Αυτό συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες που οι αγορές λειτουργούν ανταγωνιστικά και οι τιμές χονδρικής διαμορφώνονται λόγω πτώσης της ζήτησης σε πολύ χαμηλά επίπεδα μεταξύ 20-30 ευρώ η μεγαβατώρα. Στην Ελλάδα, το ποιες μονάδες θα μπούνε στο σύστημα και ποιες όχι αποτελεί τις τελευταίες ημέρες αντικείμενο τηλεδιάσκεψης μεταξύ των παραγωγών ρεύματος (ιδιωτών και ΔΕΗ) και του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Το θέμα έθεσε πρώτη η ΔΕΗ, η οποία είχε προγραμματίσει εισαγωγή φορτίων LNG πριν ξεσπάσει η κρίση, εκμεταλλευόμενη τις χαμηλές τιμές του καυσίμου, όπως εξάλλου έπραξαν και οι ανταγωνιστές της ηλεκτροπαραγωγοί. Το πλεονέκτημα όμως του χαμηλού καυσίμου δεν μπορεί να το αξιοποιήσει καθώς υποχρεώνεται να λειτουργεί λιγνιτικές μονάδες για τη διασφάλιση της τηλεθέρμανσης σε Κοζάνη, Πτολεμαΐδα και Φλώρινα, με υψηλό λειτουργικό κόστος, αφήνοντας εκτός τις ανταγωνιστικές της μονάδες του φυσικού αερίου.
Το δεύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ΔΕΗ, αφήνοντας εκτός λειτουργίας τις μονάδες φυσικού αερίου, είναι ότι επιβαρύνεται με πρόσθετα κόστη αφού δεν μπορεί να κάνει χρήση του καυσίμου. Ενα φορτίο LNG (141.000 κ.μ.) για λογαριασμό της ΔΕΗ έφτασε στη Ρεβυθούσα στις 24 Μαρτίου και ένα δεύτερο (103.000 κ.μ.) έχει προγραμματιστεί για τις 21 Απριλίου. Η ΔΕΗ σήκωσε το γάντι δηλώνοντας ότι οι τηλεθερμάνσεις στη Δυτική Μακεδονία δόθηκαν ως αντισταθμιστικό όφελος όταν θα δουλεύουν οι μονάδες και δεν αποτελεί υποχρέωσή της το ανάποδο. Να δουλεύει δηλαδή τις μονάδες με ζημία για να διασφαλίζει την τηλεθέρμανση για τους κατοίκους της περιοχής.
Δήλωσε επίσης προς άπαντες τους εμπλεκομένους πως η κοινωνική πολιτική δεν είναι ευθύνη της ΔΕΗ και το κόστος αυτής θα πρέπει να επιμεριστεί. Ετσι πρότεινε οι λιγνιτικές μονάδες να μπαίνουν κατά προτεραιότητα στο σύστημα για την ισχύ που καλύπτει τις τηλεθερμάνσεις. Να ισχύει, δηλαδή, ό,τι για τις ΑΠΕ και τα μη υποχρεωτικά νερά. Μπαίνουν κατά προτεραιότητα χωρίς τιμή και τιμολογούνται στο τέλος της ημέρας στην οριακή τιμή συστήματος (ΟΤΣ). Με τον τρόπο αυτό δεν διαμορφώνουν την ΟΤΣ που όταν μπαίνουν οι λιγνίτες εκτοξεύεται σε υψηλά επίπεδα. Η ένταξη των λιγνιτικών μονάδων κατά προτεραιότητα προκάλεσε την έντονη αντίδραση των ιδιωτών ηλεκτροπαραγωγών για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι περιορίζεται ο χώρος για μονάδες φυσικού αερίου που λειτουργούν οι ίδιοι. Ο δεύτερος συνδέεται με τη διαμόρφωση της οριακής τιμής συστήματος σε χαμηλά επίπεδα, αφού, χωρίς τιμολόγηση του ακριβού λιγνίτη, η χονδρεμπορική τιμή θα διαμορφωθεί από την τιμολόγηση των μονάδων φυσικού αερίου, όπου ο συνδυασμός χαμηλών τιμών καυσίμου και χαμηλής ζήτησης θα οξύνει τον ανταγωνισμό φέρνοντας μειώσεις. Αυτή τη στιγμή έχουν διαμορφωθεί δύο διαφορετικά στρατόπεδα, με αυτό της ΔΕΗ να δηλώνει με έμφαση ότι «δεν μπορεί κάθε φορά το κόστος της κοινωνικής πολιτικής να το πληρώνει μόνο η ΔΕΗ» και αυτό των ιδιωτών να ανησυχεί για το ενδεχόμενο το υπουργείο να νομοθετήσει την κατά προτεραιότητα ένταξη των λιγνιτικών μονάδων στο σύστημα και προκειμένου να το αποφύγει να είναι έτοιμο να αποδεχθεί κάποιες παρατυπίες στη λειτουργία της αγοράς για το κρίσιμο δίμηνο Απριλίου – Μαΐου.
Το παράδοξο της υπόθεσης είναι ότι οι λιγνιτικές μονάδες, από τις οποίες ξεκίνησε το πρόβλημα, λειτουργούν κατά παράβαση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και στο όνομα της τηλεθέρμανσης. Το ακόμη πιο παράδοξο είναι ότι με σημαία την απολιγνιτοποίηση, συζητείται αυτή τη στιγμή η εξομοίωση του λιγνίτη με τις ΑΠΕ. Το βασικότερο, τέλος, όλων είναι ότι δεν λειτουργεί ο ανταγωνισμός, που είναι το βασικό και κύριο ζητούμενο για τον καταναλωτή.
Χρύσα Λιάγγου- Καθημερινή