Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε το Μάιο του 2011, τότε που είχαμε δει μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Από τότε άλλαξαν πολλά. Σταθερά προς το χειρότερο. Ο Ν. έφυγε για δουλειά εκτός χώρας, η Ε. και η Χ. ετοιμάζουν τα βιογραφικά τους, ο Μ. έχασε τη δουλειά του, η Β. αναρωτιέται καθημερινά πόσο θα αντέξει την “ταβανοθεραπεία”. Ατελείωτη η λίστα, στην οποία προστέθηκε χθες και ο Ζ., μακρινός γνωστός, απο τα πιο κοφτερά μυαλά της γενιάς μου, δικηγόρος μέχρι πριν λίγες μέρες.
Ντρέπομαι αλλά δουλεύω
Έχουμε φτάσει στο σημείο να ντρεπόμαστε να το παραδεχθούμε, όσοι από εμάς έχουμε –άραγε για πόσο ακόμα;- τη θεία τύχη να δουλεύουμε. Απαντούμε με κάποια ενοχή θετικά στην ερώτηση «δουλεύεις;», θεωρώντας κατά κάποιο τρόπο «ζαβολιά» το γεγονός ότι δουλεύουμε την ώρα που κάποιοι άλλοι ψάχνουν για δουλειά.
Κάθε μέρα προστίθεται άλλος ένας τουλάχιστον στη λίστα των φίλων που μπαίνουν στο πρόγραμμα της «ταβανοθεραπείας» και τους οποίους έχεις στο μυαλό σου διαρκώς, αλλά δυστυχώς δεν μπορείς να κάνεις κάτι για να τους βοηθήσεις πρακτικά. Ίσως ούτε καν ψυχολογικά, αφού σε κοιτούν με βλέμμα όλο νόημα, λέγοντάς σου ότι «δεν μπορείς να το καταλάβεις αν δεν βρεθείς στη θέση μου».
Και βέβαια δεν είναι εύκολο να καταλάβει κανείς τη θέση κάποιου που μόλις έχει χάσει τη δουλειά του κι έχει να ανταποκριθεί σε ένα σωρό υποχρεώσεις. Η φράση «δεν πειράζει την υγειά μας να ‘χουμε» ακούγεται ως παρηγοριά στον άρρωστο, γιατί δίπλα στη σωματική υγεία, υπάρχει και η ψυχική υγεία που απειλείται σοβαρά από τη μακροχρόνια ανεργία.
Η λύση της εξίσωσης είναι άγνωστη και ίσως παραμείνει έτσι για πολύ καιρό, οπότε το μόνο σίγουρο είναι ότι όσοι μπορούν να αλλάξουν κάτι στα δεδομένα της ζωής τους, ας το κάνουν έγκαιρα. Οι υπόλοιποι είμαστε καταδικασμένοι να συμπλεύσουμε στην ίδια τρύπια βάρκα.