Φελιτσιτά
Μάρω Δούκα
Εκδόσεις Πατάκη, 2023
σ. 272
«Κωνσταντίνος Καβουράκης, ούτε με την αίγλη των Παλαιολόγων ούτε με τη λοξή χάρη του κάβουρα, το ταπεινό ενδιάμεσο, το σκυφτό και υποταγμένο, ένας εμποροϋπάλληλος, μια ζωή πάντα στην απέξω. Ύστερα από έναν καβγά με απροσδόκητη τροπή, κάνει στα εξήντα του την ηρωική έξοδο από τη συζυγική εστία στα Σεπόλια και κατρακυλά στο κέντρο της Αθήνας, άνθρωπος του δρόμου από επιλογή, πόσες κατηφόρες αντέχει ο άνθρωπος; Από το καταφύγιό του στην Αιόλου, με τη χαδιάρα γάτα Φελιτσιτά να τρίβεται στα πόδια του, ανακαλύπτει το ξέφρενο γουργουρητό μιας πόλης και των ανθρώπων της. Μοναστηράκι-Θησείο, ζητιάνοι και άστεγοι, τουρίστες και μαγαζάτορες, οι γριούλες της ενορίας, οι σκουπιδοντενεκέδες της επικράτειας, ο αγώνας για το καθημερινό κουλούρι. Η νοσταλγία ροκανίζει τις μέρες του, αυτός και ο εαυτός του, βρόμικος και ανεμοδαρμένος, με τα λάθη, τις αλήθειες και τις πληγές του: τι μένει από τα περασμένα, από σαράντα χρόνια γάμου και τρία παιδιά, όλα καλά και τακτοποιημένα, μόνο αυτός πότε στα ύψη πότε στα τάρταρα, σκοντάφτει και προχωρά, πόσος δρόμος του μένει, άβυσσος το μέσα του ανθρώπου… Εξομολογητικό, γλυκόπικρο, ακαριαία τρυφερό, ένα μυθιστόρημα σαν φευγαλέο χάδι στους ανθρώπους που ραγίζουν αθόρυβα δίπλα μας.»
Η Μάρω Δούκα, από τις σημαντικότερες συγγραφείς της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, γεννήθηκε το 1947 στα Χανιά. Το 1966 μετακόμισε στην Αθήνα, όπου έκτοτε ζει. Αποφοίτησε από το Ιστορικό και Αρχαιολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1974, με τις νουβέλες “Η πηγάδα”, “Κάτι άνθρωποι”. Έχει εκδώσει συνολικά τρεις νουβέλες, δύο συλλογές διηγημάτων, δέκα μυθιστορήματα, δύο δοκίμια, ενώ το 2005 εξέδωσε τη μαρτυρία “Τα μαύρα λουστρίνια” στο πλαίσιο της σειράς “Η κουζίνα του συγγραφέα” των εκδόσεων “Πατάκη”. Έχει τιμηθεί με το Βραβείο “Νίκος Καζαντζάκης” του Δήμου Ηρακλείου για το μυθιστόρημα “Αρχαία σκουριά” με το Β’ Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το μυθιστόρημα “Πλωτή πόλη” και με το Βραβείο Κώστα Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημα “Αθώοι και φταίχτες”, για το οποίο επίσης τιμήθηκε με το Βραβείο Balkanika και το Βραβείο “Καβάφη”. Για το μυθιστόρημα “Έλα να πούμε ψέματα” έχει τιμηθεί με το βραβείο “Νίκος Θέμελης” του ηλεκτρονικού περιοδικού “Αναγνώστης”.
Της απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το 2019, για τη συνολική της προσφορά στα Γράμματα.
Καλιμπάν ο καλός
Καθ’ έξιν δολοφόνος αλλά καλός άνθρωπος
Ντανιέλ Τσαβαρία
Μετάφραση: Μαρία Μπεζαντάκου
Opera, 2023
σ. 488
««Στις έξι παρά τέταρτο περίμενα τον νταβατζή, σταματημένος δίπλα στο πεζοδρόμιο του σπιτιού του με τη μηχανή αναμμένη. Μερικοί ηλικιωμένοι έκαναν ουρά στο περίπτερο για ν’ αγοράσουν εφημερίδες, όταν είδα να πλησιάζει από την οδό 72 η μεθυσμένη και τρεκλίζουσα σιλουέτα του Ανσέλμο.
Περπατούσε πάνω στην άσφαλτο. Εγώ ξεκίνησα να κινούμαι πολύ αργά, κι όταν τον είχα στα τρία μέτρα, επιτάχυνα απότομα. Αυτός προσπάθησε να καταφύγει στο πεζοδρόμιο, αλλά τον έριξα κάτω με το φτερό.»
«Λίγο μετά την έκδοση αυτού του βιβλίου, όταν η ομολογία μου θα έχει αποδειχθεί αληθινή, θα καταφύγω σε μια νέα ταυτότητα και σε ασφαλείς κρυψώνες, αφού η Interpol, η Europol, η Bundespolizei και άλλες εθνικές και ιδιωτικές αστυνομίες θα ξεχυθούν στο κατόπι μου.
Η ποταπή κοινή γνώμη θα διαδώσει φρικαλεότητες για το άτομό μου, και ο χυδαίος κιτρινισμός του Τύπου θα με χαρακτηρίσει τέρας, ανώμαλο και όλα τα σχετικά (πράγμα που είναι εν μέρει αλήθεια). Ωστόσο, είμαι σίγουρος πως στο τέλος πολλοί αναγνώστες με ζεστή καρδιά, στρατευμένοι στην αλήθεια, θα μου αναγνωρίσουν μια κοινωνική συμπεριφορά πιο συνεπή, καλοκάγαθη και αθώα από εκείνη των δύο τρίτων της ανθρωπότητας.»»
Είναι απολύτως βέβαιο, αν και παράδοξο, το γεγονός ότι ο Ντανιέλ Τσαβαρία (Ουρουγουάη 1933) δεν έγραψε ούτε μία γραμμή τα πρώτα πενήντα χρόνια της ζωής του. Στα είκοσι μπάρκαρε σ’ ένα πλοίο για την Ισπανία. Διέσχισε την Ευρώπη και εργάστηκε ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Αμβούργου, ναύτης σε ελληνικό πλοίο και περιπλανήθηκε στην Ιταλία. Επιστρέφοντας στη Λατινική Αμερική ολοκλήρωσε τις σπουδές φιλολογίας και εργάστηκε ως ηθοποιός στο Μοντεβίδεο. Στα 1964, όπως πολλοί αριστεροί διανοούμενοι, έτσι και ο Τσαβαρία βρίσκεται στη Βραζιλία. Το στρατιωτικό πραξικόπημα ανατρέπει τον δημοκρατικό πρόεδρο Joao Goulart και ο Τσαβαρία καταφεύγει στον Ταπαζός, παραπόταμο του Αμαζονίου έχοντας μαζί του τα “Ποιήματα” του Οράτιου και τις “Μεταμορφώσεις” του Οβίδιου. Μετά από οκτώ μήνες παραμονής στη ζούγκλα καταλήγει στις ακτές του Ειρηνικού. Εκεί εργάζεται στο Duty Free του τοπικού αεροδρομίου και κάνει λαθρεμπόριο ουίσκι και τσιγάρων. Παράλληλα συνδέεται με το E.L.N., το κίνημα των ανταρτών του Φιντέλ Κάστρο. Στις 27 Οκτωβρίου 1969, το στρατηγείο του E.L.N. του διαμηνύει ότι ένας αντάρτης αυτομόλησε δίνοντας στην αστυνομία μία λίστα με ονόματα όπου εμφανιζόταν και το δικό του. Αναγκάζεται να ξαναφύγει. Την επομένη επιβιβάζεται σ’ ένα μικρό αεροπλάνο και οπλισμένος μ’ ένα περίστροφο αναγκάζει τον πιλότο ν’ αλλάξει πορεία προς την Κούβα. Όπως λέει ο ίδιος, “Τη χρονιά εκείνη έγιναν εξήντα πέντε αεροπειρατίες με προορισμό την Κούβα”. Έκτοτε ζούσε στην Αβάνα και δίδασκε αρχαία ελληνικά, λατινικά και κλασική φιλολογία. Έφυγε από τη ζωή στις 6 Απριλίου 2018.