To «Νόμος και Τάξη» είναι μια από τις μακροβιότερες αστυνομικές σειρές αμερικανικής παραγωγής. Η σειρά ακολουθεί μια προσέγγιση δύο μερών: η πρώτη μισή ώρα είναι η διερεύνηση ενός εγκλήματος και η σύλληψη ενός υπόπτου από ντετέκτιβ της αστυνομικής υπηρεσίας της πόλης της Νέας Υόρκης, ενώ το δεύτερο μέρος είναι η δίωξη του κατηγορουμένου από την εισαγγελία.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της σειράς είναι οι δυσκολίες που συναντά ο δημόσιος κατήγορος στο να οδηγήσει την υπόθεση στο ακροατήριο, αλλά και αυτές που αντιμετωπίζουν οι ανακριτικές αρχές στο να στηρίξουν την υπόθεση με τεκμήρια.
Αν, λοιπόν, είχαμε όλοι παρακολουθήσει «Νόμος και Τάξη», θα ξέραμε μέχρι τώρα ότι οι υποθέσεις κρίνονται στο δικαστήριο, όπου συχνά οι αποφάσεις έρχονται σε αντίθεση με το λεγόμενο κοινό περί δικαίου αίσθημα. Θα αντιλαμβανόμασταν, επίσης, ότι ο δημόσιος διασυρμός και τα πρωτοσέλιδα (βλ. υποθέσεις Μπίκα, Καϊλή, πατρός Αντωνίου, Πισπιρίγκου, Γεωργούλη και άλλες ων ουκ έστιν αριθμός) δεν εξυπηρετούν πουθενά αλλού, παρά μόνο στην εκτόνωση του συναισθήματος και στην κάλυψη ωρών του τηλεοπτικού προγράμματος.
Είναι άλλο πράγμα η καταγγελία, άλλο η δίωξη και άλλο η καταδίκη. Όταν οι αποφάσεις συνυφαίνονται με άλλες επιδιώξεις, τότε έχουμε πρόβλημα. Μία γυναίκα κάνει μια σοβαρή καταγγελία. Η Δικαιοσύνη προστάζει να ακουστεί, να ληφθούν υπόψη οι αιτιάσεις της με τη μεγαλύτερη δυνατή αντικειμενικότητα. Η Δικαιοσύνη, όμως, προστάζει επίσης να αναγνωριστεί το τεκμήριο της αθωότητας σε αυτόν τον οποίο κατηγορεί.