Πολύ φοβάμαι, κ. Πρόεδρε, ότι επαναλαμβάνετε ένα λάθος. Ένα «προπατορικό αμάρτημα» της εξωτερικής μας πολίτικης, για το οποίο προειδοποιούσα με ένα κείμενο που δημοσιεύθηκε τέτοιες μέρες, το 2006, όταν ξεκινούσα και πάλι αυτή την στήλη, ότι θα το πληρώσουμε ακριβά:
Διακατεχόμαστε δυστυχώς στο δημόσιο βίο μας από το σύνδρομο του εξορκισμού. Πιστεύουμε ότι αν εξορκίζουμε ένα πρόβλημα, θα πάψει και να μας απασχολεί. Κι από το σύνδρομο αυτό δεν γλίτωσαν ούτε μεγάλοι πολιτικοί άνδρες του διαμετρήματος τους Γεωργίου Παπανδρέου ή του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Οι οποίοι μας παρέδωσαν μια αντίληψη και πρακτική κατά την οποία αρκούσε πού δηλώναμε π.χ. ότι το μακεδονικό πρόβλημα «είναι ανύπαρκτο». Έτσι φθάσαμε ως την σημερινή πραγματικότητα κατά την οποία υπάρχει ένα κράτος πού σε όλο τον κόσμο ονομάζεται «Μακεδονία» και μόνο εμείς το αποκαλούμε «Σκόπια».
Το τελικό αποτέλεσμα το είδαμε να επικυρώνεται με την συμφωνία των Πρεσπών. Βόρεια ξεβόρεια, πάντως οι γείτονες μας κέρδισαν το όνομα Μακεδονία, με εθνότητα και γλώσσα μακεδονική.
Και τώρα τι κάνουμε; Κρυβόμαστε, πάλι, πίσω από το δάκτυλο μας. Βαπτίζοντας, ξανά, «ανύπαρκτα», όλα τα άλλα προβλήματα που μας χωρίζουν με την Τουρκία. Δηλώνοντας ότι δεν συζητάμε, τίποτε άλλο, πέραν της οριοθετήσεως των θαλασσίων ζωνών.
Αναγκάζομαι, δυστυχώς, να επαναληφθώ. Ανατρέχοντας και πάλι σε ένα κείμενο του 2006:
Η τουρκική πλευρά κάθε τόσο εγείρει κάποιο θέμα, είτε εμπράκτως, είτε ενώπιον διεθνών οργανισμών, με μοναδικό στόχο να καταγραφεί στην ατζέντα των ελληνοτουρκικών διαφορών. Εμείς νομίζουμε ότι με το να αρνούμεθα την ύπαρξη του προβλήματος, επιτυγχάνουμε και την εξαφάνιση του. Ενώ θα έπρεπε να ακολουθούμε ακριβώς την ίδια πρακτική. Να εγείρουμε συνεχώς εκείνα τα θέματα τα οποία η Τουρκία καμώνεται πως τάχα δεν υπάρχουν.
Ας αποφασίσουν κάποτε οι ελληνικές κυβερνήσεις να καταρτίσουν τον πραγματικό κατάλογο των υφισταμένων διαφορών, ιδίως δε εκείνων που συνδέονται με τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συμφωνιών και συνθηκών.
Δεν είναι θέμα ελληνοτουρκικής διαφοράς, η εφαρμογή των διεθνών συνθηκών για την Ίμβρο και την Τένεδο, με την επιστροφή των εκδιωχθέντων στις περιούσιες τους, ως και ο σεβασμός των διεθνώς παραδεκτών και συμφωνημένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων με την παροχή της ελευθερίας επιστροφής στην Κωνσταντινούπολη και την απόδοση των περιουσιών τους, σε εκείνους που βαρβάρως εκπατρίσθηκαν;
Αν δεν μάθουμε να διεκδικούμε δεν θα μάθουμε ποτέ να διαπραγματευόμαστε.