Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ό,τι καλύτερο μπόρεσε να επινοήσει κάποτε η ήπειρός μας για να θεραπεύσει το μεγάλο ιστορικό ελάττωμά της, τον διαρκή πόλεμο. Για αυτόν και μόνο τον λόγο θα πρέπει να την υπερασπίζεται κανείς: δύο πόλεμοι έχουν γίνει σε ευρωπαϊκό έδαφος μετά τον Β’ Παγκόσμιο – και οι δύο σε μη ενωσιακά εδάφη με τον πιο πρόσφατο να εντείνεται και να επιβάλλεται από τις δυνάμεις εκείνες που είτε υπερβαίνουν και ποδηγετούν την ευρωπαϊκή ισχύ, είτε αποσχίστηκαν από αυτήν.
Όποιος όμως σήμερα διατηρεί φανατική πίστη στην άνευ κριτικής λειτουργία των Ευρωπαϊκών θεσμών και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Βουλής θα πρέπει να πάσχει από αμνησία ή σύνδρομο έλλειψης προσοχής. Η Ένωση έχει πλέον ανοιχτά ενσωματώσει υβριδικά στην πολιτική φιλοσοφία, ή μάλλον θυμοσοφία της, κάθε νεοφιλελεύθερη, τραπεζική και αναχρονιστική δοξασία από το μακρινό 1980, συν τους τρόπους σοβιετικού μονόλιθου από το επίσης μακρινό 1984, συν την γραφειοκρατία και το πραιτωριανό σχήμα που θα ζήλευε κάθε λαίμαργος λιμοκοντόρος του 19ου αιώνα. Αυτό την καθιστά έναν χώρο όπου οι τάξεις των στελεχών, διεκπεραιωτών και θιασωτών της απομακρύνονται ολοένα από τους εργαζόμενούς της, οι οποίοι αν και διατηρούν ευρωκεντρική και ευρωφιλική ταυτότητα, δεν συντηρούν πίστη στις τρέχουσες πολιτικές στρατηγικές· είναι μοιραίο, οι περισσότερες είναι αντι-ευρωπαϊκές και μοιάζουν να ποινικοποιούν την εργασία που παράγει και να επιβραβεύουν την αεργία που «μεσολαβεί» επί πληρωμή. Το κερασάκι στην τούρτα είναι η νεο-διαφημιστική πολιτική εκπροσώπηση του τηλεοπτικού προφίλ, τηλεφωνικού αν-φας και τηλεγραφικού «αντίο» μετά τις εκλογές. Συμβαίνει σε όλες τις χώρες-μέλη, σχεδόν ισοκρατικά. Τώρα τελευταία οι ψηφοφόροι δεν τα εγκρίνουν όλα αυτά, έπειτα χαρακτηρίζονται μαζικά ακροδεξιοί ή παλαιοκομμουνιστές και κάπου εκεί, στους ad hoc, αφ’ υψηλού χαρακτηρισμούς της διαφωνίας, ξεμυτίζουν τα βάσανα νέων Βερσαλλιών.
Κάθε τόσο η Ένωση διαμηνύει σλόγκαν: κάποτε η ευχάριστη λέξη-κλειδί ήταν το «πακέτο». Αργότερα λεξικογραφήθηκαν η «ανάπτυξη», η «αειφορία», η «σύγκλιση», η «ολοκλήρωση», το «πρόγραμμα», η «συνοχή». Ήσαν τουλάχιστον αισιόδοξες σα λιμπιστό, φρέσκο ΕΣΠΑ. Πιο πρόσφατα έχουμε την «ανθεκτικότητα», την «ανάκαμψη», την «επανεκκίνηση». Αυτές σημαίνουν πως κάτι δεν πήγε καλά. Σε όλες τις περιπτώσεις κανείς δεν φαίνεται να κρίνεται για τα αποτελέσματα που έφερε. Δεδομένου του ότι η όλη ύπαρξη ενός κοινοβουλίου συναρτάται στον έλεγχο και την ψήφιση νομοθετημάτων, η Ευρωβουλή μοιάζει να πάσχει ακόμη από τις παιδικές νόσους του forum ιδεών, της αποδοχής οδηγιών και της εκτελεστικής βραδύτητας. Ωστόσο, ας υποθέσουμε πως αυτό δεν είναι τόσο μοιραίο· πρόκειται άλλωστε για 750 βουλευτές, 27 κυρίαρχα κράτη-μέλη, 450 εκ. πολίτες. Κι άλλωστε, άνευ Ένωσης τί; Μάλλον ένα ασήμαντο, γηριατρικό μωσαϊκό μουσείων. Η Ένωση είναι μάλλον απαραίτητη για να υπάρξει η Ευρώπη της πολιτικής, ειδεμή όλα θα μετακυλισθούν σε μια ανώνυμη καταγγελία.
Εκεί που οι δικαιολογίες τελειώνουν και η όποια θετική ανάγνωση δυσχεραίνει είναι στην εξέταση της δικής μας χώρας και της ενωσιακής πορείας της. H Eλλάδα ενσωματώθηκε 10η κατά σειρά στην Ένωση, είναι 12η χώρα σε πληθυσμό και παραμένει συμβολικό σύνορο και ιστορική αφετηρία μιας καλής ιδέας, της ίδιας της Βουλής. Αλλά και ως υπό ευρωπαϊκό-ασιατικό ξίφος και μπούρμπερη τόπος παθών, η Ελλάδα σημαίνει πολλά και πρέπει να σημειώσει πολλά. Δεν πρέπει κανείς να προσέρχεται σε διεθνείς συμμαχίες με την φτηνή κουταμάρα του περιούσιου, αλλά είναι ακόμη χειρότερο να προσέρχεται αναξιοπρεπής και περιδεής επαίτης ή βασιλικότερος του κομιτάτου. Και δυστυχώς η Ένωση και η Ελλάδα συνομολόγησαν πως ο ρόλος της δεύτερης είναι ένα ευτελές θέρετρο, ένας υποδοχέας πειρατών επενδυτών και μια βάση για κανόνια. Κάπου εκεί δημιουργήθηκε στον λαό μας η πεποίθηση πως ο τόπος είναι ένα εκτροφείο που παράγει πλήθη χρήσιμα για άλλους και φιλοξενεί δραστηριότητα χρήσιμη σε άλλους. Και αυτή η πεποίθηση λοστρόμου δεν αφορά την ένωση δυνάμεων, αλλά την απόσχισή και κατάχρησή τους. Ο λαός-Διασπορά είναι συνήθως διωκόμενος. Αυτή η εσωτερική δίωξη του εκτροφείου είναι, στην περίπτωσή μας, αινιγματική· μια αναζήτηση μαύρης πέτρας και διαδρομής σε μαγικά καραβάνια που έπρεπε να είναι ανεπίκαιρα εδώ και δεκαετίες.
Όλοι οι Ευρωπαίοι το ξέρουν βαθιά, μα και όλοι εμείς το ξέρουμε: η Ελλάδα πρέπει να διαδραματίσει δυναμικό ρόλο διαφοροποίησης στα πράγματα, όχι επειδή είναι ισχυρή και ηγέτιδα δύναμη, αλλά επειδή έχει πολλά και σπάνια να προσφέρει σαν πολιτικό, πολιτιστικό και εθνικό συγκρότημα. Δεν είναι εύκολο έικοσι κι ένας βουλευτές να προτείνουν κάτι τέτοιο σε μια Βαβέλ εθνομηδενισμών, εθνικισμών και συμφερόντων, αλλά κανείς δεν είπε πως η ιδιότητα του Έλληνα ευρωβουλευτή είναι εύκολη υπόθεση ή ρεμβώδης βακάνς σε ευρωσαλόνι. Η Ευρώπη ξέρει πως, για την ίδια, μια Ελλάδα-προκοπή και μια Ελλάδα-καντάντια είναι δύο περιπτώσεις που θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό το μέλλον της ηπείρου. Πρέπει όμως κι η δική μας αντιπροσωπεία να τονίσει την κρισιμότητα και να επιλέγει ορθές προτεραιότητες. Οι είκοσι κι ένας ευρωβουλευτές μας έχουν μια σημαντική δουλειά να κάνουν την επόμενη περίοδο: να διαλύσουν το καθεστώς εκτροφείου που έχει εγκαθιδρυθεί στη χώρα μας, για να μπορέσουμε να είμαστε χρήσιμοι στην Ευρώπη. Κι οι ψηφοφόροι έχουμε μια άλλη δουλειά, ίσως ακόμη πιο ακριβή, τετραετίας εφάπαξ γαρ: να εκλέξουμε, από τους 1.168 υποψηφίους, τους πιο κατάλληλους και ακριβούς είκοσι κι έναν Έλληνες ευρωβουλευτές.