“Κάποιος που θα μετατρέψει την πολιτική σε τηλε-ευαγγέλιο, που θα ονειρεύεται να αλλάξει τον κόσμο χωρίς ποτέ να περάσει στην πράξη, κάποιος που θα βάλει το «αγγελικό» στοίχημα μιας ριζικής εξέλιξης χωρίς επανάσταση» έγραφε το 1999 ο Ιγνάσιο Ραμονέ, άλλοτε διευθυντής της Le Monde Diplomatique, μιλώντας για τον «Μεσσία των Μέσων».
Ο Ραμονέ θεωρούσε την εμφάνισή του «Μεσσία» πρωταρχική συνέπεια του μιμητισμού των ΜΜΕ και του χειρισμού των υποθέσεων με βάση το υπερ-συναίσθημα, ως χαρακτηριστική όψη της υπερπληροφόρησης, εντός της οποίας η είδηση «μπορεί να απλοποιηθεί, να περικοπεί, να μετατραπεί σε μαζικό θέαμα και να αποσυντεθεί σε εστίες συναισθήματος» (Ραμονέ, Η τυραννία των ΜΜΕ, Εκδόσεις Πόλις: 1999, μετάφραση Φωτεινή Μουρκούση).
Μήπως κάπως έτσι δεν εξηγείται και η περίπτωση Κασσελάκη, ο οποίος αίφνης εμφανίστηκε από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και ενθουσίασε τα πλήθη, αποτελώντας την ενσάρκωση της έννοιας της μεταπολιτικής ως επιλεκτικής ανάγνωσης των βασικών ιδεολογικών παραδόσεων;
Στο κέντρο του θριάμβου της μεταπολιτικής και του κατά Ραμονέ «μεσσιανισμού των μέσων» βρίσκεται η πειθώ και το συναίσθημα. Παράλληλα, η ιδεολογική σύγχυση, αλλά και η αδυναμία των πολιτικών κομμάτων να αντιμετωπίσουν τις τρέχουσες κρίσεις, σχεδόν επιβάλλει τη λατρεία προσώπων που υπόσχονται λύσεις που ταιριάζουν με όλα.
Στη δε επικράτεια της ενημέρωσης, όπου τα μίντια «όλα τα σφάζουν κι όλα τα μαχαιρώνουν», τα δεοντολογικά σημεία αναφοράς χάθηκαν, μαζί με τα σύνορα που καταπατήθηκαν και τις στήλες που ανακατεύτηκαν. Το life style πουλά περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ακόμα κι από την Coca-Cola. Γιατί, λοιπόν, όχι Κασσελάκη;