Τη συμφωνία για τη συνέχιση της τηλεθέρμανσης σε 130.000 καταναλωτές στη Δυτική Μακεδονία (Κοζάνη, Πτολεμαΐδα και Αμύνταιο) για την επόμενη 20ετία επικύρωσε χθες ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θόδωρος Σκυλακάκης, μετά τις θετικές αποφάσεις των τριών Δημοτικών Συμβουλίων και του Περιφερειακού Συμβουλίου.
Η συμφωνία περιλαμβάνει τη διευθέτηση των χρεών 130εκ. ευρώ, τη συνέχιση λειτουργίας της τηλεθέρμανσης για την επόμενη διετία, με τον τρόπο που λειτουργεί σήμερα, δηλαδή με την παροχή θερμού νερού από υφιστάμενες λιγνιτικές μονάδες και ηλεκτρολέβητες και στη συνέχεια με την κατασκευή και λειτουργία μονάδας συμπαραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας από τη ΔΕΗ με καύσιμο φυσικό αέριο (και μελλοντικά υδρογόνο) από την περίοδο 2026-2027, που θα καλύπτει τις ανάγκες τηλεθέρμανσης των τριών περιοχών, εκτιμώμενου ύψους επένδυσης 80 εκατ. ευρώ.
Τέλος συμφωνήθηκε και η νέα τιμολογιακή πολιτική, που για τη μεταβατική περίοδο θα κυμαίνεται από 6,5 έως 7 σεντς ανά κιλοβατώρα για τους καταναλωτές (αυξημένη σε σχέση με σήμερα περίπου κατά 35-40% ενώ όταν θα λειτουργήσει η ΣΗΘΥΑ θα βασίζεται στις τιμές του φυσικού αερίου και των ρύπων Co2.
Πρόκειται αναμφίβολα για μια δύσκολη συμφωνία κυρίως για τους καταναλωτές, που θα επωμιστούν τις αυξήσεις και θα κριθεί τα επόμενα χρόνια από το που θα οδηγηθούν οι τιμές σε σχέση με τις άλλες διαθέσιμες επιλογές.
Ικανοποίηση στο Υπουργείο
Την τελική συμφωνία ανακοίνωσαν χθες ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θόδωρος Σκυλακάκης, και η υφυπουργός Αλεξάνδρα Σδούκου, παρουσία του Περιφερειάρχη Δυτικής Μακεδονίας, Γιώργου Αμανατίδη, των τριών δημάρχων Κοζάνης, Πτολεμαΐδας και Αμυνταίου, και των βουλευτών της περιοχής κάνοντας λόγος για μια συμφωνία που το κόστος για τους καταναλωτές θα είναι «σημαντικά χαμηλότερο από τις εναλλακτικές πηγές θέρμανσης».
Ο κ. Σκυλακάκης χαρακτήρισε το πρόβλημα της τηλεθέρμανσης «Λερναία Ύδρα», επισημαίνοντας ότι πολλοί πίστευαν ότι δεν θα βρεθεί λύση, καθώς πέρασαν αρκετοί μήνες διαπραγματεύσεων για να καταλήξουν στο τελικό κείμενο της συμφωνίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο κ. Σκυλακάκης, η συμφωνία κατά την ενδιάμεση περίοδο εξασφαλίζει τιμή πώλησης της ενέργειας από τη ΔΕΗ προς τις δημοτικές επιχειρήσεις στα 32,5 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Η τιμή αυτή, όπως είπε ο υπουργός, αν συνυπολογιστεί και το επίδομα θέρμανσης (το οποίο κλιμακώνεται ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν σε κάθε περιοχή), διαμορφώνεται στα ίδια επίπεδα με τα υφιστάμενα. Παράλληλα, σύμφωνα με τον υπουργό, ήταν απαραίτητο να βρεθεί φόρμουλα για τη διαχείριση της μεταβατικής περιόδου (σ.σ. μέχρι την κατασκευή της μονάδας ΣΗΘΥΑ και την πλήρη απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων). Τέλος, θα έπρεπε να προσδιοριστεί ποια τιμή θα έχει η τηλεθέρμανση στο μέλλον, για την επόμενη τουλάχιστον 25ετία.
Οι δήμαρχοι των τριών περιοχών τόνισαν ότι οι τελικές τιμές για τους καταναλωτές κυμαίνονται από 6,5 έως 7 σεντς ανά κιλοβατώρα, συγκριτικά με τις εναλλακτικές επιλογές θέρμανσης που είναι σημαντικά ακριβότερες. «Η λύση διασφαλίζει τιμές θέρμανσης οι οποίες είναι πολύ χαμηλότερες από όσους καταναλωτές δεν καλύπτονται από την τηλεθέρμανση – και θα παραμείνουν τουλάχιστον για την επόμενη 20ετία», συμπλήρωσε ο υπουργός και πρόσθεσε ότι θα πρέπει να γίνουν εγκαίρως όλα τα έργα, έτσι ώστε μετά το 2026-2027 που θα αποσυρθούν οι λιγνιτικές μονάδες, να υπάρχει η μονάδα ΣΗΘΥΑ.
Η υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Αλεξάνδρα Σδούκου, σημείωσε ότι η συμφωνία διασφαλίζει μια δίκαιη κατανομή των υποχρεώσεων, υπογραμμίζοντας την καλή συνεργασία όλων των εμπλεκομένων. Ανέφερε επίσης ότι η τιμή προμήθειας θα παραμείνει σταθερή για τους χρήστες της τηλεθέρμανσης, ακόμα και όταν η τιμή προμήθειας ξεπερνά τα 43 ευρώ ανά μεγαβατώρα, καθώς θα καλύπτεται από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης και θα ενισχύεται από το ειδικό τέλος ΑΠΕ.
«Σκοπός ήταν η λύση που θα βρεθεί να είναι συμφέρουσα για όλους», τόνισε ο Περιφερειάρχης Δυτικής Μακεδονίας, Γιώργος Αμανατίδης, και πρόσθεσε ότι «οι διαπραγματεύσεις κράτησαν τόσο όσο και η αξία της συμφωνίας». Επίσης, σημείωσε πως υπάρχουν και άλλα στάδια που θα δρομολογηθούν, ξεκινώντας από την υπογραφή των διμερών συμβάσεων, την υλοποίηση των έργων και την ψήφιση της νομοθετικής ρύθμισης στη Βουλή.
Τέλος, ο Γιώργος Στάσσης, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΗ, επισήμανε τη σημασία της βιωσιμότητας της τηλεθέρμανσης και τόνισε ότι η ΔΕΗ θα συνεχίσει να επενδύει στην περιοχή, προγραμματίζοντας έργα που θα ενισχύσουν την υποδομή της τηλεθέρμανσης. «Πρέπει να προχωρήσουμε γρήγορα ώστε, το αργότερο σε δύο χρόνια, να ολοκληρωθεί η τελική λύση. Είμαστε παρόντες στην περιοχή και συνεχίζουμε να επενδύουμε, σκεφτόμαστε και επενδύσεις στα data centers», σημείωσε.