Η Ελλάδα στην κορυφή της υποκειμενικής φτώχειας στην Ευρώπη

5 Min Read

Αυξημένη οικονομική πίεση στα νοικοκυριά παρά τη συνολική ευρωπαϊκή αποκλιμάκωση

Η τελευταία ανάλυση της Eurostat για την υποκειμενική φτώχεια αναδεικνύει μια ιδιαίτερα ανησυχητική εικόνα για την Ελλάδα, η οποία καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2024, το 66,8% των πολιτών δηλώνουν ότι δυσκολεύονται να καλύψουν τις βασικές οικονομικές υποχρεώσεις τους και να «βγάλουν τον μήνα». Πρόκειται για το μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ των 27 κρατών μελών και για έναν δείκτη που αποτυπώνει την πίεση που βιώνει η ελληνική κοινωνία μετά από μία παρατεταμένη περίοδο ακρίβειας και οικονομικής αστάθειας. Αν λάβουμε υπόψη δε, ότι το 2025 η οικονομική κατάσταση στην χώρα μας έχει επιδεινωθεί, τότε η έκθεση της Eurostat για το έτος που διανύουμε δεν θα είναι αισιόδοξη.

Η υποκειμενική φτώχεια δεν μετρά το πραγματικό εισόδημα αλλά την αίσθηση δυσκολίας στην καθημερινή διαβίωση. Αποτυπώνει δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο οι πολίτες αντιλαμβάνονται τις οικονομικές τους δυνατότητες σε σχέση με τις ανάγκες τους. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το ποσοστό αυτών που δηλώνουν ότι δυσκολεύονται οικονομικά υποχώρησε το 2024 στο 17,4%, καταγράφοντας μια αισθητή μείωση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Ωστόσο, η Ελλάδα παραμένει πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αποτελώντας αρνητική εξαίρεση μέσα σε μια γενικά θετική τάση για την Ένωση.

Η σύγκριση με άλλες χώρες είναι χαρακτηριστική. Στη Γερμανία και στην Ολλανδία, το ποσοστό υποκειμενικής φτώχειας διαμορφώνεται γύρω στο 7%, δηλαδή σχεδόν δέκα φορές χαμηλότερα από την ελληνική επίδοση. Η Γαλλία και η Ισπανία κινούνται σε μεσαία επίπεδα, σημαντικά χαμηλότερα από την Ελλάδα, ενώ ακόμη και χώρες με χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα, όπως η Πορτογαλία, εμφανίζουν αισθητά καλύτερη εικόνα. Η απόσταση που χωρίζει την Ελλάδα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο επιβεβαιώνει ότι το πρόβλημα δεν αφορά μόνο την αγοραστική δύναμη αλλά και τη συνολική αίσθηση οικονομικής ανασφάλειας.

Ένα ακόμη κρίσιμο στοιχείο που αναφέρει η Eurostat είναι η μεγάλη απόσταση ανάμεσα στην υποκειμενική και την αντικειμενική φτώχεια στην Ελλάδα. Ενώ ο δείκτης του κινδύνου φτώχειας με βάση το εισόδημα ακολουθεί τις ευρωπαϊκές τάσεις, η υποκειμενική φτώχεια παραμένει ακραία υψηλή. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και νοικοκυριά που βρίσκονται πάνω από τα επίσημα όρια φτώχειας νιώθουν οικονομικά εγκλωβισμένα, εξαιτίας παραγόντων όπως το υψηλό κόστος στέγασης, η αύξηση λογαριασμών ενέργειας, η επιβάρυνση των τροφίμων και οι γενικευμένες ανατιμήσεις στα βασικά αγαθά.

Η πίεση είναι ακόμη πιο έντονη σε ομάδες όπως οι μονογονεϊκές οικογένειες, οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση, οι νέοι που ζουν σε ενοίκιο και οι συνταξιούχοι με χαμηλά εισοδήματα. Οι ομάδες αυτές εμφανίζουν πολύ υψηλότερη πιθανότητα να δηλώσουν ότι δεν μπορούν να καλύψουν απρόβλεπτα έξοδα ή ότι αδυνατούν να συντηρήσουν μια αξιοπρεπή καθημερινότητα. Ειδικά οι νέοι καταγράφουν ένα από τα υψηλότερα ποσοστά οικονομικής ανασφάλειας στην Ευρώπη, γεγονός που εξηγεί και τη διαρκή τάση μεταναστευτικών ροών προς χώρες της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης.

Στη δημόσια συζήτηση, ο δείκτης της υποκειμενικής φτώχειας συχνά παραβλέπεται έναντι των αντικειμενικών μετρήσεων, όπως το διαθέσιμο εισόδημα ή ο κίνδυνος κοινωνικού αποκλεισμού. Ωστόσο, η συγκεκριμένη μέτρηση αποτυπώνει με μεγαλύτερη ακρίβεια την πραγματικότητα που βιώνουν καθημερινά τα νοικοκυριά. Περιλαμβάνει παράγοντες όπως το ανελαστικό κόστος στέγασης, τις αυξημένες τιμές ενέργειας και τροφίμων, τις έκτακτες δαπάνες που δεν μπορούν να καλυφθούν, καθώς και το ψυχολογικό βάρος της αβεβαιότητας για το μέλλον.

Η εικόνα της Ελλάδας αναδεικνύει τη συνεχιζόμενη πίεση που προκαλεί ο υψηλός πληθωρισμός των τελευταίων ετών, οι αυξημένες τιμές σε βασικά αγαθά, η στασιμότητα των πραγματικών μισθών και η δυσκολία πρόσβασης σε υπηρεσίες που σε άλλες χώρες παρέχονται ευκολότερα. Παράλληλα, η υποκειμενική φτώχεια δείχνει ότι η ανάκαμψη ορισμένων μακροοικονομικών μεγεθών δεν έχει μεταφερθεί ισότιμα στην καθημερινότητα των πολιτών.

Τα στοιχεία της Eurostat προσφέρουν ένα σαφές μήνυμα. Ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά κινείται προς βελτίωση, η Ελλάδα παραμένει σε ένα ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο κοινωνικής πίεσης, που απαιτεί στοχευμένες παρεμβάσεις πολιτικής τόσο για την ενίσχυση των εισοδημάτων όσο και για τον περιορισμό του κόστους ζωής. Οι συγκρίσεις με άλλες χώρες καθιστούν το πρόβλημα ακόμη πιο εμφανές, υπογραμμίζοντας ότι η οικονομική αίσθηση των πολιτών αποτελεί κρίσιμο δείκτη για την κοινωνική συνοχή και τη βιωσιμότητα της ανάπτυξης στη χώρα.

Όλη η μελέτη της Eurostat με τα δεδομένα εδώ

Σωκράτης Μουτίδης – www.xronos-kozanis.gr

Μοιραστείτε την είδηση