Εκατοντάδες βοήθησα και πάλι σήμερα. Έκανα το χρέος μου στην ανθρωπότητα, κλικάροντας, ανεβάζοντας ασπρόμαυρες σέλφι, προωθώντας σε άλλους τόσους μηνύματα συμπαράστασης. Χωρίς να κινηθώ απο την καρέκλα μου και το σπουδαιότερο χωρίς να ξοδέψω ούτε ένα ευρώ.
Μέσα στην παραζάλη της κοινωνικής ευαισθητοποίησης, ξέχασα να πω στους δίπλα μου μια κουβέντα συμπαράστασης, να δώσω ένα χέρι βοήθειας, να δώσω λίγο απο το αίμα μου, λίγο απο το χρόνο μου.
Με συνεπήρε η παγκόσμια έκκληση για βοήθεια, το τρεντ ενός θανάτου που πρέπει οπωσδήποτε να σχολιαστεί, μια καμπάνια ασπρόμαυρης ευαισθητοποίησης.
Τόσο που ξέχασα τι πραγματικά ήθελα να κάνω. Τι ήθελα να πω στους γύρω μου που είχαν ανάγκη να με ακούσουν. Φυσικά δεν κατάφερα ούτε κι εγώ να τους ακούσω. Έκανα μόνο ότι τους άκουγα με το κεφάλι σκυμμένο στην οθόνη του τηλεφώνου, με δυο μάτια που δεν συμμετείχαν, δυο αυτιά που προσπαθούσαν να κρατηθούν από λέξεις κι ένα στόμα που έβγαζε κατά διαστήματα μερικά επιφωνήματα επιβεβαίωσης παρουσίας.
Η αλήθεια είναι ότι και να άκουγα δεν θα ήξερα τι να τους πω. Ξέρω να (αντί) γράφω ωραία στάτους, αλλά ξέχασα πως να παρηγορώ, να λέω τη γνώμη μου, να καθησυχάζω.
Η έννοια της ενσυναίσθησης, πολύ πριν γίνει επιστημονικός όρος, πιασάρικος σε σεμινάρια αυτοβελτίωσης, ήταν ο καφές της γιαγιάς. Αυτός που οι μικροί έπιναν σε μικρό ποτηράκι και οι μεγάλοι μοιράζονταν μαζί με τις αγωνίες, τις ελπίδες και τους φόβους της ημέρας. Γιατί μερικά πράγματα δεν είναι θεωρία, είναι βίωμα.
Ιωάννα