Από τις φαντασιακές κοινότητες του Άντερσον (1997), κατά τον οποίο το έθνος νοείται σαν μια οριζόντια συντροφική σχέση ανεξάρτητα από την ουσιαστική ανισότητα, μέχρι τη διεθνιστική ανάγνωση του Μαρξ, σύμφωνα με την οποία σε όλο το προλεταριάτο τα συμφέροντα είναι κοινά ανεξάρτητα από την εθνότητα, υπάρχουν πολλές εκδοχές για το ρόλο που καλείται να παίξει το έθνος, προκειμένου να επιτευχθούν πολιτικοί και οικονομικοί στόχοι.
Η σχέση, επίσης, του “μύθου” του έθνους με τη συλλογική ωριμότητα είναι μεγάλη. Όσο πιο μεγάλη η συλλογική ωριμότητα, τόσο λιγότερος ο χώρος για μύθους και μεγαλύτερη η ευκαιρία για μια κριτική αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας. Και δεν μιλάμε, βέβαια, για τα μαθήματα ιστορίας που παραδίδονται στα πεντάχρονα, αλλά για την ενήλικη υποχρέωση να βλέπουμε τα πράγματα χωρίς παραμορφωτικούς φακούς.
Ασφαλώς ο καθένας ορίζει και αποφασίζει ποια ιστορία θέλει να λέει, τι είδους ειδήσεις θέλει να διαβάζει και τι εικόνα του αρέσει για τον κόσμο. Αρκεί να έχει επίγνωση της μερικότητας και της σχετικότητας της εικόνας που διαμορφώνει και να μην το κάνει με εμπαθή τρόπο ή διάθεση προσυλητισμού.
Όλα τα υπόλοιπα, από τη θρησκευτική αγάπη στα εθνικά σύμβολα μέχρι μια πιο large αντίληψη για το συνιστά το εθνικό, είναι αποδεκτή. Το σίγουρο πάντως είναι ότι ζούμε σε μια εποχή που τα έθνη αναπροσαρμόζουν την ταυτότητά τους σε σχέση με εσωτερικές και εξωτερικές ανάγκες, όπως οι πολιτικές για τη μετανάστευση, υπηρετώντας τις βασικές αρχές του Διαφωτισμού.
Ιωάννα Κωσταρέλλα