Της Ιωάννας Κωσταρέλλα* – Αναδημοσίευση από ΕΦ.ΣΥΝ.
Η διαχείριση (με την έννοια της κάλυψης) της συντριβής του Canadair από τα μέσα επικοινωνίας ανέδειξε το ίδιο ακριβώς πρόβλημα. Το βασικό, το κυρίαρχο. Αυτό από το οποίο ξεπηδούν όλα τα υπόλοιπα. Την παντελή έλλειψη επαγγελματισμού και την επικίνδυνη ανυπαρξία κατευθυντηρίων γραμμών (guidelines), αυτών των –κατά πολλούς– περιττών υπενθυμίσεων του ποιος κάνει τι και με τι τρόπο στις αίθουσες σύνταξης, από τις οποίες, εντελώς ασύντακτα πλέον, βγαίνουν οι ειδήσεις.
Εκεί βρίσκεται και η ρίζα του κακού για την ελληνική (αλλά όχι μόνο) δημοσιογραφία. Γιατί πολλά από τα τρομερά που βλέπουμε δεν οφείλονται ούτε/ή μόνο στον κακό μας τον καιρό, στην απουσία κριτικής ικανότητας ή εκπαίδευσης των δημοσιογράφων. Για κάποια από τα δεινά, η απάντηση δεν είναι καν η «λίστα Πέτσα», που πάει με όλα. Και δεν χρειάζεται να ψάξουμε πολύ βαθιά για τα αίτια, αρκεί να δούμε πώς γίνεται η δουλειά στα γραφεία σύνταξης. Χωρίς αρχισυνταξία, χωρίς επιμέλεια, χωρίς διασταύρωση.
Για πολλά χρόνια, οι επονομαζόμενοι πυλωροί των ειδήσεων, αγγλιστί gatekeepers, όριζαν το ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει, τι δημοσιεύεται δηλαδή και τι καταλήγει στον κάλαθο των αχρήστων. Στις εφημερίδες υπήρχαν διορθωτές και συντάκτες ύλης, οι οποίοι έψαχναν σχολαστικά το λάθος και γέμιζαν με τις διορθώσεις τους τη χειρόγραφη σελίδα, τότε που η δουλειά στην αίθουσα σύνταξης ακολουθούσε συγκεκριμένους κανόνες, προκειμένου να μην ξεφύγει το λάθος.
Η θρησκευτική προσήλωση στο άτυπο check list της αίθουσας σύνταξης άρχισε σιγά σιγά να ατονεί στα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης και εν συνεχεία του διαδικτύου. Αφενός, γιατί υπήρχε πια η δικαιολογία του περιορισμένου χρόνου, οπότε, αν ήθελες να έχεις την είδηση πρώτος/η, θα έπρεπε να βιαστείς, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη διασταύρωση και την τεκμηρίωση των πληροφοριών. Αφετέρου, γιατί ήρθε η υπερπροσφορά δημοσιογραφικού περιεχομένου από κάθε πιθανή και απίθανη πηγή ενημέρωσης. Τα sites άρχισαν να ξεφυτρώνουν το ένα πίσω από το άλλο και γρήγορα ο κόσμος κατακλύστηκε από πληροφορίες, ξέμεινε, όμως, από ειδήσεις.
Οι νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν επηρέασαν πάρα πολύ και τη δημοσιογραφική δουλειά στον πυρήνα της. Και ναι μεν, από το 1990 και μετά η δημοσιογραφική εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι αντικείμενο σπουδών πανεπιστημιακού επιπέδου με τις θετικές επιδράσεις που έχει κάτι τέτοιο στην προετοιμασία των νέων επαγγελματιών, πλην, όμως, η δημοσιογραφική «μαθητεία» εξέλιπε ως διαδικασία εισόδου στον θαυμαστό κόσμο των ειδήσεων και ταυτόχρονα άρχισαν να χαλαρώνουν οι σχέσεις ιεραρχίας, που ήταν και αυτές ένας τρόπος μύησης και εκπαίδευσης. Κοντά σ’ αυτά, τα άσχημα οικονομικά των μιντιακών οργανισμών και οι περικοπές σε κρίσιμα πόστα, όπως αυτό του διορθωτή, συνετέλεσαν στο να συμπιεστούν πλήρως οι λειτουργίες. Ετσι, σήμερα σχεδόν ό,τι γράφει κάποιος βγαίνει στη λεγόμενη ροή των ιστοσελίδων ή/και τυπώνεται. Οταν, δε, έρθει το λάθος, έτσι εύκολα όπως ανέβηκε η είδηση, κατεβαίνει. Οπότε ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Σε ό,τι αφορά τώρα τις λεγόμενες έκτακτες ειδήσεις και ακόμα περισσότερο την κάλυψη φυσικών καταστροφών ή άλλου είδους κρίσεων, όπως πολεμικές επιχειρήσεις, εκεί δεν υπάρχει καμία προετοιμασία. Κοινώς, βγαίνουν οι δημοσιογράφοι «ξυπόλητοι στ’ αγκάθια» και αυτοσχεδιάζουν. Και οι των στούντιο και οι του πεδίου. Προσπαθούν να καλύψουν ώρες τηλεοπτικού χρόνου, επαναλαμβάνοντας τα ίδια και τα ίδια και κυρίως «αγοράζοντας» αυτά που έρχονται από τους δρώντες που έχουν την εξουσία στα χέρια τους.
Αυτό, ασφαλώς, δεν είναι μόνο ελληνικό πρόβλημα, αλλά παγκόσμιο. Στο άρθρο του «Why the press failed in Iraq», που δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 2023 στο Foreign Affairs, o John Walcott, επικεφαλής του γραφείου της Ουάσινγκτον για το Knight Ridder, ένα από τα ελάχιστα αμερικανικά ειδησεογραφικά μέσα που αμφισβήτησε το 2001 τους ισχυρισμούς ότι το Ιράκ διέθετε όπλα μαζικής καταστροφής και είχε δεσμούς με διεθνείς τρομοκρατικές ομάδες, γράφει πως κατά τη διάρκεια σύσκεψης των συντακτών είπε: «Κάνουμε ρεπορτάζ για τους ανθρώπους που οι γιοι, οι κόρες και οι σύζυγοί τους έχουν πάει στον πόλεμο, όχι γι’ αυτούς που τους έστειλαν», εστιάζοντας στην ανάγκη μιας δημοσιογραφίας πιο κοντά στο πεδίο και πιο μακριά από τα κέντρα εξουσίας.
Αυτή μοιάζει να είναι μια πολύ καλή συμβουλή για όλους εμάς που βλέπουμε τη διάβρωση της εμπιστοσύνης του κοινού στα Μέσα και αναζητούμε τρόπους αυτό να αλλάξει. Η δουλειά στο πεδίο (και όχι μόνο μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή), αλλά και οι κατευθυντήριες γραμμές και το δίχτυ ασφαλείας (λέγε με και αρχισυντάκτη) είναι εντελώς απαραίτητα στοιχεία. Διαφορετικά, είναι μαθηματικώς βέβαιο ότι η γκάφα δεν θα αργήσει να έρθει.
Γυρίζοντας τώρα στο επίμαχο βίντεο της συντριβής του Canadair, που παίχτηκε και ξαναπαίχτηκε, είναι δεδομένο ότι αν υπήρχαν κατευθυντήριες γραμμές, όπως σε πολλά σοβαρά Μέσα σε όλο τον κόσμο, σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας το βίντεο θα κοβόταν λίγο πριν δούμε τις φλόγες ή τουλάχιστον δεν θα έπαιζε σε «λούπα». Κι αυτό γιατί κάτι τέτοιο δεν συμβάλλει στην ενημέρωση και προκαλεί συνάμα τεράστιο τραύμα στους οικείους.
Στις δύσκολες περιπτώσεις, αλλά και στη ρουτίνα της καθημερινής κάλυψης των θεμάτων, δεν χρειάζεται να τα ξέρει όλα ο/η δημοσιογράφος, αρκεί η αίθουσα σύνταξης που τον/την στηρίζει να έχει συμπυκνωμένη όλη αυτή τη γνώση και να την εφαρμόζει με τη μορφή των κατευθυντηρίων γραμμών.
*Η Ιωάννα Κωσταρέλλα είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ., Το κείμενο αρχικά γράφτηκε για την στήλη της “Μεταξύ μας” στην εφημερίδα “Χρόνος Κοζάνης” και στη συνέχεια εμπλουτίστηκε για την Εφημερίδα των Συντακτών και δημοσιεύτηκε στις “Νησίδες” το Σάββατο 5 Αυγούστου.