Η λειτουργία των… χωριών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ως «στεγανών έντασης» μαζί με το μεγάλο ενδιαφέρον για το κατά πόσον μπορούν να συμβάλλουν ή όχι στην ενίσχυση της ποιότητας της δημοκρατίας, είναι ένα από τα κυρίαρχα θέματα των ημερών.
Πολλοί ξαφνιάζονται, ίσως όψιμα, με τη δύναμη που έχουν αποκτήσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για την ακρίβεια όσοι αξιοποιούν τον τρόπο λειτουργίας τους, αλλά και το πως οι -κατά Έκο- «λεγεώνες ηλιθίων» έχουν καταφέρει να μονοπωλούν τη σύγχρονη Αγορά.
Κρατούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τα ακροατήριά τους παγιδευμένα στο φόβο και στο θυμό ή αποτελούν παράλληλα μια πλατφόρμα εκτόνωσης της έντασης;
Τα social media υποφέρουν από οχλαγωγία, ενώ οι περισσότερες προσπάθειες για να εξηγηθούν τα φαινόμενα γύρω από αυτά (βλ. λόγος μίσους, cancel culture, δολοφονίες χαρακτήρων), γίνονται στη λογική του επίκαιρου θέματος (trending topic) και όχι της ανάγκης να αντιμετωπιστούν ουσιαστικά.
Αρκετοί αναγνώρισαν για πρώτη φορά με τρόμο τη ριζοσπαστικοποίηση, μετά τα γεγονότα στο Καπιτώλιο και αντιλήφθηκαν -μέσα από τις εικόνες στην αμερικανική πρωτεύουσα- ότι όσα γίνονται on-line έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην πραγματική ζωή.
Τι μπορεί, όμως, να αλλάξει; Και πως μπορεί να αλλάξει, ώστε να γεφυρωθεί αυτό το χάσμα μεταξύ της δυνατότητας που έχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να κινητοποιήσουν τον κόσμο και της αδυναμίας τους, από την άλλη, να εγγυηθούν την διατήρηση ενός δημόσιου διαλόγου που έχει νόημα;
Εδώ θα πρέπει να κινηθούμε με κάποιες βασικές παραδοχές. Η πρώτη είναι ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν είναι παρά μια τεχνολογία, η οποία δεν πρέπει να δαιμονοποιείται, αλλά ούτε και αποθεώνεται.
Η δεύτερη είναι ότι ο εποικισμός τους από τους τεχνολογικούς κολοσσούς, αναφερόμενους και ως Big-Tech, έχει δημιουργήσει συνθήκες μιας σύγχρονης εκδοχής του Πανοπτικού, όπου τα προσωπικά δεδομένα όλων καταγράφονται και αξιοποιούνται για σκοπούς εμπορικής, αλλά και πολιτικής επικοινωνίας, παράγοντας σημαντικά αποτελέσματα για την λειτουργία της δημοκρατίας.
Η τρίτη είναι ότι οι τεχνολογικές εξελίξεις συμβάλουν έτσι ώστε οι τεχνολογικοί κολοσσοί να είναι σε θέση να καθορίζουν το ποιος και τι θα επικοινωνήσει. Έτσι η δημοκρατική ευθύνη μετακυλίεται (Picard, 2014) από τα θεσμικά/επαγγελματικά μέσα στις άμορφες ψηφιακές κοινότητες.
Επομένως, κάθε προσπάθεια ρύθμισης του χώρου δεν μπορεί να εξαρτάται αποκλειστικά από τις διαθέσεις του ίδιου του παρόχου με τη μορφή αυτορρύθμισης, αλλά να λάβει και τη μορφή πολιτικών παρεμβάσεων.
Από’ κει και πέρα, ως ιδιώτες- χρήστες των μέσων, καλό είναι να βάλουμε στο πρόγραμμά μας τις βόλτες από ψηφιακό σε ψηφιακό χωριό, ώστε να ακούμε και διαφορετικές από τις δικές μας απόψεις και να πάρουμε απόφαση ότι εντός των ψηφιακών χωριών θα συνυπάρχουμε αναγκαστικά και με ανθρώπους που διαφωνούμε ή/και ακόμα μας προσβάλουν οι απόψεις τους, γιατί έτσι λειτουργεί η δημοκρατία.