1 δισεκατομμύριο βαρέλια μαύρου χρυσού, αξίας 100 δισ. ευρώ, περιμένουν να τα αξιοποιήσουμε.

12 Min Read

Χρήστος Ι. Κολοβός

- Advertisement -
Ad image
- Advertisement -
Ad image

Δρ Μηχανικός Μεταλλείων – Μεταλλουργός Μηχανικός ΕΜΠ

Μέλος Περιφερειακής Επιτροπής Διαβούλευσης Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας

Στο τέλος του 2017 πήρε ευρεία δημοσιότητα η είδηση πως “Τετραπλάσιο, σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις, είναι το κοίτασμα πετρελαίου στο Κατάκολο, καθώς τα βεβαιωμένα αποθέματα, τα οποία πιστοποιούνται από ανεξάρτητο οίκο, είναι 10,7 εκατ. βαρέλια έναντι 3 εκατ. που ήταν η εκτίμηση κατά την περίοδο που έγινε ο διαγωνισμός.” Είναι ασφαλώς θετικό να ανακαλύπτονται νέοι εγχώριοι ενεργειακοί πόροι, καθώς η εκμετάλλευσή τους βοηθά τη χώρα να αποφεύγει εισαγωγές, σε μια χρονική συγκυρία που και χρεοκοπημένη είναι και δεν μπορεί να τυπώνει δικό της νόμισμα.

Οι πολιτικοί μας ωστόσο τείνουν να ξεχάσουν πως η χώρα διαθέτει ήδη 1 δισεκατομμύριο βαρέλια μαύρου χρυσού για άμεση εκμετάλλευση (και πολύ περισσότερα βαρέλια για μελλοντική), καθώς οι απαραίτητες επενδύσεις έχουν ήδη γίνει ή μπορούν να γίνουν με πολύ λίγα χρήματα, σε σχέση π.χ. μ’ αυτά που αφαιρούνται απ’ τις τσέπες των καταναλωτών μέσω του ΕΤΜΕΑΡ, για να κατευθυνθούν σε άλλες, εντελώς περιορισμένης αποτελεσματικότητας πηγές ενέργειας.

Στο διάγραμμα, που έχει συνταχθεί με βάση δημοσιευμένα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, φαίνεται η διακύμανση της ζήτησης φορτίου στο Ελληνικό Διασυνδεμένο Σύστημα Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΣΜΗΕ) στο διάστημα 2002-2017, (συµπεριλαµβάνονται οι απώλειες μεταφοράς, δεν συµπεριλαµβάνεται το φορτίο που καλύφθηκε από διεσπαρµένη παραγωγή από τα περίπου 2,5GW Φ/Β, που εγκαταστάθηκαν από το 2004 και κυρίως  το 2011-12 και είναι συνδεδεµένα απευθείας στο Δίκτυο Διανοµής). Για τα αμέσως επόμενα χρόνια έχει ήδη δρομολογηθεί η διασύνδεση στο σύστημα μεταφοράς ενός τμήματος των μη ακόμα διασυνδεμένων Κυκλάδων και της Κρήτης. Οι διασυνδέσεις αυτές ασφαλώς θα αυξήσουν την ελάχιστη ετήσια ζήτηση στο σύστημα.

Η ελάχιστη ζήτηση του συστήματος αποτελεί το λεγόμενο “φορτίο βάσης” του συστήματος και σ’ όλο τον πλανήτη το φορτίο βάσης καλύπτεται από μονάδες που λειτουργούν συνεχώς, προκειμένου να έχουν υψηλό βαθμό φόρτισης, υψηλό συντελεστή χρησιμοποίησης και συνεπακόλουθα χαμηλό μοναδιαίο κόστος της παραγόμενης ενέργειας. Επειδή με το σημερινό τεχνολογικό επίπεδο μαγικές λύσεις ΔΕΝ υπάρχουν, οι μονάδες αυτές είναι κατά κανόνα μεγάλης ισχύος και είτε ορυκτών καυσίμων είτε πυρηνικές είτε, σε κάποιες ελάχιστες περιπτώσεις, υδροηλεκτρικές (π.χ. στη Νορβηγία, που καλύπτει 97% των αναγκών από υδροηλεκτρικά). Στη χώρα μας από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα η παραγωγή φορτίου βάσης γίνεται συνεχώς από τον εγχώριο λιγνίτη. Το 2004, με την Ολυμπιάδα της Αθήνας, από εγχώριο λιγνίτη παρήχθησαν 32,5TWh ή 66,4% επί συνόλου 48,9TWh και από φυσικό αέριο 8,0TWh ή 16,4%. Η παραγωγή αυτή δείχνει πως ο λιγνίτης δεν κάλυπτε μόνο το φορτίο βάσης, αλλά και μεγάλο μέρος του μεταβλητού φορτίου, ανάμεσα στην ελάχιστη και τη μέγιστη ζήτηση.

Όπως φαίνεται στο διάγραμμα, ο λιγνίτης κάλλιστα μπορεί να συμμετέχει στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής με τουλάχιστον 4GW (διακεκομμένη γραμμή), αρκεί οι εκπομπές CO2 να συμβαδίζουν με τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας. Οι σήμερα λειτουργούντες ΑΗΣ έχουν συνολική (καθαρή) ισχύ 3,91GW, ωστόσο, με τις δρομολογημένες από ετών εξελίξεις και μετά την απόσυρση των ΑΗΣ Καρδιάς και Αμυνταίου, που βρίσκονται ήδη σε καθεστώς περιορισμένης λειτουργίας, η συνολική λιγνιτική ισχύς, (μαζί με τον υπό κατασκευή νέο ΑΗΣ Πτολεμαΐδας), θα είναι μόλις 2,8GW. Μετά την απόσυρση και των δυο μονάδων της Μεγαλόπολης την προσεχή 10ετία, η λιγνιτική ισχύς θα υποχωρήσει στα 2,35GW, πολύ κάτω των αναγκών για φορτίο βάσης του συστήματος.

Δεν πρέπει να λησμονούμε πως  λιγνίτη έχει μόνο η Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, όχι η Δυτική, όπως βλέπουμε στο χάρτη. Οι περιοχές αυτές βασίζουν σημαντικό μέρος της ηλεκτροπαραγωγής τους στο καύσιμο αυτό και σκοπός της ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ είναι καταρχήν η μείωση της εξάρτησης της ΕΕ από εισαγωγές ενέργειας. Μεγαλύτερος ηλεκτροπαραγωγός από λιγνίτη στην ΕΕ (και 2ος στον πλανήτη) είναι η Γερμανία, που το 2017 παρήγαγε από λιγνίτη 148TWh, όσες ακριβώς παρήγαγε και το 2000 (148,3). Συγκριτικά, η Ελλάδα το 2017 παρήγαγε από λιγνίτη μόλις 16,387TWh (στοιχεία ΑΔΜΗΕ), ποσοστό μόλις 31%, ακριβώς το μισό δηλαδή σε σχέση με το 2004, ενώ το ποσοστό παραγωγής από το 100% εισαγόμενο φυσικό αέριο αυξήθηκε σε 30% και η παραγωγή περίπου διπλασιάστηκε, σε 15,4TWh.

Με το Πρωτόκολλο του Κιότο και τη Συμφωνία Κατανομής της ΕΕ η χώρα μας είχε λάβει το δικαίωμα ν’ αυξήσει τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου στην περίοδο 2008-2012 έως +25% ως προς το 1990. Με τη Συμφωνία του 2009 για την περίοδο 2013-2020, η Ελλάδα θα πρέπει να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου το 2020 κατά 4% ως προς τα επίπεδα του 2005. Ωστόσο, η μείωση της ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη το 2017 κατά περίπου 50% ως προς το 2004 σημαίνει αντίστοιχη μείωση των εκπομπών CO2, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν και η καύση γίνεται σε πιο νέες ηλικιακά μονάδες, αλλά και η ποιότητα του λιγνίτη μπορεί να βελτιωθεί λόγω εκμετάλλευσης σταδιακά όλο και καλύτερων ποιοτικά στρωμάτων λιγνίτη.

Είναι κατόπιν αυτού σαφές πως δεν υφίσταται πραγματικός λόγος να σπεύδει η χρεοκοπημένη χώρα μας να μειώσει την ηλεκτροπαραγωγή από τον εγχώριο λιγνίτη πιο γρήγορα απ’ όσο επιβάλλει η προσαρμογή στις διεθνείς υποχρεώσεις, καθόσον θ’ αναγκαστεί να τον υποκαταστήσει με εξ ολοκλήρου εισαγόμενο φυσικό αέριο, κάτι που είναι τόσο σε βάρος της ασφάλειας εφοδιασμού όσο και σε βάρος της οικονομικότητας της ηλεκτροπαραγωγής. Αντίθετα, για προφανείς λόγους εξοικονόμησης συναλλάγματος, είναι απολύτως σκόπιμο να σπεύδει να μειώσει τις εισαγωγές φυσικού αερίου και πετρελαίου, τόσο για την ηλεκτροπαραγωγή, ιδίως σε όλα τα Μη Διασυνδεμένα Νησιά, που ηλεκτροδοτούνται με υγρά καύσιμα, όσο και για τις μεταφορές. Κι αυτά ορυκτά καύσιμα είναι, αλλά και εισαγόμενα και πανάκριβα.

Τα πιο πάνω θα πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την κατάρτιση του νέου ενεργειακού σχεδιασμού της χώρας, που πρέπει να περιλαμβάνει όλους τους τομείς της οικονομίας (μεταφορές, κτήρια, αγροτικές χρήσεις, κλπ) και όχι μόνο την ηλεκτροπαραγωγή. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως μόλις το 2012 είχε τεθεί σε διαβούλευση ένα άλλο σχέδιο ενεργειακού σχεδιασμού, το οποίο στην ηλεκτροπαραγωγή υποκαθιστούσε τον εγχώριο λιγνίτη με εισαγόμενο φυσικό αέριο και κατέληγε σε γραμμική συνεχή αύξηση των τιμολογίων ηλεκτρισμού για την οικονομία και τους πολίτες. Ήδη όμως στα χρόνια της κρίσης είναι πάρα πολλά τα νοικοκυριά που αδυνατούν ν’ ανταποκριθούν στα σημερινά τιμολόγια και η περαιτέρω συνεχής αύξησή τους μέχρι το 2030 σημαίνει ραγδαία επιδείνωση της ενεργειακής φτώχειας του πληθυσμού. Η “πατέντα” του λεγόμενου Κοινωνικού Τιμολογίου δεν λύνει το πρόβλημα της ακριβής παραγωγής, απλά στέλνει σε άλλους το λογαριασμό.

Η “απανθρακοποίηση” της ηλεκτροπαραγωγής πιθανόν έχει νόημα για χώρες όπως η Βρετανία, το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ολλανδία ή η Ισπανία, που τα εγχώρια αποθέματά τους λιθάνθρακα έχουν εξαντληθεί και βασίζονται πλέον σε εισαγόμενο λιθάνθρακα ή σε πυρηνικά και φυσικό αέριο, (η καύση φυσικού αερίου βεβαίως και δεν συνιστά “απανθρακοποίηση”). Η εκμετάλλευση του λιγνίτη είναι ωστόσο σήμερα πρωταρχικής σημασίας για χώρες που έχουν ακόμα σημαντικά αποθέματα, όπως η Γερμανία, η Πολωνία, η Τσεχία. Δεν είναι προφανώς τυχαίο πως ένας απ’ τους λόγους κατάρρευσης των συνομιλιών σχηματισμού τρικομματικής κυβέρνησης στη Γερμανία ήταν η αδυναμία συμφωνίας σε ημερομηνία “απανθρακοποίησης” της ηλεκτροπαραγωγής. Ούτε και είναι τυχαίο πως στις αρχές Ιανουαρίου 2018 έγινε γνωστό πως στις συνομιλίες για αναβίωση του “Μεγάλου Συνασπισμού” η επίτευξη των κλιματικών στόχων του 2020 του μεγαλύτερου βιομηχανικού ρυπαντή της ΕΕ έχει ήδη παραπεμφθεί στις καλένδες.

Δεν πρέπει επίσης να μας διαφεύγει πως όλες οι Βαλκανικές χώρες βασίζουν την ηλεκτροπαραγωγή τους σε λιγνίτη. Μάλιστα, Κινεζικές εταιρείες μόλις πριν λίγους μήνες ξεκίνησαν να κατασκευάζουν νέες λιγνιτικές μονάδες στη Σερβία και τη Βοσνία. Συνεπώς βεβιασμένες κινήσεις στην Ελλάδα, που θα βασίζονται σε πολιτικές παρεμβάσεις κι όχι σε όρους αγοράς, κινδυνεύουν να έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση εισαγωγών ηλεκτρισμού στη χώρα μας από το λιγνίτη των γειτονικών χωρών, με αύξηση των εκπομπών CO2 στην περιοχή, εξαγωγή συναλλάγματος και εισαγωγή ανεργίας. Πρόκειται για φαινόμενο που ήδη παρατηρήσαμε τα προηγούμενα χρόνια, όταν η ΔΕΗ έκανε εισαγωγή Βουλγαρικού λιγνίτη στη Δυτική Μακεδονία, ενώ ο δικός μας λιγνίτης παρέμενε στο υπέδαφος ήδη ανοικτών αλλά εκτός λειτουργίας λιγνιτωρυχείων.

Συνεπώς, κατά την κατάρτιση του νέου ενεργειακού σχεδιασμού της χώρας μας πρέπει να ληφθεί υπόψη πως, εάν είναι επιθυμητό και εάν οι τεχνολογικές εξελίξεις το επιτρέπουν, η “απολιγνιτοποίηση” -και όχι “απανθρακοποίηση”- της ηλεκτροπαραγωγής μπορεί να έχει συντελεστεί σε πολύ σημαντικό βαθμό περί το 2050 ή λίγο μετά, με εκμετάλλευση μόνο των ήδη ανοικτών λιγνιτωρυχείων. Το 2050 πιθανότατα θα συνεχίζεται η λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή στη Γερμανία, την Πολωνία, την Τσεχία, χώρες που είτε έθεσαν σε λειτουργία νέες λιγνιτικές μονάδες μετά το 2010 είτε έχουν αυτή τη στιγμή υπό κατασκευή νέες. Μόλις το 2014 συντάχθηκε στη Γερμανία σχέδιο κλιματικών στόχων, που προβλέπει λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων για τουλάχιστον 45 χρόνια και οι πιο πρόσφατες μπήκαν σε λειτουργία το 2012, επομένως τα 45 χρόνια συμπληρώνονται το 2057.

Τα δικά μας ήδη ανοικτά λιγνιτωρυχεία και οι ήδη υπάρχουσες ή προγραμματισμένες από ετών για κατασκευή λιγνιτικές μονάδες έχουν μπροστά τους αποθέματα σχεδόν 1 δισεκατομμύριο τόνους, που αντιστοιχούν σε 1 δισεκατομμύριο βαρέλια πετρέλαιο και περιμένουν να τα αξιοποιήσουμε. Είναι ένας εθνικός πλούτος αξίας 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, που οι επενδύσεις για την αξιοποίησή του ήδη έχουν γίνει, ορυχεία υπάρχουν, ΑΗΣ υπάρχουν, εξοπλισμός και προσωπικό υπάρχουν, όλα είναι στη θέση τους. Εάν η τεχνολογική εξέλιξη μετά το 2030 το επιτρέπει, (σήμερα ΔΕΝ το επιτρέπει), λιγνιτικά κοιτάσματα σε άλλες περιοχές της χώρας μπορούν να μην τεθούν ποτέ σε εκμετάλλευση και να παραμείνουν για πάντα στο υπέδαφος.

Χρειαζόμαστε απλά ορθολογική σκέψη και συνειδητοποίηση πως για 65 χρόνια ο λιγνίτης είναι ο δικός μας μαύρος χρυσός και μια χρεοκοπημένη χώρα πρέπει καταρχήν να βασίζεται σε όλους τους εγχώριους πόρους, χωρίς προκαταλήψεις και ιδεοληψίες. Καθώς τελικά, όλα εκ του αποτελέσματος κρίνονται, απ’ το αν καταρχήν το αγαθό του ηλεκτρισμού θα υπάρχει στη χώρα τα παγωμένα χειμωνιάτικα βράδια που συνήθως δεν φυσά κι αν αυτό το αγαθό θα γίνει ξανά πιο προσιτό στους πολίτες και στην οικονομία.

 

Μοιραστείτε την είδηση