ΔΥΟ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΓΡΑΦΟΥΝ ΣΤΗ ΜΕΘΟΡΙΟ:

8 Min Read

1.- Η πεζογράφος Χρυσούλα Πατρώνου – Παπατέρπου, Καστοριά, Νεστόριο.

2.- Η ποιήτρια Δότα Σαρβάνη, Φλώρινα, Λέχοβο.

- Advertisement -
Ad image
- Advertisement -
Ad image

1

Λιμναία η δασκάλα ξένων γλωσσών και μεταφράστρια, Χρυσούλα Παπατέρπου,

αδιαλείπτως νέα κι αρχοντική, ως σεβάσμια βυζαντινή δέσποινα.

Υπό το δέος των βυζαντινών εκκλησιών και των εγκαταλειμμένων αρχοντικών, στον απόηχο των ηρωικών απελευθερωτικών  αγώνων του 20ου αι., αλλά και του εμφυλίου στα γειτονικά βουνά, η Χρυσούλα άλλοτε ζωγραφίζει κι άλλοτε γράφει.

Συγγράφει στην, τελευταίως, χειμαζόμενη Καστοριά, όχι για να αποδράσει από τη συλλογική δυσκολία, αλλά για να χτίσει γέφυρα για την ελπίδα. Η αποτύπωση του κόσμου είναι η έγνοια  για τον τόπο, είναι ο λώρος της καλλιέργειας με το ψωμί, είναι η ικανότητα να ανήκουμε κάπου για να ξαναγίνουμε…, είναι εν τέλει η μετατροπή της γραφής, περιττής σε χαλεπούς καιρούς, σε μέγιστη χρησιμότητα.

Η χρήσιμη, λοιπόν, η  πολύτιμη συγγραφέας στα διηγήματά της συμπυκνώνει τη σοφία της, αξιοποιώντας μνήμες  και ρίχνοντας το βλέμμα της σε πολυχτυπημένους ανθρώπους,  τους δίνει πρώτη θέση. Δοξάζοντας, επίσης, την ομορφιά του τόπου της,  καταγράφει την αγωνία της σε πολλά παραλίμνια έργα της, για επερχόμενες καταστροφές.

 Η  δεκαετία 40-50, ως γνωστόν, δεν είχε βρει τη θέση της στην ελληνική ιστοριογραφία, λόγω του αδελφοκτόνου σπαραγμού. Μόλις στα μέσα του 90 άνοιξαν ΑΡΧEIΑ και ξεδιπλώθηκαν καταχωνιασμένες οικογενειακές ιστορίες που συνθέτουν τη μακροϊστορία και προσφάτως ενέπνευσαν και τη λογοτεχνία (Κ. Μπαρμπάτσης, Σ. Δημητρίου). 

Μια τέτοια ιστορία είναι της καπετάνισσας Γκίνκας (Ευγενία Κυριακού), λεβέντισσας με τα πυρόξανθα μαλλιά,  για τη ζωή της οποίας αντλεί πληροφορίες  από το βιβλίο του διακριτού Δημάρχου Νεστορίου, Χρ. Γκοσλιόπουλου για την ιστορία του τόπου του μετά το 40, και τις μεταπλάθει αριστοτεχνικά.

Ενώ το Ε.Α.Μ ως η πολυπληθέστερη αντιστασιακή οργάνωση κι ο Ε.Λ.Α.Σ έδωσαν μάχες στις πόλεις και στα βουνά, έδωσαν τη μάχη της σοδειάς, ούτε σπυρί στάρι μη μείνει στον εχθρό, έδωσαν τη μάχη της αξιοπρέπειας στ΄ ασπρισμένα βουνά, ( μόνο τρελούς θα μας έλεγε κανείς στις απόκρημνες κορφές με βρεγμένες μπότες και νότια ρούχα, τρελούς για τη λευτεριά της  πατρίδας,  λέει ο  Kοζανίτης καπετάνιος Αλ. Σακαλής), ο αγώνας τους υποτιμήθηκε, αγνοήθηκε ή παραποιήθηκε κι αυτοί από τις συνθήκες προσέφυγαν και πάλι στα βουνά…

Χώρος στη νουβέλα οι αετοφωλιές των Οντρίων, όπου κρύβονταν τελευταίες ομάδες ανταρτών μετά τη λήξη του πολέμου, τέλη Αυγούστου του 49, προσπαθώντας να περάσουν στην Αλβανία (ανάλογη τραγική ιστορία στην ΚΑΘΟΔΟ ΤΩΝ ΕΝΝΙΑ, του Θ. Βαλτινού).

Εντοπίστηκαν, όμως, από τον κυβερνητικό στρατό και σαράντα  νοματαίοι βγήκαν από τη σπηλιά και παραδόθηκαν, εξουθενωμένοι στη δίμηνη προσπάθειά τους να διαφύγουν.

Την εντολή του λοχαγού να μη ρίξουν, παράκουσε γνωστός παρακρατικός, νταής της περιοχής, κροτάλισε το αυτόματο σαν αντίκρισε την καπετάνισσα Γκίνκα με τα πυρόχρωμα μαλλιά και τη χλαίνη στους ώμους, ξέζωσε το μαχαίρι και της έκοψε το κεφάλι…

Η συγγραφέας δεν ξετυλίγει την ιστορία γραμμικά με έναν αφηγητή, αλλά θεατρικά, πολύπλευρα, με πολλούς αφηγητές που με δεινές εικόνες διασταυρώνουν την εμπειρία ή τα ακούσματά τους, προσθέτοντας νέα στοιχεία και φωτίζοντας  τη ζωή και το τέλος της Γκίνκας.

Έτσι, μαθαίνουμε για τη συμμετοχή της στην Εθνική Αντίσταση, τη σύλληψή της από τους Ιταλούς, την ένταξή της στον ΕΛΑΣ και τέλος στον Δημοκρατικό στρατό. 

Μαθαίνουμε για το φονιά της που οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες του γι αυτήν πυροδότησαν το όπλο και το μαχαίρι του, έντυσαν ιδεολογικά την ποταπότητά του κι έκαναν το λαό ν΄ αναφωνεί: να μη ζήσουμε ξανά τέτοιες μαύρες μέρες!

Η φωνή της συγγραφέως για τα περασμένα και τα τωρινά, δεν ηχεί μόνο στο τσαρσί και τα στενορύμια της Καστοριάς, αλλά μας βάζει όλους σε περίσκεψη για τα ανθρώπινα…

2

Η ορεσίβια Δότα Σαρβάνη, δασκάλα στη Φλώρινα, συμμαθήτρια  στην Κοζάνη (12-15 χρ,),  ήταν ήδη ποιήτρια, κομίζοντας τις ηρωικές παραδόσεις του Λέχοβου στα κλέφτικα τραγούδια, απαρχές, ίσως, του τάλαντού της.

Στη διαδρομή της συμπύκνωσε κοινωνικούς και προσωπικούς κλυδωνισμούς, πρόσθεσε τους στίχους της σ΄εκείνους του Μ. Σουλιώτη, του Σπ. Αλεξίδη κι όλοι μαζί, συνδυαστικά με την εικαστική ποίηση,  σκιαγράφησαν το πορτρέτο της Φλώρινας στο φόντο του χιονιά και του Σακολέβα.

Στην τελευταία της ποιητική συλλογή, ΣΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΩΝ ΦΤΕΡΩΝ, 2022. Εκδ. Παρέμβαση, πρωταγωνιστούν γυναίκες, κυρίως στη ζευγαρωτή σχέση, που αντί να πάρει φτερά στην εκπλήρωση της επιθυμίας, φτεροτσακίζεται, διαψεύδεται, αφήνοντας το πικρό κατακάθι της ανάμνησης, της μοναξιάς, στα χέρια, όμως, της παρηγορικής ποιητικής τέχνης.

«Οι λέξεις των ερώτων κουδουνίζουν 

Σαν τα ευτελή ψιλά στην τσέπη.

Πολλή ψευδαίσθηση για το τίποτα…»

«Σου χω κι εγώ χρέη ανεξόφλητα…

Σου χρωστώ το χέρι μου στο χέρι σου

Τα μάτια μου χωρίς βιασύνη στα δικά σου»

«Στον έρωτα προσβάσιμο το θαύμα

Τον ουρανό βυθίζει στων στεναγμών τη θάλασσα

Τη θάλασσα χωράει στο άγγιγμα»

«Γίναμε σαν τους άλλους

Κυνικοί κι αδιάφοροι.

Καθόλου δεν το  προσπαθήσαμε…

Περιδιαβαίνουμε ακμαία

Την πλήξη μας στους δρόμους»

Αχρονολόγητα τα ποιήματα του έρωτα και της αγάπης υποτάσσουν τον κοινωνικό χώρο, αφού η ουσία της ζωής, η δυαδική σχέση είναι κυρίαρχη, αφού σαν τη φλόγα του έρωτα, σαν το κάψιμο απ΄ αυτήν δεν έχει, αφού σαν το θάνατο της εγκατάλειψης, που γίνεται κι αυτή ζωή με την πνοή της μνήμης, δεν έχει.

Οι γυναίκες, γενικώς, δίχως ονόματα, δίχως ταξική προέλευση, αιώνια σύμβολα, δοκιμαζόμενων γυναικών, κατακλύζουν το  έργο της, με εξαίρεση τους χτίστες του τόπου της, τους άξιους πελεκάνους της πέτρας, τους δεξιοτέχνες του αρμολογιού, που για μήνες ξενιτεύονται.

Κι η αναφορά αυτή γίνεται είτε ως φόρος τιμής στο μόχθο τους, είτε για να τονιστεί πάλι η μοίρα των γυναικών που μένουν πίσω,  αυτών με το στόμα  σχισμή από την έγνοια να τα καταφέρουν όλα, ανασταίνοντας παιδιά.

Ο χώρος της είναι όλος ο ντουνιάς, μοναδική αναφορά προσανατολισμού είναι η Πρέσπα,  ο οικουμενικός χώρος αναστημένος ή ρημαγμένος από το σεβντά της αγάπης, αλλά καθαρμένος από την αγιότητά της.

Η ποιήτρια, ίσως, με τις γυναικείες μορφές της δε λέει τη μοίρα τους, αλλά τη μοίρα των ανθρώπων, ανδρών και γυναικών, που δεν ξέρουν την ισοτιμία της αγάπης στη θάλασσα των θυσιών. Των ανθρώπων που ψάχνουν μ΄ένα κουπί στον ώμο και δεν βρίσκουν που να το φυτέψουν, αφού η γη έγινε ψηφιακή και ξένη.

Πλήθος οι υπερρεαλιστικές εικόνες, στην υπηρεσία, όμως, του ρεαλισμού, της σαφήνειας, της τραγικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης , αφού «η γέννησή μας υπογράφει το θάνατό μας».

Τα φτερά της φτεροκοπούν σ΄όλα τα ποιήματά της, ως προσπάθεια φυγής από το θάνατο της ανίας, της αποξένωσης, της συμβατικότητας, της υποκρισίας. Κι αν φτεροτσακίζονται, δεν παύουν να προσδοκούν τη ρήξη με τα δεδομένα, το γονιμοποιό σπαρτάρισμα ψυχής, αφού όποιος δεν «πέθανε» από αγάπη για κάποιον, κανέναν συνάνθρωπό του δεν μπορεί να αγαπήσει και να θυσιαστεί για το καλό…

Τάσα Σιόμου

Μοιραστείτε την είδηση