Ένα Κοζανιτόπουλο ⃰ θυμάται: Κουλούρια, κεκ, σάμαλι, φοινίκια, τυρόπιτες

3 Min Read

Δεν υπήρχαν στην εποχή του ‘50 κυλικεία στα σχολεία. Ο Τσεκούρας, ο Ρέτζιος, ο Ναούμ’ς, ο Λεωνίδας, ο Κουκουτάρης είχαν αναλάβει δράση.

Οι λιχουδιές για τα μαθητούδια του δημοτικού το κουλούρι και το σιμίτι, τα γλειφιτζούρια και τα καραμελωμένα φιρίκια, τα κέικ, το σάμαλι, η τυρόπιτα ήταν αντίστοιχα του καθενός η σπεσιαλιτέ.

- Advertisement -

     Κρατούσαμε σφιχτά το χαρτζιλίκι της ημέρας, ένα πεντούλ΄ για το πρώτο διάλειμμα. Κάθε πρωί ο Ντώνης κι εγώ περνούσαμε από το μαγαζί και ο παππούς είχε επάνω στο γκισέ έτοιμα παραταγμένα δυό πεντούλια, ένα για τον καθένα μας!

Θυμάμαι τα κασελάκια που μετέφεραν τα κουλούρια, τα κέικ, τα σιμίτια ο Τσεκούρας κι ο Ναούμ’ς. Ο Λεωνίδας είχε ταβά ορθογώνιο και ένα πτυσσόμενο δίποδο για να στηρίζει τον ταβά. Με την χαρακτηριστική σπάτουλα, εργαλείο κατ’ εξοχήν του μπογιατζή, έκοβε τα κομμάτια του σάμαλι τετράγωνα και όλα ίδια.

     Ο Ρέτζιος ήταν αυτός που μας ειδοποίησε πως χτύπησε το κουδούνι, όταν η παρέα μας Γιάννης, Πέτρος, Νίκος, Παύλος κι εγώ είχαμε ξεχαστεί στον πίσω δρόμο του Α’ δημοτικού σχολείου. Απέναντι από το σπίτι του Κώστα του Καραμάρκου είχε μια κατηφόρα ο δρόμος. Εκεί είχαμε στρώσει μια γλίστρα. Με  πάγο, χειμώνα καιρό, τέλεια τζιάμι. Το γλίστρημα στα δυο πόδια απόλαυση.

-Άιντε, αρά, του κουδούν’ βάρισι, πχιάλατι, είπε ο Ρέντζιος, έχοντας υπό μάλης τον ξύλινο δίσκο με τα κοκοράκια και τα καραμελωμένα φυρίκια.

      Λαχτάρα μεγάλη, μας περίμενε ο Μπόζιος έξω από το γραφείο των δασκάλων στον α’ όροφο για απολογία και τα λοιπά.

     Και κάθε Κυριακή στον Άγιο Νικόλαο βλέπαμε τον Τσεκούρα με άσπρη μπλούζα και καπέλο ναύαρχου με άσπρο κάλυμμα, το Ναούμ’ι με λευκή μπλούζα να πουλάν κουλούρια, σιμίτια και κέικ.

     Παλαιότερα, ένας κουλουρτζής κάθε Κυριακή έξω από την εκκλησία έδινε τα κουλούρια στις κυρίες και τα παιδιά πιάνοντας τα με το χέρι. Ο αγορανόμος-αστυφύλακας μια Κυριακή του έκαμε αυστηρή παρατήρηση.

–         Δεν θα σε δω άλλη φορά να πιάνεις τα κουλούρια με το χέρι. Θα πάρεις μια τσιμπίδα μικρή για να τα πιάνεις, όταν τα δίνεις στον πελάτη.

–         Γιατί κύριε αστυνόμε, τα χέρια μου είναι καθαρά, προσέχω.

–         Άκουσες τι είπα, εσύ μπορεί να πιάντς τν τέτοια σ’ και μετά να δίντς τα κλούρια.

     Την επόμενη Κυριακή ο αστυνόμος διαπίστωσε πως ο κουλουρτζής αμετανόητος έδινε τα κουλούρια πιάνοντας τα με τον αντίχειρα και τον δείκτη, δίκην τσιμπίδας.

Τότε ο αστυνόμος εκνευρισμένος είπε :

– Πάλι τα ίδια, δεν είπαμε για τσιμπίδα;

– Έχω πάρει κύριε αστυνόμε. Να την.

– Τότε γιατί δεν την χρησιμοποιείς;

– Τσακώνου, κυρ αστυνόμε, τν τέτοια’ μ όταν παένου για κατούρμα!

 ⃰  Του Γιώργου Θ. Τζέλλου

Μοιραστείτε την είδηση