Οι «διαιρετικές τομές» της μεταπολίτευσης

5 Min Read

Ποιες κοινωνικές και πολιτικές διαιρέσεις κυριάρχησαν στην Ελλάδα κατά την διάρκεια της 3ης Ελληνικής Δημοκρατίας; Με ποιες ιδέες ταυτίστηκε ο ελληνικός λαός, κατά πλειοψηφία, τα τελευταία 50 χρόνια; Έχουν κάποιο νόημα οι «διαιρετικές τομές» του παρελθόντος για να ανακύψουν οι απαντήσεις του αύριο; Σε αυτά τα ερωτήματα θα επιχειρήσω να απαντήσω στις επόμενες γραμμές.

Στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης εμφανίστηκαν, όπως ήταν αναμενόμενο, αντιθετικές κοινωνικές διαιρέσεις, που ως επακόλουθο είχαν τη δημιουργία διακριτών συλλογικών ταυτοτήτων. Κάθε περίοδος είχε την κυρίαρχη διαίρεση που χαρακτήριζε τις πολιτικές της συγκρούσεις, με τις υπόλοιπες διαιρέσεις παρούσες, αλλά σε μικρότερη ένταση.

- Advertisement -
Ad image
- Advertisement -
Ad image

Έτσι κατά την περίοδο της πρώιμης μεταπολίτευσης, από το 1974 ως και το 1996, οι πιο σύνθετες αντιπαραθέσεις του παρελθόντος συγχωνεύτηκαν στην απλούστερη αντιπαράθεση αντιδεξιά–δεξιά. Αντιπαράθεση που διεξήχθη ξεκάθαρα πάνω στον ιδεολογικό άξονα αριστερά–δεξιά και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην θεμελίωση του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα και στην σταθεροποίηση του δημοκρατικού πολιτεύματος στη χώρα.

Από το 1996 ως και το 2010 επήλθε η μερική υποχώρηση της παραδοσιακής διαίρεσης αριστερά – δεξιά και, σε κάποιο βαθμό, η αντικατάσταση της από την τομή Πρόοδος–Συντήρηση. Η εισαγωγή αυτής της διαίρεσης επιχειρήθηκε αρχικά ανεπιτυχώς από τμήμα της Νέας Δημοκρατίας, με πρωτοστάτη τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και αργότερα, με μεγαλύτερη ένταση, μέσω του «εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος» των κυβερνήσεων του Κώστα Σημίτη. Η περίοδος αυτή, σε αντίθεση με την προηγούμενη, δεν έδωσε ομαλά και σταδιακά τη θέση της στην επόμενη και σαφώς δεν επετεύχθη ο στόχος της συλλογικής κοινωνικής προόδου. Τα βήματα που έγιναν περιορίστηκαν σε τροποποίηση του οικονομικού υποδείγματος, επιτυγχάνοντας, σε πρώτη φάση, πολιτικές σύγκλισης (1996-1999) με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Σε δεύτερη όμως φάση επιλέχθηκαν συνειδητά καταστροφικές πολιτικές νομής και διαχείρισης της εξουσίας, χωρίς καμία σύγκρουση με τον σκληρό πυρήνα του συντηρητισμού της χώρας.

Έτσι η χώρα οδηγήθηκε στην περίοδο των μνημονίων (2010 – 2018) κατά τη διάρκεια της οποίας αναδύθηκε η αντίθεση μεταξύ συστημικών-αντισυστημικών δυνάμεων. Σε αυτή τη σύγκρουση οι συστημικές δυνάμεις υποστήριζαν μια «επανίδρυση» του κράτους χωρίς αμφισβήτηση του status quo και οι αντισυστημικές υποστήριζαν το ριζικό μετασχηματισμό του συμπεριλαμβάνοντας τόσο φωνές που εξέφραζαν τη σύγκρουση μεταξύ ελίτ και πολλών, όσο και τη σύγκρουση μεταξύ ευρωπαϊκού κέντρου και περιφέρειας.

Με την ολοκλήρωση του μνημονιακού κύκλου φαίνεται πως όλο και πιο έντονα διαμορφώθηκε ένα τριαξονικό σύστημα διαιρετικών τομών με κυρίαρχη ξανά την ημιτελή διαίρεση μεταξύ προόδου και συντήρησης, δευτερεύουσα αυτή του βαθμού συστημικότητας και τριτεύουσα σε ένταση αυτή του ιδεολογικοπολιτικού χαρακτήρα αριστεράς-δεξιάς. Το ελληνικό βέβαια παράδοξο προκύπτει από το γεγονός πως η νέα ΝΔ, μέσω του πολυδύναμου εκσυγχρονισμού, δημιουργεί επιτυχώς ισχυρές ταυτίσεις τόσο στον προοδευτικό όσο και στον συντηρητικό χώρο, καλύπτοντας προφανώς ένα υπαρκτό κενό. Η προοδευτική πολιτική όμως δεν μπορεί να εστιάζει καθαρά στους όρους οικονομικής ανάκαμψης και να πλαισιώνεται με συντηρητικά χαρακτηριστικά σε όλα τα άλλα πεδία της άσκησης της. 

Αναμφίβολα λοιπόν η Ελλάδα του 2023, λόγω της χρονικής υστέρησης που επέφερε η περίοδος των μνημονίων και των χρόνιων παθογενειών της στην οργάνωση του οικονομικού κεφαλαίου, πρέπει να επιτύχει ένα προοδευτικό άλμα στην κοινωνική της οργάνωση. Η οικονομική ανάκαμψη πρέπει να είναι ισόρροπη και προσαρμοσμένη στις απειλές της εποχής. Οι σχέσεις κράτους-εκκλησίας πρέπει επιτέλους να επιλυθούν. Η σύγκλιση κέντρου-περιφέρειας πρέπει να λάβει κεντρικό ρόλο. Η επίτευξη αισθήματος δικαίου και η αποδυνάμωση των παρεμβάσεων της οικονομικής ελίτ πρέπει να διαπνέουν κάθε ουσιαστικό προοδευτικό εγχείρημα. Σε αυτό το πλαίσιο η ισορροπία του πολιτικού συστήματος θα επιτευχθεί μόνο αν η αντιπολίτευση προάγει ανθρώπους και πολιτικές που απαντούν στη κυρίαρχη διαίρεση προόδου-συντήρησης, χωρίς να υποτιμά τη συμβολή των υποκείμενων δύο διαιρετικών τομών. 

Ως γνωστόν, στην πολιτική και στη ζωή το αυθεντικό πάντα κερδίζει το αντίγραφο. Έτσι μόνο ένα γνήσιο προοδευτικό πρόταγμα θα μπορέσει να εκθρονίσει τον επιλεκτικό προοδευτισμό του πολυδύναμου εκσυγχρονισμού. Γιατί η πρόοδος δεν είναι κάτι δεδομένο, γραμμικό και σίγουρο αλλά συμβαίνει μόνο μέσα από σύγκρουση και ουσιαστική ενίσχυση της θέσης της χώρας στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας.

Φώτης Γαϊτάνηςwww.xronos-kozanis.gr

Μοιραστείτε την είδηση