλώνοντας άρχισε να συνειδητοποιεί πως αυτό που ήθελε να κάνει ήταν να είναι πίσω από τις κάμερες, να γράφει και να σκηνοθετεί. Αγαπάει πάρα πολλές τέχνες και έχει πολλούς ανθρώπους του κινηματογράφου που θαυμάζει. Οι Τζον Κάρπεντερ, Τζον Μίλιους, Αλεχάνδρο Χοδορόφσκι και ο Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ, τον έχουν επηρεάσει ως προς το πως βλέπει και πως θέλει να κάνει σινεμά. Ωστόσο, όπως τόνισε, προσπαθεί απλά να παίρνει στοιχεία από τις επιρροές του και να μην τα «κλέβει». Το καλοκαίρι θα ξεκινήσει τα γυρίσματα της νέας του ταινίας μεγάλου μήκους, πιο «πειραματικής» αυτή τη φορά ως προς τη φόρμα και πιο κωμικής. «Θα έχει πιο πειραματικό ύφος και χαρακτηριστικά αλλά ταυτόχρονα, πιστεύω, θα είναι και πιο βατή».
Για τον ίδιο η τέχνη είναι συνυφασμένη με τη ζωή του και η έκφραση μέσω αυτής είναι ίσως μια προσπάθεια να κατανοήσουμε τον εαυτό μας. Πιστεύει πως υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη, αλλά είναι κάτι εξαιρετικά σπάνιο. Θεωρεί τον εαυτό του καλλιτέχνη και ίσως σεναριογράφο, αλλά όχι σκηνοθέτη ή ηθοποιό. «Η τέχνη είναι ίσως μια απόπειρα να διεισδύσουμε στο απόκρυφο σύμπλεγμα των αισθήσεων και των σκέψεων μας και να παρατηρήσουμε λέξεις, εικόνες και ιδέες που αναδύονται μέσα από αυτό το άυλο φευγαλέο διάστημα ανάμεσα στο απτό και το αδιευκρίνιστο που κουβαλάμε στις ψυχές μας, ή ίσως την ίδια μας την ψυχή» κατέληξε.
Θένια Βασιλειάδου – www.xronos-kozanis.gr