Μικρά πικρά μαθήματα για την ελληνική οικονομία

6 Min Read

Από τις 08/05/2010, ημέρα που η Ελλάδα οδηγήθηκε, κάτω από καθεστώς ασφυκτικών πιέσεων και καταναγκασμών, στη σύναψη της πρώτης δανειακής σύμβασης με τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έχουν παρέλθει οκτώ (8) έτη έντονων περιοριστικών πολιτικών και άλλα δύο (2) έτη δυσχερειών συνδεόμενων με την πανδημία του SARS-CoV-2. 

Αυτό το εξαιρετικά χαμηλό σημείο εκκίνησης της ελληνικής οικονομίας, σε συνδυασμό με την επίκληση της επιστροφής στην «κανονικότητα» καλλιέργησε ιδιαίτερα ισχυρές προσδοκίες ανάκαμψης. Αρκετοί δείκτες βελτιώθηκαν (μείωση ανεργίας, αύξηση ΑΕΠ, επίτευξη πλεονασμάτων) τα έτη που ακολούθησαν το πέρας της πανδημίας  και οι προοπτικές της Ελλάδας χαρακτηρίστηκαν θετικές από τους οίκους αξιολόγησης Fitch και S&P. Μάλιστα, οι ίδιοι οίκοι το 2023 επανέφεραν την Ελλάδα σε επενδυτική βαθμίδα, ενώ το διεθνές οικονομικό περιοδικό Economist έχρισε τη χώρα μας “οικονομία της χρονιάς”, για το 2023. Είναι όμως η κατάσταση ιδανική;Η επιστροφή στην «κανονικότητα» και η ανάκτηση της χαμένης ευμάρειας είναι περισσότερο ευσεβής πόθος παρά πραγματικότητα. Ήδη, σύμφωνα με τα οριστικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2023, η ελληνική οικονομία πέτυχε μεγέθυνση του ΑΕΠ κατά 2,0% έναντι του στόχου 2,4%, γεγονός που αποδεικνύει πως η περίοδος της γρήγορης ανάκαμψης αρχίζει να φρενάρει. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα διατηρεί ιδιαίτερα υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών με τις τιμές να διαμορφώνονται στο -10.3% για το 2022 και στο -6.3% για το 2023. Το αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αποτελεί και το «προπατορικό αμάρτημα» της οικονομίας της χώρας με καθοριστική συμβολή στη χρεοκοπία του 2008. Σύμφωνα μάλιστα με το σκεπτικό της πρόσφατης έκθεσης της Moody’s το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών θα ήταν περαιτέρω αυξημένο, αν δεν συνέβαλαν θετικά ο τουρισμός και η ναυτιλία, οι σταθερές ετήσιες αποδόσεις των οποίων είναι εξαιρετικά αβέβαιες υπό το πρίσμα των διαρκών γεωπολιτικών ανακατατάξεων.

Τι είναι όμως το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και γιατί προβληματίζει τόσο τους εγχώριους οικονομολόγους και λαμβάνοντας κεντρικό ρόλο στο σκεπτικό της πρόσφατης έκθεσης της Moody’s; Το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών επί της ουσίας αποτυπώνει τις ανάγκες της οικονομίας για χρηματοδότηση από το εξωτερικό, μέσω εισαγωγής προϊόντων και υπηρεσιών. Με απλά λόγια, η Ελλάδα εισάγει περισσότερα από όσα εξάγει. Τα συνεχόμενα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών την περίοδο 2001-2010 ήταν ένας από τους καθοριστικότερους παράγοντες που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία. Μια χώρα που εξάγει, σε όρους αξίας, περισσότερα από όσα εισάγει διατηρεί ,προφανώς, μια ενισχυμένη θέση στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας και, κατ’ επέκταση, μπορεί να προσφέρει ποιοτικότερες θέσεις εργασίες με αυξημένες οικονομικές απολαβές και μειωμένους χρόνους εργασίας. Η Ελλάδα σήμερα φαίνεται να επιδιώκει ακριβώς το αντίθετο.

Τα ανωτέρω δεν σημαίνουν πως η ελληνική οικονομία κινείται σήμερα άσχημα ή αρνητικά, αποτελούν όμως ένα προμήνυμα πως η επιλεγμένη στρατηγική των τελευταίων πέντε ετών έχει εξαντλήσει τα περιθώρια της. Η συνέχισή της οδηγεί νομοτελειακά σε επαναφορά του αποτυχημένου καταναλωτικού μοντέλου μιας χώρας μονοκαλλιέργειας υπηρεσιών, που δομήθηκε συναινετικά την περίοδο 1999 – 2008 και κατέρρευσε με κρότο με τα πρώτα σημάδια αστάθειας στις διεθνείς αγορές. Αυτό δεν φαίνεται όμως να αποτρέπει, ούτε να προβληματίζει τους κεντρικούς πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες. Χαρακτηριστική είναι η φράση του Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος,  Θόδωρου Πελαγίδη “πρέπει να γίνουμε η Φλόριντα της Ευρώπης”, μια χώρα δηλαδή που θα συνεχίσει να πριμοδοτεί τις επενδύσεις σε Real Estate, Τουρισμό και παροχή υπηρεσιών.

Όσο λοιπόν, η κεντρική εξουσία επιδιώκει το “bounce back”, την επαναφορά στην χρονική στιγμή που νιώθει οικεία, αυτή της στρατηγικής των αρχών του 2000, όλοι εμείς δεν πρέπει να ξεχάσουμε τα μικρά πικρά μαθήματα της κρίσης του 2008. Είναι αναγκαίος ένας ισχυρός αναστοχασμός για τον τρόπο και τα βήματα μεταβολής του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Η Ελλάδα θα έχει πάντα ως ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα τη ναυτιλία και τον τουρισμό. Ωστόσο, όπως έχει διδαχθεί με  δύσκολο τρόπο η Δυτική Μακεδονία, οι μονοδιάστατες εξαρτήσεις κάνουν απλά την πτώση εντονότερη και χωρίς να δίνουν εναλλακτικές. 

Η χώρα μας λοιπόν, επιβάλλεται να διευρύνει την παραγωγική της βάση, να δημιουργήσει δηλαδή ένα σημαντικό βραχίονα στη βιομηχανία και τη βιοτεχνία, για να πετύχει βραχυπρόθεσμα βελτιωμένα αποτελέσματα οικονομικής μεγέθυνσης και μακροπρόθεσμα να περιορίσει τις εξαρτήσεις από τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις. Πρώτο βήμα μιας τέτοιας επιδίωξης θα ήταν να τεθεί σε εφαρμογή ένα εθνικό σχέδιο δράσης για την αύξηση της συμβολής του τομέα της μεταποίησης σε 15% του ΑΕΠ ως το 2028 και σε 20% του ΑΕΠ ως το 2032. Δεύτερο βήμα θα ήταν η υποστήριξη των εξαγωγικών εγχώριων βιομηχανιών με παροχή φθηνού ηλεκτρικού ρεύματος και την ολοκλήρωση των εμπορικών μεταφορικών δικτύων που περιορίζουν τη μεταφορική αλυσίδα. Τρίτο θα ήταν η θεσμοθέτηση του δείκτη εγχώριας προστιθέμενης αξίας με υποχρεωτική εφαρμογή σε κάθε επένδυση άνω των 5εκ. €, για να αποτυπώνεται με σαφήνεια για κάθε πολίτη ποιες επενδύσεις προσθέτουν ουσιαστικά στον τόπο και ποιες εντείνουν την τάση εξάρτησης από το ευρωπαϊκό κέντρο.  

Είναι γνωστό πως το παράθυρο ευκαιρίας κλείνει το 2032, μαζί με την περίοδο χάριτος αποπληρωμής του ελληνικού χρέους. Η χρονιά αυτή θα πρέπει να βρει την Ελλάδα έτοιμη να αντισταθεί στους καταναγκασμούς που θα την ωθούν σε υποχώρηση, κάτι που δυστυχώς δεν είναι καθόλου βέβαιο με υλικά και τακτικές ανακυκλωμένες από το «εκσυγχρονιστικό» παρελθόν της.

Μοιραστείτε την είδηση