Η Κοζάνη, ο οθωμανοτουρκικός πολιτισμός και τα τζιουρτζιούφια. Γράφει ο Νίκος Σταμκόπουλος

36 Min Read

Εδώ και χιλιάδες χρόνια, ένα μικρόσωμο πτηνό έχει προσαρμοστεί ώστε να επιβιώνει βασισμένο στην ανθρώπινη δραστηριότητα. O Passer domesticus, όπως είναι η επιστημονική του ονομασία, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο ζει κλέβοντας δημητριακά που καλλιεργούν κι αποθηκεύουν οι Homo sapiens. Μέσα στον χειμώνα επιβιώνει τρώγοντας τα απορρίμματά των ανθρώπων, ενώ την άνοιξη τα έντομα που φωλιάζουν στις αυλές των σπιτιών και των χωραφιών. Κάτω από τις στέγες των ξυλόσπιτων του ανθρώπου, αλλά και σε εσοχές που σχηματίζονται σε φθαρμένες λιθοδομές μεγαλύτερων κατασκευών, το μικρό αυτό πουλάκι φτιάχνει την φωλίτσα του, γεννάει τα αβγουλάκια του και μεγαλώνει τους νεοσσούς του.

- Advertisement -
Ad image
- Advertisement -
Ad image

Εικόνα 1 Λουόμενοι Passer Domesticus (Φωτογράφος Christian)

Λόγω του ότι στην προϊστορική Ελλάδα, τα μικρόσωμα αυτά πουλάκια φώλιαζαν στις ξερολιθιές πέτρινων κατασκευών, οι οποίες ήταν κυρίως αμυντικές υποδομές, έλαβαν από τους Αρχαίους Έλληνες το όνομα «στρούθοι πυργίτες», δηλαδή «Πυργοπούλια». Σήμερα, οι Κύπριοι τα ονομάζουν στρουθία οι Πόντιοι καστροπέντικους και οι Ελλαδίτες σπουργίτια. To ζωωνύμιο σπουργίτης προέκυψε από το υποκοριστικό του πυργίτης, πυργίτιο, με την συνηθισμένη ανάπτυξη προθετικού /s/ και την διατήρηση της αρχαίας προφοράς του «υ», ως /u/.

Στο ιδίωμα της Κοζάνης ονομάζονται τζιουρτζιούφια. Στον ενικό, (το) τζιουρτζιούιφ, ή (ο) τζιόρτζιουφας. Είναι ζωωνύμιο που μπορεί, επίσης, να αναφέρεται γενικά στα πτηνά μικρού μεγέθους.

Εικόνα 2Τα σπουργίτια αποτελούν αγαπημένο θέμα στην τέχνη. Εδώ, ελαιογραφία του 1885. Θα ταίριαζε με τους στίχους του δημοτικιστή Ζαχαρία Παπαντωνίου(1877-1940):
Σε μια ρώγα από σταφύλι
έπεσαν οχτώ σπουργίτες
και τρωγόπιναν οι φίλοι.
Τσίρι τίρι, τσιριτρό,
τσιριτρί τσιριτρό!

Εκ πρώτης όψεως, η λέξη τζιουρτζιούφι δεν φαίνεται να είναι δάνειο από κάποια «γειτονική», με τα Κοζανίτικα, γλώσσα  του κοντινού ή μακρινού παρελθόντος. Οι Πρωτοσλάβοι πιθανόν να  το ονόμαζαν *vorbьľь, από όπου παράγονται οι σύγχρονες λέξεις για τον σπουργίτη σε Βουλγαρικά (врабец/vrabets), Σερβικά (врабац/vrabats), και Αλβανικά (harabel). Οι Αρμάνοι χρησιμοποιούν μια λέξη για όλα τα μικρόσωμα πτηνά, τσιόνα ή τσιόνι. Την ίδια λέξη που χρησιμοποιούν και πολλά ελληνικά ιδιώματα της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Παρομοίως, οι περισσότεροι αναγνώστες θα γνωρίζουν τι περιγράφει συνήθως η βορειοελλαδίτικη λέξη «τσιουτσιούνι».

Οι Τούρκοι το ονομάζουν serçe, και ενίοτε χρησιμοποιούν  την αραβική λέξη για το μικροπούλι, عصفور‎ (esfur, usfur).

Αν και το τζιόρτζιουφας έχει φωνητικές ομοιότητες με Τούρκικο serçe, η κατάληξη -ουφας δεν εξηγείται εύκολα. Είναι όμως η ίδια κατάληξη με του κότσυφας, ενός άλλου ζωωνυμίου, προελληνικής μάλλον προέλευσης (κόσσυφας). Η υπόθεση ότι το  τζιόρτζιουφας είναι εξέλιξη κάποιας προελληνικής ή παλαιοβαλκανικής λέξης για το σπουργίτη, που επιβίωσε μόνο στην περιοχή Κοζάνης, είναι μάλλον εξωπραγματική. Ούτε είναι πιθανό οι παλιότεροι κάτοικοι της περιοχής, να άκουγαν τα τιτιβίσματα του πτηνού ως «τζιουρτζιούιφ», όταν ο Παπαντωνίου τα άκουγε ως «τσιριτρό». Άρα δεν πρόκειται ούτε για ηχομιμητικό ζωωνύμιο.

Οι Κοζανίτες χρησιμοποιούν την λέξη τσιουρτσιουβές για ένα είδος συρταρωτού παραθύρου που ανοίγει προς τα πάνω. Πρόκειται για λέξη που δανείστηκαν από τους Τούρκους. Οι Τούρκοι ονομάζουν çerçeve το πλαίσιο, λέξη περσικής προέλευσης που σημαίνει «τετράπηχο». Άραγε, λόγω της οικειότητας του πτηνού με τον άνθρωπο, «τζιόρτζιουφας» να σημαίνει «το πουλί του παραθύρου»; Επίσης παρακινδυνευμένο…

Σε κάποιες περιοχές των Σερρών, το τζιουρτζιούιφ(ι) ονομάζεται σερτσέιδ(ι), και σε κάποιες άλλες τσερσέιδ(ι). Προφανώς προέρχεται από το  τούρκικο serçe, που έδωσε αρχικά το (τ)σερτσιέ για το σπουργίτι, και στη συνέχεια το τσερτσιέδ(ι) για το σπουργιτάκι. Κάπως έτσι πρέπει να προέκυψε και το τζιαρτζιόν(ι), στο ιδίωμα της Μαγνησίας. Ίσως στην Κοζάνη, το τσερτσέδ(ι)/τζιουρτζιούδ(ι) εξελίχθηκε σε τζιουρτζιούφ(ι), με τροπή του οδοντικού /δ/ σε /φ/,  λόγω ανομοίωσης με τα οδοντικά /τ/ στην ίδια λέξη.

Κάτι αντίστοιχο έγινε και με ένα άλλο ζωωνύμιο. Οι Έλληνες δανείστηκαν από την Σλαβόνικη γλώσσα την λέξη κούνα (куна) για την ατσίδα, την ικτίδα των αρχαίων. Έτσι στον μεσαίωνα ονόμαζαν κουνάδια τα μικρά ικτίδια.  Στα νεότερα χρόνια, το κουνάδι(ον) έγινε το κουνάβι με τροπή του οδοντικού /δ/ σε /β/, λόγω ανομοίωσης του οδοντικού /τ/ στο άρθρο ουδετέρου, «το».

Κοντολογίς, το τζιόρτζιουφας είναι μάλλον ακόμη μια από τις πολλές λέξεις τουρκικής προέλευσης στο ιδιωματικό λεξιλόγιο της περιοχής Κοζάνης. H επιρροή των τουρκικών στο τοπικό λεξιλόγιο οφείλεται στη μακρόχρονη γλωσσική τριβή τους με τα ελληνικά, ένεκα των μεγάλων εποικισμών της κοιλάδας του Αλιάκμονα από Καραμανίδες Τούρκους. Εποικισμών που διενέργησαν οι Οθωμανοί τον 15ο και 16ο αιώνα.

Είτε μας αρέσει, είτε όχι, κάθε σύγχρονος τοπικός πολιτισμός, σε κάθε γωνιά της γης, έχει διαμορφωθεί από τον πολιτισμό των αυτοκρατοριών που εμπεριείχαν στην επικράτειά τους τον τόπο του πολιτισμού αυτού. Αντιστρόφως, κάθε αυτοκρατορικός πολιτισμός έχει μπολιαστεί από πάμπολλους τοπικούς πολιτισμούς.

Στην περίπτωση της Κοζάνης, το μεγαλύτερο μέρος του τοπικού πολιτισμού έχει ρίζες στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία, και ειδικά στο ελληνόφωνο ανατολικό τμήμα της, γνωστό ως Βυζάντιο. Το Βυζάντιο πήρε τη θέση των παλιότερων ελληνιστικών αυτοκρατοριών, από τις οποίες επηρεάστηκε πάρα πολύ πολιτιστικά. Η ευρύτερη περιοχή της Κοζάνης αποτελούσε μέρος αυτών των ελληνιστικών/ρωμαϊκών αυτοκρατοριών για πολύ περισσότερο από χίλια χρόνια, και ως εκ τούτου, ο τοπικός πολιτισμός έχει βαθιές ρίζες στους πολιτισμούς αυτών των αυτοκρατοριών. Κάποια λίγα στοιχεία, όμως, μάλλον αποτελούν κληρονομιά από την μεσαιωνική Βουλγάρικη αυτοκρατορία, η οποία σφράγισε πολιτιστικά όλα τα νότια Βαλκάνια. Κάποια πολύ λιγότερα ίσως από την Αυστροουγγρική, στης οποίας την επικράτεια  η πόλη της Κοζάνης δεν βρέθηκε ποτέ, αλλά βρέθηκαν πολλοί απόδημοί της.

Στην Οθωμανική Κοζάνη δεν επιτρέπονταν να κατοικήσουν Τούρκοι. Παραταύτα,  πολλά υλικά και άυλα πολιτιστικά στοιχεία της πόλης αποτελούν Οθωμανική κληρονομιά. Ο λόγος αναφέρθηκε προηγουμένως. Η ευρύτερη περιοχή αποτελούσε τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας για πάνω από εξακόσια χρόνια. Αυτά τα εξακόσια χρόνια βρίσκονται, χρονικά, πιο κοντά στο σήμερα, από ότι τα χίλια του Βυζαντίου ή τα πολύ λιγότερα της μεσαιωνικής Βουλγαρικής κυριαρχίας και γειτνίασης. Η Κοζάνη γεννήθηκε μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία, και άκμασε δίπλα σε μεγάλους τούρκικους πληθυσμούς, οι οποίοι ζούσαν δίπλα στην πόλη μέχρι και τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Όλα αυτά τα πολιτιστικά στοιχεία της Οθωμανικής κληρονομιάς, μέσα από την πολιτιστική ανταλλαγή με τους Τούρκους, δεν περιορίζονται μόνο στη γλώσσα, αλλά εντοπίζονται σε κάθε πτυχή του Κοζανίτικου πολιτισμού. Από την μουσική και την μαγειρική, έως την αρχιτεκτονική. Από το «εθνικό» φαγητό των Κοζανιτών, το γιαπράκι, μέχρι τον ρυθμό του «εθνικού» χορού τους, του «έντεκα».

Σε αυτό το σημείο, εύλογα μπορεί να αναρωτιέται ο αναγνώστης τι σχέση μπορεί να έχει η αρχιτεκτονική της Κοζάνης με τον Τουρκικό πολιτισμό, ή η Οθωμανική της κληρονομιά με τα τζιουρτζιούφια. Έχει ενδιαφέρον να δούμε την ιστορία από την αρχή, κάτι που θα γίνει στα επόμενα δύο μέρη.

Η ανακάλυψη της γεωργίας έλαβε χώρα πρώτα στην Μέση Ανατολή, πριν από δέκα και πλέον χιλιετίες. Πιο πριν δεν υπήρχαν πυργίται στρούθοι στην περιοχή της Κοζάνης, αλλά ούτε και κάπου αλλού στην Ευρώπη. Passer domesticus υπήρχαν μόνο στην Μέση Ανατολή, εκεί από όπου ξεκίνησε η καλλιέργεια σίτου από τον άνθρωπο. Καθώς εξαπλώνονταν η γεωργία και τα σταροχώραφα σε ολόκληρη την Μεσόγειο, τον Νείλο και την Ευρώπη, εξαπλώνονταν και τα τζιουρτζιούφια. Ο πληθυσμός τους αύξανε παράλληλα με τον πληθυσμό των σιτοκαλλιεργητών, οι οποίοι προκειμένου να καλλιεργήσουν τη γη, όπως έβλεπαν να κάνουν οι γείτονές τους, σταματούσαν να είναι μετακινούμενοι τροφοσυλλέκτες, και άρχιζαν να εγκαθίστανται μόνιμα. Μονίμως εγκατεστημένοι, άρχισαν να χτίζουν σπίτια και αποθήκες για τους ίδιους, αλλά και -χωρίς να το γνωρίζουν- για τα τζιουρτζιούφια.  Σαν άρχισαν οι άνθρωποι από τροφοσυλλέκτες και ανιμιστές να γίνονται γεωργοί και πολυθεϊστές, χτίζοντας ιερά για τους νέους θεούς τους, τα τζιουρτζιούφια απέκτησαν ιερότητα. (Για την ακρίβεια, τα υπόλοιπα ζώα άρχισαν να την χάνουν). Ο λόγος είναι ότι σε αντίθεση με άλλα πτηνά, τα εξοικειωμένα με τον άνθρωπο τζιουρτζιούφια φώλιαζαν πιο συχνά στα ιερά εντός των οικισμών, και έτσι θεωρήθηκε ότι είχαν την εύνοια του εκάστοτε θεού.

Έτσι, τα μικροσκοπικά αυτά πουλάκια προσαρμόστηκαν απόλυτα στο περιβάλλον των οικισμών της σιτοκαλλιέργειας. Καθώς αυτά τα μικρά χωριουδάκια εξελίσσονταν σε μεγαλύτερους και πιο σύνθετους οικισμούς, όπως ήταν η Κωνσταντινούπολη του 18ου αιώνα και οι σύγχρονες μεγαλουπόλεις, έτσι και τα τζιουρτζιούφια, έμαθαν να προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες, και στις νέες ανθρώπινες δραστηριότητες.

Εδώ και χιλιάδες χρόνια, τα τζιουρτζιούφια αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο του λεγόμενου «αστικού οικοσυστήματος». Τρώγοντας, τα τζιουρτζιούφια μειώνουν τα έντομα και τα σκουπίδια των πόλεων και των χωριών, ενώ συχνά τα ίδια αποτελούν τροφή για τα σαρκοφάγα του αστικού οικοσυστήματος, όπως είναι οι γάτες και τα γεράκια. Χωρίς εναλλαγές στο διαιτολόγιό τους, τα σαρκοφάγα δεν θα επιβίωναν, και χωρίς τα σαρκοφάγα οι πληθυσμοί των τρωκτικών θα αυξάνονταν ανεξέλεγκτα. Επίσης, όπως όλα τα πτηνά, έτσι και τα τζιουρτζιούφια συμβάλουν στον λεγόμενο κύκλο του αζώτου μέσα στο αστικό οικοσύστημα. Με τα περιττώματά τους διασκορπίζουν το πολύτιμο αυτό στοιχείο, ακόμα και στα ψηλότερα σημεία, για να τελειοποιήσει τη διασπορά του το νερό της βροχής. Η προσαρμογή των μικρών αυτών πτηνών μέσα στο οικοσύστημα των οικισμών του ανθρώπου είναι αξιοσημείωτη. Είναι τόσο μεγάλη, ώστε τα τζιουρτζιούφια θεωρούνται το πιο συνηθισμένο είδος πτηνού που μπορούμε να δούμε μέσα και γύρω από ένα χωριό ή μία πόλη. Η απόλυτη αυτή προσαρμογή γύρω από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, έκανε τα τζιουρτζιούφια να εξαρτώνται από τον άνθρωπο για την επιβίωσή τους.

Αυτή η απόλυτη εξάρτηση, σε συνδυασμό με το μικρό του μέγεθος, τους πολλούς θηρευτές του, τα φτωχά, μουντά του χρώματα, και την εξαιρετικά φτωχή μελωδικότητα της φωνής του, έχει καταστήσει τον τζιόρτζιουφα σύμβολο του «ανυπεράσπιστου», του «αδύναμου», του «φτωχού» και «του κυνηγημένου», στην ποίηση και γενικά στην τέχνη των ανθρώπων.

Σε κουλτούρες και πολιτισμούς όπου τα πτηνά παίζουν σημαντικό ρόλο, όπως είναι το Ισλάμ, τα τζιουρτζιούφια κατέχουν εξέχουσα θέση. Το usfur (μικροπούλι- τζιουρτζιούιφ) αναφέρεται συχνά στο Κοράνι αλλά και στα Χαντίθ, την ισλαμική παράδοση που παραδίδει τα λόγια και τις πράξεις του Προφήτη Μωάμεθ. Μάλιστα, ο Προφήτης Μωάμεθ θεωρείται προστάτης των τζιουρτζιουφιών, αφού επέπληξε ένα αγόρι που έκλεψε τους νεοσσούς κάποιου usfur (Sunan Abī Dāwūd 5268), και παρηγόρησε ένα άλλο παιδί που είχε ένα usfur ως κατοικίδιο, όταν αυτό στεναχωρήθηκε επειδή το μικροπούλι του αποβίωσε (Sunan Abī Dāwūd 4969).

Γενικά, το Ισλάμ δίνει μεγάλη σημασία στην αντιμετώπιση όλων των πλασμάτων του Θεού. Η θανάτωση κάποιου ζώου ως σπορ, όταν δηλαδή αυτή δεν έχει ως σκοπό την κατανάλωση του ζώου ως τροφή αλλά αποσκοπεί σε μια μοχθηρή διασκέδαση, απαγορεύεται αυστηρά. Το ίδιο ισχύει και για την σφαγή κάποιου ζώου με στομωμένο μαχαίρι, η οποία προκαλεί  οδύνη στο ζώο.

Η ιδιαίτερη σημασία που δίνει το Ισλάμ στα ζώα και στους φυσικούς πόρους, φαίνεται να έχει τις ρίζες του στην προϊσλαμική «χιμά» των Αράβων. Οι Άραβες, ζούσαν ανέκαθεν σε άνυδρες και άγονες εκτάσεις. Η διατήρηση ενός «φυσικού καταφυγίου», μιας περιοχής όπου κανείς δεν μπορούσε να βοσκήσει ζώα, να καλλιεργήσει, ή να κυνηγήσει, ήταν πολύ σημαντική για την οικονομία και την κοινωνία τους. Ένα τέτοιο «καταφύγιο» ήταν αρχικά η λεγόμενη χιμά, όπου έβρισκαν προστασία ζώα και φυτά. Τον 7ο αιώνα, η χιμά των αρχαίων Αράβων πέρασε και στην κουλτούρα του Ισλάμ, και σε ότι αυτή επηρέασε στη συνέχεια. Από την καλλιέργεια της γης και την κτηνοτροφία, μέχρι την ποίηση και την αρχιτεκτονική. Την κουλτούρα και τα πολιτιστικά προϊόντα της χιμά, τα υιοθέτησαν και οι Τούρκοι όταν ασπάστηκαν το Ισλάμ.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Μαρόκο και στην Οθωμανική αυτοκρατορία υπήρχαν βακούφικα νοσοκομεία για αδέσποτες γάτες και σκύλους, αλλά και για πελαργούς. Επίσης, αναφέρεται ότι οι νεωκόροι των τζαμιών στην Οθωμανική Κωνσταντινούπολη, ήταν επιφορτισμένοι με το τάισμα των «μόνιμων» κατοίκων του τεμένους, δηλαδή των περιστεριών και των τζιουρτζιουφιών, αλλά και των αδέσποτων θηλαστικών, τα οποία έβρισκαν καταφύγιο στους βοηθητικούς χώρους του τζαμιού. Η καταστροφή χελιδονοφωλιών ή πελαργοφωλιών απαγορεύονταν αυστηρότατα, ακόμα και με θάνατο. Οι χελιδονοφωλιές θεωρούνταν ότι προστάτευαν από την πυρκαγιά, ενώ οι αποδημητικοί «χατζήδες» πελαργοί ότι έφερναν ευλογία από την Μέκκα, στην οποία οι μουσουλμάνοι πίστευαν ότι τα αποδημητικά πουλιά διαχείμαζαν. Τέλος, σε διάφορα Οθωμανικά νεκροταφεία, τα ταφικά λίθινα μνημεία είναι έτσι λαξευμένα ώστε να συσσωρεύουν το όμβριο νερό για μπορούν να το πίνουν τα πουλιά ή άλλα ζώα.

Βέβαια, όλη αυτή η φροντίδα για τα πλάσματα του Θεού, δεν ήταν πάντα αλτρουιστική ζωοφιλία. Πολλές φορές συγκάλυπτε έναν προσωπικό εγωϊσμό και συμφέρον, υπό την έννοια ότι το σπίτι που φιλοξενούσε μια φωλιά πουλιών θα δέχονταν ευλογία ή προστασία από τον Θεό, ή ο νεκρός στου οποίου το μνήμα έβρισκαν  νερό τα πουλιά, θα συγχωρούνταν από τις αμαρτίες του.

Εστιάζοντας στα τζιουρτζιούφια, ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι οι καλφάδες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας συχνά άφηναν κενά στις τοιχοποιίες για να βρίσκουν χώρο τα πουλιά για να φωλιάσουν, ή κρεμούσαν στις προσόψεις τεχνητές ξύλινες φωλιές. Αυτές τις τεχνητές οπές και ξύλινες φωλιές, τις ονόμαζαν «κιόσκια πτηνών» (kuş köşkleri). Με τον καιρό, τα δυο αυτά αρχιτεκτονικά στοιχεία συνενώθηκαν. Οι οπές άρχισαν να διακοσμούνται με διάφορα λιθανάγλυφα μοτίβα, ενώ τον 16ο αιώνα έλαβαν την μορφή μικρών ανακτόρων ή τεμενών, και το όνομα  «ανάκτορα πτηνών» (kuş sarayları) ή «τζιουρτζιουφοσεράγια» (serçe sarayları). Τα τζιουρτζιουφοσεράγια συνήθως τοποθετούνταν στο ψηλότερο σημείο του επιπέδου του κτίσματος. Δεν προστάτευαν μόνο τα πτηνά, αλλά θεωρούνταν ότι προστάτευαν και το κτήριο με υπερφυσικό τρόπο. Δηλαδή, ως αρχιτεκτονικά στοιχεία του οικοδομήματος επιτελούσαν ρόλο περισσότερο φυλακτικό παρά διακοσμητικό. Είχαν επίσης κι έναν μικρό λειτουργικό ρόλο. Εξασφαλίζοντας έναν χώρο στο πτηνό για να φωλιάσει, οι μουσουλμάνοι εξασφάλιζαν ότι αυτό δεν θα φώλιαζε μέσα στο σπίτι ή την αποθήκη, φέρνοντας τους ίδιους σε δύσκολη θέση απέναντι στις εντολές του Προφήτη τους.

Εικόνα 3 Τεχνητές οπές για μικροπούλια στην τοιχοποιία του Γενί Βαλιντέ Τζαμί (1708-1711) της Χαλκηδόνας, κοντά στην Κωνσταντινούπολη

 

To παλιότερο σωζόμενο τζιουρτζιουφοσεράγι φυλάγει και κοσμεί το πετρογέφυρο Büyükçekmece στην Κωνσταντινούπολη, το οποίο οικοδομήθηκε τον 16ο αιώνα από τον διάσημο Οθωμανό αρχιτέκτονα Μιμάρ Σινάν, γιο Χριστιανού Καππαδόκα λιθοξόου. Είναι ο αρχιτέκτονας που σχεδίασε το Τέμενος Οσμάν Σαχί των Τρικάλων, αλλά και πολλά άλλα Οθωμανικά μνημεία. Ίσως τα σημαντικότερα.

Τονίζεται ότι σε κανέναν άλλο πολιτισμό, πέραν του Οθωμανικού, δεν εντοπίζονται τα εν λόγω αρχιτεκτονικά στοιχεία. Όσα σώζονται στις μέρες μας, βρίσκονται σε πρώην Οθωμανικές πόλεις. Μπορεί οι πλατείες των πρώην Βενετσιάνικων πόλεων να είναι ακόμα και σήμερα γεμάτες περιστέρια. Μπορεί στις εσοχές των λιθανάγλυφων των γοτθικών χριστιανικών ναών της Βόρειας και Δυτικής Ευρώπης να φώλιαζαν, κι ακόμα να φωλιάζουν, χιλιάδες μικροπούλια. Όμως, πουθενά εκτός Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι καλφάδες δεν κατασκεύαζαν συνειδητά στους τοίχους των μνημείων μικροσκοπικά «ανάκτορα» ειδικά για να φωλιάζουν τα μικρά πουλάκια.

Εικόνα 4 Από το Σελιμιγιέ τζαμί της Κωνσταντινούπολης.  Πηγή: https://www.dailysabah.com/feature/2016/10/21/birdhouses-miniature-mansions-of-istanbul

Εικόνα 5 Τεχνητές οπές για μικροπούλια στην τοιχοποιία του Γενί Βαλιντέ Τζαμί (1708-1711) της Χαλκηδόνας, κοντά στην Κωνσταντινούπολη, διακοσμημένες με μινιατούρα τεμένους

Εικόνα 6 Τζιουρτζιουφοσεράγι στο ιεροδιδασκαλείο του τζαμιού Σείντ Χασάν Πασά (1745-1747) στην Κωνσταντινούπολη.

Εικόνα 7 Πύλη στο ιερό του Εγιούπ Σουλτάν (1798-1800) στην Κωνσταντινούπολη. διακρίνεται το τζιουρτζιουφοσεράγι στο ψηλότερο σημείο της.

 

Περιστερώνες υπάρχουν από τα αρχαία χρόνια. Από την Αίγυπτο και το Ιράν, μέχρι την Εσθονία και την Ιρλανδία. Κάποιοι εξ αυτών αποτελούν πραγματικά αρχιτεκτονικά αριστουργήματα. Ο λόγος που κατασκευάστηκαν ήταν για να στεγάσουν τα εξημερωμένα περιστέρια των ανθρώπων, προκειμένου αυτοί να τα εκμεταλλεύονται. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα περιστέρια εκτρέφονται για τα περιττώματά τους, τα οποία συλλέγονται και αξιοποιούνται, είτε ως λίπασμα στο αρχαίο Ιράν, είτε στην παρασκευή πυρίτιδας στο Λυλινγστόουν του 1700. Στο μεσαιωνικό Παρίσι, τα περιστέρια εκτρέφονταν σε περιστερώνες για το διαιτολόγιο της αριστοκρατίας, ενώ στην Σκ’ρκα Κοζάνης του 1990, ως ψυχαγωγικά κατοικίδια.  Αριστουργηματικά κομψοτεχνήματα μπορούν να θεωρηθούν και κάποιοι κλωβοί όπου φυλάσσονταν ωδικά κατοικίδια πτηνά, τα οποία εκμεταλλεύεται ο άνθρωπος για την μελωδική τους φωνή, τουλάχιστόν από την ρωμαϊκή εποχή. Όμως, όλα αυτά τα πτηνά θεωρούνταν εξημερωμένα και εκτρεφόμενα από τον άνθρωπο.

Για άγρια πτηνά, ο άνθρωπος άρχισε να κατασκευάζει τεχνητές φωλιές μόνο κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Όταν έγινε αντιληπτή και συνειδητή η περιβαλλοντική καταστροφή που προκαλούσε το είδος του. Αυτή η τοποθέτηση τεχνητών φωλιών, γινόταν και γίνεται συνήθως στα πλαίσια προγραμμάτων διάσωσης προστατευόμενων ειδών, ή εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων με σκοπό την ευαισθητοποίηση πάνω σε θέματα βιοποικιλότητας. Κάποιες φορές, η τοποθέτηση φωλιών μπορεί να γίνει κι από εταιρίες που θέλουν να καλλωπίσουν την περιβαλλοντική τους εικόνα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ΔΕΗ, που συχνά τοποθετεί στους στύλους ειδικές υποδοχές για να διευκολύνει το φώλιασμα πελαργών, με αξιόλογα αποτελέσματα.

Εικόνα 8 Τζιουρτζιουφόσπιτο στο ψηλότερο σημείο της κρήνης του Σείχη Ιμπραήμ Τενουρί στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Η κρήνη πρωτοκατασκευάστηκε τον 15ο αιώνα, αλλά έλαβε την σημερινή της μορφή στις αρχές του 20ου.

Πριν τον 20ο αιώνα, ο άνθρωπος δεν είχε κατασκευάσει φωλιές για άγρια πουλιά. Τουλάχιστον δεν το είχε κάνει έχοντας ως μοναδικό στόχο την ευημερία των πλασμάτων αυτών, ή – έστω έμμεσα – την εύνοια του Πλάστη τους. Δεν αναφέρεται πουθενά στον κόσμο, εκτός από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Ούτε στη Χριστιανική Δύση, αλλά ούτε και στην Ανατολή του Ισλάμ, όπως η Περσία και το Αραβικό Χαλιφάτο, παρά το γεγονός ότι το Ισλάμ δίνει ιδιαίτερη σημασία στη συμπεριφορά απέναντι σε όλα τα πλάσματα του Θεού, και όχι μόνο στον συνάνθρωπο. Ίσως οι λόγοι να είναι τυχαίοι και άγνωστοι, ίσως πάλι να οφείλονται στα κατάλοιπά προϊσλαμικών δοξασιών που επιβίωσαν στην κουλτούρα των Τούρκων, ακόμα και μετά τον εξισλαμισμό τους.

Οι Αιγύπτιοι και οι Ασσύριοι ήταν κυρίως Χριστιανοί πριν εξισλαμιστούν, και πολυθεϊστές πριν εκχριστιανιστούν. Οι Πέρσες ήταν δυϊστές ζωροαστριστές πριν ασπαστούν τον Σιισμό. Αντίθετα, η αρχαία θρησκεία των Τούρκων, μέχρι τον 7ο αιώνα τουλάχιστον, ήταν ανιμιστική. Ο Τενγκρισμός, όπως ονομάζεται η σαμανική και ανιμιστική θρησκεία των αρχαίων τουρκικών φυλών,  είχε ως κέντρο την λατρεία της ουράνιας θεότητας Τένγκρι, και των πλασμάτων που σχετίζονται περισσότερο με τον ουρανό. Των πτηνών.  Οι Τενγκριστές, και γενικά όλοι οι ανιμιστές, έδιναν μεγάλη σημασία στο πνεύμα που πίστευαν πως «κατοικούσε» σε κάθε δέντρο, πηγή,  κτήριο, ποτάμι ή βουνό. Σε πολλά είδη ανιμισμών, αυτό το πνεύμα «αποκαλύπτονταν» στους ανθρώπους ως πουλάκι. Ο πολυθεϊσμός και ο μονοθεϊσμός δεν έσβησαν τελείως τον ανιμισμό των πρωτόγονων ανθρώπων. Ανιμιστικά στοιχεία εντοπίζονται σήμερα σε κάθε θρησκευτική λαϊκή λατρεία. Φαίνεται, όμως, πως ο τουρκικός πολιτισμός διατήρησε πάρα πολλά.

Σε αυτό το σημείο, ελπίζω να γίνεται κατανοητή η ιδιαίτερη σχέση των Τούρκων με τα τζιουρτζιούφια. Παρόλα αυτά, ίσως εύλογα κάποιοι αναγνώστες θα συνεχίζουν να αναρωτιούνται τι σχέση μπορεί να έχει η ανέκαθεν Χριστιανική Κοζάνη με τον ανιμισμό των Τούρκων του Μεσαίωνα και την μουσουλμανική αρχιτεκτονική. Αυτό θα γίνει κατανοητό στο τρίτο και τελευταίο μέρος που θα ακολουθήσει.

Προσωπικά, δεν γνωρίζω κάποιον άνθρωπο που να έχει ζήσει στα νιάτα του στην Κοζάνη, και δεν έχει καθορίσει -έστω και μία φορά – ως σημείο συνάντησης το «Καμπαναργιό», όπως ονομάζεται λαϊκά το κωδωνοστάσιο του Αγίου Νικολάου στο κέντρο της πόλης. Ειδικά οι γενιές που μεγάλωσαν χωρίς κινητά τηλέφωνα. Χωρίς κάποια ενδιαφέρουσα οθόνη, κατά τη διάρκεια της αναμονής, το μάτι χάζευε το αστικό τοπίο.  Έτσι, πολύ συχνά έπεφτε πάνω στο μεγαλόπρεπο πέτρινο μνημείο, χτισμένο το 1855, κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου.

Η ανατολική όψη του «Μαμάτσιου», όπως επίσης λαϊκά ονομάζεται το κωδωνοστάσιο, ήταν και είναι η πιο ενδιαφέρουσα. Ελάχιστοι βέβαια αναγνώριζαν σε κάποιους σπασμένους λίθους της τοιχοποιίας, τα σημάδια που άφησαν τα θραύσματα του βομβαρδισμού του δημαρχείου από τη Λουφτβάφε, τον Απρίλιο του 1941. Ήταν άνθρωποι που είτε είχαν ζήσει εκείνη τη φρίκη, είτε είχαν ακούσει για αυτήν. Τα βλέμματα των περισσότερων μαγνήτιζαν και μαγνητίζουν κάποια στοιχεία αρχιτεκτονικής στα ψηλότερα σημεία του τρίτου και του τέταρτου επιπέδου.

Πρόκειται για λιθανάγλυφες  μινιατούρες που παριστάνουν ναούς, αρχοντικά σπίτια ή ανάκτορα. Οι μελετητές της αρχιτεκτονικής των κωδωνοστασίου δεν κατέληξαν στο τι αναπαριστούσαν, αλλά τα θεώρησαν διακοσμητικά. Είναι όμως ξεκάθαρο ότι πρόκειται για τζιουρτζιουφοσεράγια. Χτισμένα μόνο στην πλευρά που ο ήλιος ανατέλλει το πρωί, σκαρφαλωμένα στο ψηλότερο σημείο της τοιχοποιίας του επιπέδου τους, φαίνεται να φυλάγουν από το «κακό». Άραγε φυλάγουν το επίπεδό τους, ή το επίπεδο πάνω από αυτά; Γιατί τα άλλα επίπεδα δεν έχουν; Αυτά μόνο ο κάλφας που ανήγειρε το μνημείο και λάξευσε τα τζιορτζιουφοσεράγια θα γνώριζε με σιγουριά. Μόνο ο Σελιτσιώτης Ανδρέας.

Εικόνα 9 Αριστερά: Προπολεμική φωτογραφία της ανατολικής όψης του κωδωνοστασίου του Αγίου Νικολάου Κοζάνης. Δεν υπάρχουν ακόμα οι φθορές από τον βομβαρδισμό, και διακρίνονται ξεκάθαρα τα δύο τζιουρτζιουφοσεράγια. Δεξιά: Το φυλακτικό τζιουρτζιουφορεράγι στο τέταρτο επίπεδο, δίπλα ακριβώς από την φιλοτεχνημένη, από εντοιχισμένα κεραμίδια,  χρονολογία 1855 που επιμελήθηκε ο κάλφας της κατασκευής.

Τα δύο αυτά αρχιτεκτονικά στοιχεία είναι πολύ ιδιαίτερα για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι πιθανόν τα τζιουρτζιουφόσπιτα του Μαμάτσιου να είναι τα μοναδικά στον Ελλαδικό χώρο. Προσωπικά, δεν έχω προσέξει ανάλογα στοιχεία σε κάποιο άλλο μνημείο Οθωμανικής περιόδου στην Ελλάδα, χωρίς βέβαια να τα έχω επισκεφτεί όλα, αλλά ούτε και να έχω μελετήσει ενδελεχώς όσα έχω επισκεφτεί. Βιβλιογραφικά, δεν έχω εντοπίσει αναφορές για serçe sarayları που να σώζονται σήμερα εκτός Τουρκίας. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι κατασκευάστηκαν το 1855, ενώ η εν λόγω αρχιτεκτονική τάση είχε πάψει από τις αρχές το 19ου αιώνα. Πιθανόν, ο Σελιτσιώτης κάλφας Ανδρέας, ή και ο πατέρας του, να υπήρξαν δύο από τους Δυτικομακεδόνες εργολάβους και εμπειροτέχνες αρχιτέκτονες της Κωνσταντινούπολης του 19ου αιώνα, και ο ίδιος να γνώρισε αυτήν την τέχνη όταν αυτή ήταν στο λυκόφως της, και ο ίδιος νεαρό τσιράκι.

Εικόνα 10 To τζιουρτζιουφανάκτορο του τρίτου επιπέδου του κωδωνοστασίου του Αγίου Νικολάου στην Κοζάνη. Κάτω αριστερά διακρίνονται ίχνη φωλεοποίησης  από λιανοπούλια.

Εικόνα 11 Το τζιουρτζιουφανάκτορο του τετάρτου επιπέδου του κωδωνοστασίου. Στο δεύτερο επίπεδο, του ανακτόρου-μινιατούρας, φαίνεται να απουσιάζει ο δεξιός κιονίσκος, πιθανόν ως αποτέλεσμα φθοράς από τα θραύσματα του βομβαρδισμού του δημαρχείου το 1941.

Όπως αναφέρθηκε, οι Οθωμανοί καλφάδες άφηναν επίτηδες οπές στους τοίχους για τα στρουθιόμορφα από πολύ παλιά. Όμως, τα περίτεχνα λιθανάγλυφα τζιουρτζιουφόσπιτα είναι μια τάση της Οθωμανικής αρχιτεκτονικής που φαίνεται ότι άρχισε τον 15ο αιώνα, και κορυφώθηκε στην Κωνσταντινούπολη του 18ου αιώνα. Έκτοτε παρήκμασε, όπως παρήκμασε και το ενδιαφέρον για τα άγρια πουλάκια, ακόμη και μέσα στην Οθωμανική Κωνσταντινούπολη.

Ο νεωτερικός και κεφαλαιοκρατικός τρόπος σκέψης, με αφετηρία τις προτεσταντικές χώρες, σάρωσε κάθε γωνιά του πλανήτη τον 19ο αιώνα. Έκτοτε, σκοπός της οικονομίας δεν ήταν απλά η επιδίωξη του κέρδους, αλλά η επανεπένδυση του κέρδους, ώστε να προκύψει ακόμα περισσότερο κέρδος, προωθώντας έτσι την οικονομική ανάπτυξη. Ως εκ τούτου, αυτό επηρέασε κάθε πτυχή του πολιτισμού. Από την γλώσσα, μέχρι την αρχιτεκτονική. Ωραίο είναι το χρήσιμο, ενώ από τον 19ο αιώνα «χρήσιμο»  θεωρείται ότι αποφέρει περισσότερο κέρδος και οικονομική ανάπτυξη. Η φύση πάντα αποτελούσε πεδίο εκμετάλλευσης του ανθρώπου, αλλά από την βιομηχανική επανάσταση, η εκμετάλλευση αυτή έχει ιδεολογικοποιηθεί. Από τον 19ο αιώνα, τα όποια ανιμιστικά κατάλοιπα στις θρησκευτικές πεποιθήσεις θεωρούνταν τροχοπέδη για την οικονομική ανάπτυξη. Τα οθωμανικά τζιουρτσιουφοσεράγια, θεωρήθηκαν στην χειρότερη περίπτωση οπισθοδρομικές δεισιδαιμονίες, και στην καλύτερη πολυτελείς διακοσμήσεις, και άχρηστη κατασπατάληση πόρων, ξένα προς στον αστικό πολιτισμό, έχοντας μόνο μνημειακή αξία. Έτσι, η κατασκευή και η συντήρησή τους σταμάτησε. Ελάχιστα τζιουρτζιουφόσπιτα επιβίωσαν από τη φθορά του χρόνου, κι όσα το κατάφεραν είναι κατά κανόνα λίθινα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Εικόνα 12 Αφίσες της Μαοϊκής Κίνας, που προπαγανδίζουν την ολοκληρωτική εξόντωση των τζιουρτζιουφιών

 

Μέσα στον 20ο αιώνα, τον κεφαλαιοκρατισμό ανταγωνίστηκαν κι άλλες ιδεολογίες, όπως ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός. Σε αντίθεση όμως με τον κεφαλαιοκρατισμό, αυτές έδιναν περισσότερη σημασία στην ισότητα και στην ίση διανομή του κέρδους, παρά  στην ελευθερία και στην οικονομική ανάπτυξη. Κι αυτές οι ιδεολογίες, όμως, θεώρησαν το περιβάλλον ως ανεξάντλητη πηγή εκμετάλλευσης. Μάλιστα, στην κομμουνιστική Κίνα του Μάο Τσετούγκ, είχε γίνει ολόκληρη εκστρατεία για να εξοντωθούν ολοκληρωτικά οι μύγες, τα κουνούπια, τα τρωκτικά και τα τζιουρτζιούφια, επειδή θεωρήθηκαν παράσιτα για την γεωργία. Τελικά, αυτή η εκστρατεία είχε ολέθριες επιπτώσεις στα οικοσυστήματα και συνεπώς στην  γεωργική οικονομία.

Τα νέα οικονομικά μοντέλα που σάρωσαν τον πλανήτη, δεν σήμαιναν μόνο το τέλος των μικροαρχιτεκτονικών τζιουρτζιουφανακτόρων, αλλά είχαν σημαντικές επιπτώσεις και στους  πληθυσμούς των ίδιων των τζιουρτζιουφιών. Όχι μόνο στην Κομουνιστική Κίνα, αλλά παντού στον πλανήτη. Μπορεί από τον 20ο αιώνα ο ανθρώπινος πληθυσμός να αυξήθηκε γεωμετρικά, και μαζί του η συνολική έκταση των σταροχώραφων, όμως τα τζιουρτζιούφια μειώθηκαν. Τα σταροχώραφα επεκτάθηκαν σε βάρος των παρακείμενων δασών και των θαμνώνων, αφήνοντας άστεγους τους δεντροσπουργίτες, οι οποίοι δεν μπορούσαν να ωφεληθούν από την ανάλογη αύξηση της τροφής στους αχανής σιτοβολώνες. Τα νέα δομικά υλικά, όπως τα τσιμεντοκονιάματα, το σκυρόδεμα, οι υαλοπίνακες και οι μονώσεις, περιόρισαν τις οπές στα κτίσματα, και επομένως τις ευκαιρίες φωλεοποίησης των σπιτοσπουργιτών. Οι αυλές, οι κήποι και τα οικόσιτα ζώα που αυτά φιλοξενούσαν, εξαφανίστηκαν μαζί με τα έντομα που επιβίωναν σε αυτά. Δεν εξαφανίστηκαν μόνο από τις πόλεις, αλλά και από τα χωριά, δίνοντας θέση στις βιομηχανίες ζωοπαραγωγής και τα θερμοκήπια. Επίσης, όσοι κήποι απέμειναν σε σπίτια και δημοτικά πάρκα, γέμισαν με ξενικά και εισαγόμενα είδη φυτών, άρα και ξενικών εντόμων, με τα οποία τα τζιουρτζιούφια δεν μπορούν να τραφούν. Έτσι, τα τζιουρτζιούφια δεν βρίσκουν πλέον τροφή ούτε στις πόλεις αλλά ούτε και στα χωριά. Σε βιομηχανικές πόλεις όπως το Λονδίνο, τα τζιουρτζιούφια έχουν μειωθεί έως και 70% σε σύγκριση με παλιότερες δεκαετίες. Για αυτούς, και πολλούς άλλους λόγους, έχουν δημιουργηθεί ΜΚΟ που σκοπεύουν στην διάσωση όλων των ειδών τζιουρτζιουφιού, καθορίζοντας την 20η Μαρτίου ως «Παγκόσμια ημέρα Σπουργίτη».

Δεν ξέρω αν η μεγάλη μείωση στον παγκόσμιο πληθυσμό τζιουρτζιουφιού θα πρέπει να μας ανησυχεί. Το είδος αυτό έχει ωφεληθεί τα μάλα από τον άνθρωπο τα τελευταία δέκα χιλιάδες χρόνια. Ακολουθώντας τους γεωργούς, ή φωλιάζοντας στα γεμάτα σιτάρι αμπάρια των πλοίων της εποχής της Ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, τα αδύναμα αλλά εξαιρετικά προσαρμοστικά τζιουρτζιούφια εποίκισαν όλες τις ηπείρους εκτός από την Ανταρκτική.

Παρόλα αυτά, είναι περιβαλλοντικά ωφέλιμο να φυτεύουμε αυτόχθονα και όχι ξενικά είδη φυτών στους κήπους και στα πάρκα μας, όπως και το να προτιμάμε την βιολογική κατανάλωση κρέατος και γαλακτοκομικών. Δηλαδή προϊόντα από ζώα εκτρεφόμενα σε φάρμες ή στην ύπαιθρο, και όχι σταβλισμένα σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις.

Την ερχόμενη Δευτέρα, 20 Μαρτίου, τα φτωχά τζιουρτζιουφούλια έχουν την τιμητική τους. Θεωρώ πως δεν έχει νόημα να τα μνημονεύουμε μόνο εκείνη την μέρα, αλλά ούτε χρειάζεται να το κάνουμε και κάθε μέρα. Ίσως αυτό που έχει σημασία είναι να τα θυμόμαστε τις ημέρες με χιονοκάλυψη, όταν οι συνθήκες τροφοσυλλογής για τα λιανοπούλια γίνονται δραματικές. Το να αφήνουμε ένα κομματιασμένο φρούτο στο μπαλκόνι δεν είναι ούτε κόστος ούτε χρόνος. Αξίζει να το κάνουμε, όχι μόνο για τα κακόφωνα τζιουρτζιούφια, αλλά και για τα άλλα πεινασμένα πτηνά που πλησιάζουν τις πόλεις. Χωρίς κάποια επιστημονική μελέτη ή σχέδιο, δεν χρειάζεται να παρέμβουμε περισσότερο.

Προσωπικά, μνημονεύω τα τζιουρτζιούφια κάθε φορά που περνάω κάτω από τα μικροσκοπικά τους σεράγια στην Κοζάνη. Αντίστοιχα, κάθε φορά που αντικρίζω έναν τζιόρτζιουφα, θυμάμαι στιγμιαία την πολιτισμική κληρονομιά της πόλης μας.

Στην εποχή μας, δεν χρειάζεται να ασπαστούμε τις ανιμιστικές δοξασίες των τουρανικών λαών της στέπας ούτε τις αντίστοιχες της λαϊκής λατρείας των αρχαίων Ελλήνων. Μπορούμε, όμως, έμπρακτα να εκτιμήσουμε την αξία που έδιναν κάποιοι πολιτισμοί σε όλα κτίσματα του Κτίστη. Μια αξία την οποία, όπως το πιο μεγαλόπρεπο μνημείο της πόλης μας μαρτυρά, οι Οθωμανοί Κοζανίτες την αναγνώρισαν και την δανείστηκαν από τους κατακτητές. Όπως αθόρυβα μνημονεύουν οι λαξευμένοι πωρόλιθοι του «γερο – Μαμάτσιου», οι παλιοί ευγενείς Κοζανίτες, ήξεραν να εκτιμούν κι άλλα πράγματα στους «άλλους», πέρα από τους λαχανοντολμάδες, τα ατζιάμ-πλιάφια, και τους καρσιλαμάδες τους. 

 

Ο Νίκος Σταμκόπουλος, είναι διπλωματούχος μηχανικός περιβάλλοντος και πτυχιούχος βαλκανικών σπουδών. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του με τίτλο «Οι Κώμες του Αλιάκμονα: Μέρος Β’ – Ο Άγιος, τα ονόματα και τα φαντάσματα του ποταμιού» 

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία

  • Γιώργος Τσιούνης «ένας Μικρός αλήτης»

https://greenapple.gr/2019/03/05/ένας-μικρός-αλήτης

  • Δημήτρης Λιθοξόου. Γλωσσογεωγραφικά-σπουργίτι.

https://www.lithoksou.net/2021/12/spourgiti.html

  • Sparrow Symbolism and Meaning (Totem, Spirit, and Omens)

Sparrow Symbolism and Meaning (Totem, Spirit and Omens)

ottoman architecture”. Archi-Cultural Interactions through the Silk Road. 4th International Conference, Mukogawa Women’s Univ., Nishinomiya, Japan, July 16-18,2016 Proceedings

  • Julia Binnberg (2019), “Animism or analogism? Bird depictions and their significance for the reconstruction of Cretan Bronze Age ontologies” Sympozjum Egejskie. Papers in Aegean Archaeology
  • Ibrahim, Irini & Hua, Khor & Aziz, Norazlina & Hanifah, Norha. (2013). Hima as ‘Living Sanctuaries’: An Approach to Wetlands Conservation from the Perspective of Shari’a Law. Procedia – Social and Behavioral Sciences. 105. 476–483. 10.1016/j.sbspro.2013.11.050.
  • The Great sparrow campaign https://pixelatedplanet.net/2018/11/the-great-sparrow-campaign-was-the-start-of-the-greatest-mass-starvation-and-worst-environmental-disaster-in-history/
  • Ηλιαδέλης, Στράτος Δ. (1997) Νεότερα στοιχεία για το ναό και το κωδωνοστάσιο του Αγίου Νικολάου Κοζάνης. Ελιμειακά [38-39]
  • Χουλιάρας Νικήτας (2004) Λιθογλυπτική. Στο «Κοζάνη και Γρεβενά, ο χώρος και οι άνθρωποι»
  • Γιουβάλ Νώε Χαράρι. (2014) «Sapiens»

 

 

 

 

Μοιραστείτε την είδηση