Τη νύχτα που χάθηκε η λογική… 

13 Min Read

Γράφει η Ναούμα Τσιότσιου*

  Κάποτε ήταν ένα κοριτσάκι περίπου οκτώ χρονών. Καθόταν και έπαιζε στο δωμάτιό του, αλλά, ξαφνικά, ο χώρος άρχισε να μυρίζει έντονα καπνό. Βγήκε από το ροζ δωμάτιό της και πήγε να ρωτήσει τη μητέρα της, γιατί μύριζε τόσο πολύ καμένο. Μόνο που, όταν πήγε στην κουζίνα, αντίκρισε τη μητέρα της πεσμένη στο πάτωμα και μαζί πυκνό καπνό που τη δυσκόλευε να αναπνεύσει.

    Φοβισμένο το κορίτσι πήγε να φωνάξει τον πατέρα της. Αλλά μάταια. Έψαχνε και φώναζε σε όλο το σπίτι της, αλλά δυστυχώς ο πατέρας της δεν την άκουγε. Γύρισε πίσω στην κουζίνα και την είδε να καίγεται. Η φωτιά είχε περικυκλώσει όλο το δωμάτιο και αργότερα όλο το σπίτι. Το κοριτσάκι καθόταν εκεί ακίνητο, κοιτώντας τις φλόγες, φοβισμένο με δάκρυα στα ματιά, δίχως να ξέρει τι να κάνει και αν μπορούσε να σωθεί. 

    Ο χρόνος περνούσε. Ήρθε η πυροσβεστική έξω από το σπίτι της. Την κάλεσε μια γειτόνισσα που είδε τον καπνό. Μπήκαν μέσα και έβγαλαν το κορίτσι με μερικές μελανιές και αίματα.  Έκλαιγε αρκετά. Δεν ήθελε να χάσει τους γονείς της και ανησυχούσε. Η πυροσβεστική κατάφερε να βγάλει έξω τους γονείς της, αλλά ήταν πλέον πολύ αργά. Οι γονείς της είχαν μεταφερθεί στο νοσοκομείο, αλλά δεν τα κατάφεραν. Είχαν ήδη χάσει τη ζωή τους. Κατάφεραν να σβήσουν τις φωτιές, αλλά το σπίτι καταστράφηκε μπροστά στα ματιά της. 

Η ζωγραφιά είναι της Ναούμα Τσιότσιου

     Το κορίτσι ονομαζόταν Μάγκυ και μέχρι τα δεκατρία της χρόνια έμενε μαζί με έναν μακρινό συγγενή της, ο οποίος κάθε μέρα έβγαινε έξω, γυρνούσε αργά το βραδύ και δεν της έδινε καθόλου σημασία. Εκείνη καθόταν μόνη και κλειδωμένη μέσα στο δωμάτιό της, ώσπου μια μέρα αποφάσισε φύγει. 

   Μάζεψε τα πράγματά της και πήγε να κοιμηθεί σε μια φίλη της, την Άντζι. Η φίλη της τη δέχθηκε αμέσως. Μετά από πολύ καιρό η Μάγκυ δεν ένιωθε τα τέρατα κάτω από το κρεβάτι της. Ίσως, γιατί τα τέρατα δεν ήταν ποτέ κάτω από το κρεβάτι της, αλλά ήταν απλώς μέσα στο κεφάλι της. Δεν ένιωθε κανένα τέρας, ούτε το έβλεπε, γιατί απλά τα τέρατα όλο αυτόν τον καιρό ήταν φαντασιώσεις της, καθώς η Μάγκυ από τη μέρα που πέθαναν οι γονείς της είχε ψυχολογικά προβλήματα. Παράλληλα, βίωνε και κρίσεις πανικού, κατακλυζόταν από πολύ άγχος, απελπισία και σκεφτόταν συνεχώς τι θα μπορούσε να είχε γίνει. 

    Το επόμενο πρωί, η Μάγκυ, λίγες ώρες μετά από τη στιγμή που ξύπνησε, πήγε με τη φίλη της που τη φιλοξενούσε μια βόλτα στο πάρκο. Κάθισαν σε ένα παγκάκι και γνωρίσαν μια παρέα τριών αγοριών και δύο κοριτσιών. Η Μάγκυ δεν τους είχε πει την ιστορία της, παρόλο που είχαν γνωριστεί αρκετά. Στη συνέχεια, δέθηκαν πολύ και έβγαιναν μαζί σχεδόν κάθε μέρα. Συγκεκριμένα, η Μάγκυ είχε δεθεί αρκετά με ένα αγόρι της παρέας, τον Άγγελο. Μια μέρα αποφάσισαν να βγουν μόνοι τους. Όταν συναντήθηκαν στο πάρκο, όπου συναντιόταν όλη η παρέα, ο Άγγελος την περίμενε με ένα μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα, τα αγαπημένα της λουλούδια. Εκείνη τη στιγμή είχε χαρεί πολύ και, μόλις πήρε τα τριαντάφυλλα, νόμισε πως ο Άγγελος τής χάρισε τα αστέρια. Τι να τα κάνει, όμως, τα αστέρια, αφού της έλειπε ο ουρανός; Η Μάγκυ δεν έμεινε για πολύ. Έκατσε λίγο και έπειτα έφυγε. Και τον είδε να χάνεται στο πλήθος και μαζί του χάθηκε και εκείνη.

     Αφού πέρασε καιρός, ένα απόγευμα με ήλιο, τα παιδιά αποφάσισαν να βγουν μετά το σχολείο. Πήραν τηλέφωνο και τη Μάγκυ. Τους είπε πως δε θα μπορούσε να βγει εκείνη την ημέρα, όπως πάντα έλεγε τον τελευταίο καιρό, και τη ρωτήσαν τον λόγο. «Εεε… Εμμ…, γιατί πρέπει να πάω σε μια δουλειά», είπε η Μάγκυ, χωρίς βέβαια να τους πείσει, καθώς πάντα αυτό τους έλεγε.

    Συγκεκριμένα, η Μάγκυ είχε πάει στην ψυχολόγο της, η οποία τη βοηθούσε πολύ, αφού την έκανε να νιώθει λίγη ασφάλεια. Σε εκείνη τη συνεδρία εκμυστηρεύτηκε στην ψυχολόγο της πολλά: «Όταν ήμουν μικρή, οι άνθρωποι μού φέρονταν, σαν να μην καταλάβαινα κάποια πράγματα. Έχω φύγει από παρέες, διότι μιλούσαν πίσω από την πλάτη μου. Αλλά, επειδή ήμουν μικρή, δε σήμαινε πως ήμουν και ανίδεη… Πολλοί θα πουν πως, άμα κάποιος σε αγαπάει, γυρίζει. Βέβαια, αυτό είναι λάθος. Γιατί, άμα σε αγαπούν αληθινά, δε φεύγουν ποτέ από κοντά σου… Από όλα όσα έχω ζήσει μέχρι τώρα, έχω καταλάβει πως η καρδιά μιλάει. Η καρδιά μιλάει, αλλά δεν ακούει σχεδόν κανείς. Και τα ματιά μιλούν, εμείς όχι. Εμείς φωνάζουμε και τα ματιά σωπαίνουν για πάντα. Και τέλος και το μυαλό σωπαίνει… Τελικά, το μυαλό φωνάζει και η καρδιά μένει χωρίς φωνή… Ενίοτε προσπάθησα να αλλάξω, αλλά στην τελική με έχασα… Όταν γελώ, λυπάμαι. Όταν μιλώ για ελπίδα, φοβάμαι. Χρονιά έψαχνα μια πρόταση που θα εξηγούσε τη βουβή ζωή μου… Πολλοί με λυπούνται και νομίζουν πως δεν το νιώθω, αλλά εγώ το νιώθω πρώτη και λυπάμαι, λυπάμαι πολύ». Αφού τελείωσε η συνεδρία της, η Μάγκυ επέστρεψε στο σπίτι της φίλης της. Την είδε να κοιμάται, οπότε ξάπλωσε κάτω από το βαρύ πάπλωμα της.

     Οι μέρες περνούσαν και η παρέα της συνέχιζε να βγαίνει, χωρίς να την καλούν. Εκτός αυτού η Μάγκυ δεν τους απαντούσε ποτέ στα τηλέφωνα και όποτε η φίλη της πήγαινε πίσω στο σπίτι της, δεν την πετύχαινε ποτέ.

     Ώσπου μια μέρα τα παιδιά είχαν μια ιδέα. Μια ιδέα όπου θα κατέστρεφε ολοκληρωματικά τη ζωή της Μάγκυ. Την επόμενη μέρα κιόλας, καθώς ήταν τόσο θυμωμένοι μαζί της, την πήραν τηλέφωνο, για να βγει μαζί τους. Της είπαν πως είναι κάτι σημαντικό, προκειμένου να δεχτεί. 

 Αποφάσισαν να επισκεφθούν ένα ήρεμο, εγκαταλελειμμένο μέρος. Η Μάγκυ απομακρύνθηκε για λίγο και κάθισε σε ένα σκαλοπατάκι στο σκοτάδι, για να μιλήσει στο τηλέφωνο. Αφού το έκλεισε, την κυρίεψε  ανασφάλεια. Μετά από λίγο, ένιωσε ένα χέρι να τη σφίγγει τον λαιμό. Κοίταξε πίσω της και είδε τους υποτιθέμενους φίλους της τριγύρω. Μόνο που έλειπε ο Άγγελος. Κάθισαν μαζί της και της έδωσαν να πιει ένα αναψυκτικό, ένα αναψυκτικό που είχε μέσα μερικές ουσίες, ώστε να χάσει τις αισθήσεις της. 

  Όταν το πρώτο μέρος του σχεδίου ολοκληρώθηκε επιτυχώς, εμφανίστηκε ο Άγγελος κρατώντας ένα όπλο. Σε λίγη ώρα βρισκόταν εκεί νεκρή με μια σφαίρα στο κεφάλι και μαχαιρωμένη σχεδόν σε όλο το σώμα της. Τα αίματά της είχαν διασκορπιστεί παντού. Αναίσθητη πλέον, δίχως την ψυχή στο σώμα της, δίχως συναισθήματα. Ήταν απλώς ένα πτώμα. Και ποιος θα την έβρισκε σε εκείνο το εγκαταλελειμμένο μέρος;

Η ζωγραφιά είναι της Ναούμα Τσιότσιου

  Κανένας δε θα μπορούσε να βρει το πτώμα της, καθώς ήταν ένα απόμερο μέρος στο οποίο κανένας δεν τολμούσε να πατήσει. Εκτός από αυτό, ο τελευταίος που είχε πάει εκεί πριν δύο χρονιά, δεν επέστρεψε ποτέ πίσω. Έλεγαν πως αυτό το μέρος ήταν στοιχειωμένο σύμφωνα μ’ έναν μύθο. Έναν μύθο που μόνο ένας είχε το θάρρος να ξεστομίσει. Συγκεκριμένα, όποιος βρισκόταν εκεί μονός του, άκουγε ανεξήγητες κραυγές, γέμιζε ο χώρος έντονη ομίχλη και στον δρόμο, πίσω από πολλά δέντρα, ήταν κρυμμένη μια πινακίδα που έγραφε: «Τρέξε….τρέξε όσο πιο γρηγορά μπορείς. Αλλιώς, όποιος εισέλθει δε θα τον ξαναδεί ποτέ κανένας… Ή εάν βγει, δε θα είναι ποτέ μονός του».

    Ωστόσο, έτυχε μια κοπέλα να περνάει από εκεί. Την αντίκρισε μαχαιρωμένη, αλλά δεν πανικοβλήθηκε. Πηρέ απευθείας τηλέφωνο την αστυνομία. Μόλις έφτασαν οι αστυνομικοί, τη μετέφεραν αμέσως στο νεκροτομείο. Δε γνώριζε κανένας την κοπέλα που βρήκε το πτώμα της Μάγκυ. Τη στιγμή βέβαια που τη ρώτησε η αστυνομία το όνομά της, εκείνη απάντησε πως ήταν μια κοπέλα που πριν από είκοσι χρονιά είχε βρεθεί στην ίδια κατάσταση με τη Μάγκυ. Έκτοτε δεν υπήρξε πότε καμία εμφάνισή της.

  Λίγες μέρες αργότερα, τελέστηκε η κηδεία της. Ορισμένα άτομα, όπως η Άντζι και ακόμη ένα αγόρι, εξέφρασαν βαθιά μεταμέλεια. Συγγνώμη στον πρώτο τσακωμό, συγγνώμη στον τάφο της κοπέλας που τη σκότωσαν…

  Μόλις η Άντζι γύρισε στο σπίτι της, κοίταξε τα πράγματα της Μάγκυ και βρήκε ένα γράμμα που είχε γράψει η ίδια Μάγκυ. Μέσα έγραφε: «…Ένας ψίθυρος ακούστηκε: Τρέξε. Εκείνη, όμως, δεν το έκανε. Φόβος κυρίευε κάθε μέρος του κορμιού της. Μια σκιά απλωνόταν σαν μαύρος μανδύας από πίσω της, βάζοντάς τα όλα στο σκοτάδι… Μετά από πολλές σελίδες και πολλές λέξεις, κάπου ήταν και εκείνος που την αγαπούσε. Τώρα στεκόταν αυτός που την ήθελε νεκρή. Δεν τον φοβόταν, παρόλο που το σώμα της έτρεμε. Προσπάθησε να βρει μια εξήγηση, αλλά καμία λογική δεν της ταίριαζε. Κάποτε της έδωσε στο χέρι κόκκινα τριαντάφυλλα και τώρα τα άφησε ξανά πάνω στον τάφο της, μαύρα όμως. Πριν πάρει την τελευταία της ανάσα, είδε τις μορφές γύρω της. Ο χώρος ήταν σαν λαβύρινθος από λάθη και απειλές. Ήξερε πως έπρεπε να τρέξει μακριά, αλλά όσο και να έτρεχε, εκείνοι πάντα θα την ήθελαν νεκρή. 

Υ.Γ.: Στο μέλλον θα εμφανιστεί μια κοπέλα, ίδια μ’ εμένα. Ένας από εσάς θα με ξαναδεί μετά από είκοσι χρονιά ακριβώς. 

    Μόλις διάβασε αυτό το γράμμα η Άντζι, δεν πίστευε στα ματιά της. Ήταν λες και ήξερε τα πάντα, πριν καν συμβούν. Ή μήπως τα έζησε και μετά τα έγραψε; Πήρε αμέσως τηλέφωνο τον Άγγελο να του το πει, αλλά το σήκωσε ένας άλλος, άγνωστος. Της είπε πως ο Άγγελος αυτοκτόνησε με ανατριχιαστικό τρόπο, διότι μετάνιωσε που σκότωσε την κοπέλα.

    Ωστόσο, τα παιδιά σταμάτησαν να κάνουν παρέα. Και όσο και αν προσπαθούσε η αστυνομία να βρει τους ενόχους, εκείνοι είχαν ήδη αλλάξει χώρα. Όσο όμως και να ήθελαν να το κρύψουν, αυτό θα έμενε για πάντα χαραγμένο στο υποσυνείδητό τους. Η αστυνομία πραγματοποίησε πλήθος ερευνών για αυτό το έγκλημα πολλές εβδομάδες. Δεν μπόρεσε όμως να βρει ούτε ένα αποτύπωμα, ούτε ένα στοιχείο και κανένα πεσμένο αντικείμενο. Κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει πώς βρέθηκε το πτώμα της με τόσες μαχαιριές. Και, όταν πέρασε ο καιρός, όλοι την ξέχασαν. Ξέχασαν και εκείνη και τον θάνατό της. Μετά από καιρό το όνομα από τον τάφο της είχε σβηστεί. Τα τριαντάφυλλα, όμως, που της είχε αφήσει ο Άγγελος, δε μαράθηκαν πότε.

   Αυτή, λοιπόν, είναι η ιστορία της Μάγκυ, που ήταν γραφτό να πεθάνει ή μάλλον να δολοφονηθεί στα δεκατέσσερά της. Ήταν μια ιστορία δολοφονίας μιας κοπέλας, μια ιστορία φόβου, λύπης, τρόμου, απελπισίας, εκδίκησης και στυγνού θυμού.

*Ναούμα Τσιότσιου, μαθήτρια του Μουσικού Σχολείου Σιάτιστας 

Μοιραστείτε την είδηση