Στο προηγούμενο μέρος έγινε λόγος για τα δυο εικονίσματα της συντεχνίας των υποδηματοποιών της Κοζάνης, και για τους λόγους που συνεικονίζονται ως προστάτες της συντεχνίας οι Άγιοι Ιωάννης Θεολόγος και Άγιος Σπυρίδωνας. Αυτό, όμως, που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι η παράλληλη συνεικόνιση του Αγίου Ναούμ με τους δύο αυτούς Αγίους. Εκ πρώτης όψεως είναι άξιο απορίας γιατί οι υποδηματοποιοί της Κοζάνης επέλεξαν να τον συνεικονίσουν μαζί με τους δύο προστάτες της υποδηματοποιίας, αφού δεν υπάρχει τίποτα στον βίο ή το όνομα του Όσιου Ναούμ που να τον σχετίζει με τα υποδήματα και τους τσαγκάρηδες.
Σύμφωνα με τον βίο του, ο Άγιος Ναούμ καταγόταν μάλλον από την Μοισία (σημερινή Βουλγαρία) και ήταν μαθητής των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, τον 9ο αιώνα. Μετά τον θάνατο των δύο φωτιστών των Σλάβων, και την εκδίωξη των μαθητών τους από την Μοραβία (σημερινή Τσεχία), προσκλήθηκε μαζί με άλλους συμμαθητές του από τον τσάρο των Βουλγάρων Βόρη ώστε να μεταβεί στην μεσαιωνική Βουλγαρία και συνεχίσει εκεί το ιεραποστολικό του έργο, στα πλαίσια ενός εκχριστιανισμού της Βουλγαρίας που επιθυμούσε ο Βόρις. Το ιεραποστολικό έργο των Αγίων Κλήμη και Ναούμ είναι τεράστιο, και δεν χρειάζεται να αναφερθεί εδώ. Αμφότεροι απεβίωσαν σε μεγάλη ηλικία και είναι θαμμένοι σε μοναστήρια της Αχρίδας, Αποτελούν σημαντικότατους Αγίους της Αρχιεπισκοπής Αχριδών αλλά και των Βαλκανίων γενικότερα. Παρόλα αυτά, η λατρεία τους φαίνεται πως για αιώνες ήταν περιορισμένη γύρω από την Αχρίδα, με την λατρεία του Αγίου Ναούμ να εξαπλώνεται από τα τέλη του 18ου αιώνα, χάρη στους Μοσχοπολίτες και στην ιδιαίτερη σχέση που αυτοί είχαν με το φερώνυμο μοναστήρι της Αχρίδας[1].
Ίσως τελικά, όταν ζωγραφίστηκε η εν λόγω εικόνα, οι υποδηματοποιοί της συντεχνίας της Κοζάνης ήταν κυρίως Μοσχοπολίτικης καταγωγής, έχοντας ως προστάτη τους τον Άγιο Ναούμ. Σε ολόκληρο την Βαλκανικό χώρο, οι υποδηματοποιοί προέρχονταν κυρίως από κτηνοτροφικές οικογένειες. Οι κτηνοτρόφοι είχαν έφεση στη χειροτεχνία και την κατεργασία δέρματος, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό συγκρινόμενοι με τους γεωργούς. Οι υποδηματοποιοί προέρχονταν κυρίως από οικογένειες μετακινούμενων κτηνοτρόφων (Βλάχοι, Σαρακατσάνοι), οι οποίοι λόγω μετακινήσεων ήταν αναγκασμένοι να ξέρουν να επιδιορθώνουν και να κατασκευάζουν ανθεκτικά υποδήματα. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι στην μητρόπολη των Βαλκάνιων Βλάχων, την Μοσχόπολη της σημερινής Νοτίου Αλβανίας, η υποδηματοποιία ήταν ανεπτυγμένη και οι Μοσχοπολίτες θα ήταν ικανότατοι υποδηματοποιοί. Δεν έχασαν τις τεχνικές τους δεξιότητες, ούτε μετά την καταστροφή της πολιτείας τους μεταξύ1769 και 1789 και την διασπορά τους σε όλα τα Βαλκάνια.
Ενώ η εγκατάσταση Μοσχοπολιτών προσφύγων, κυρίως μετά τα Ορλωφικά, αναφέρεται ρητά σε πόλεις όπως η Σιάτιστα και η Καβάλα, δεν συμβαίνει το ίδιο για την Κοζάνη. Ουδείς από τους ιστοριογράφους της πόλης (Μεγδάνης, Γουναρόπουλος, Λιούφης) αναφέρει μετοικίσεις από την Μοσχόπολη, όπως ρητά αναφέρουν από άλλες περιοχές (Άγραφα, Χόρμοβο, Βιθυκούκι, Ξηρολίβαδο, Αηγιάννης, Κάλιανη κλπ). Ούτε ερευνητές που μελέτησαν διεξοδικά την διασπορά την Αρμάνων (Βλάχων), αναφέρουν άμεσες εγκαταστάσεις Μοσχοπολιτών στην Κοζάνη[2]. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως δεν εγκαταστάθηκαν στην Κοζάνη μέτοικοι Μοσχοπολίτικης καταγωγής. Είτε άμεσα ως πρόσφυγες μετά την καταστροφή της Μοσχόπολης, είτε έμμεσα και μεταγενέστερα, από εγκατασταθέντες στην Κοζάνη μετοίκους, προερχόμενοι από οικισμούς που υπήρξαν τόποι εγκατάστασης Μοσχοπολιτών προσφύγων, όπως η Βλάστη, το Μοναστήρι και η Σαμαρίνα. Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι η οικογένεια του Γκέρτσου μετοίκισε στην Κοζάνη στα μέσα του 19ου αιώνα από το Μεγάροβο του όρους Περιστερίου[3], έναν οικισμό της Δημοκρατίας της Βορείου Μακεδονίας που δημιουργήθηκε από Μοσχοπολίτες και Γραμμουστιάνους πρόσφυγες μετά τα Ορλωφικά[4].
Πρέπει να σημειωθεί, πως λίγο πριν την καταστροφή και ερήμωσή της (1769-1789), η Μοσχόπολη είχε πληθυσμό πολύ πάνω από 20.000 κατοίκους[5], όταν η Κοζάνη των αρχών του 20ου αιώνα είχε περίπου 8500[6]. Ο πληθυσμός της Μοσχόπολης ήταν πολύ μεγάλος σε σχέση με άλλες βαλκανικές πολιτείες της εποχής. Παρά την εκτεταμένη διασπορά των Μοσχοπολιτών την δεκαετία του 1770, από την Κων/πόλη μέχρι τον Δούναβη, λόγω του μεγάλου πληθυσμού της Μοσχοπόλεως, θα μπορούσε γίνει η υπόθεση ότι σε ολόκληρη την Δ. Μακεδονία θα μπορούσαν να είχαν καταφύγει 2.000 – 3.000 Μοσχοπολίτες. Άλλοι τόσοι θα μπορούσαν να είχαν καταφύγει στην Ήπειρο κι άλλοι τόσοι στη Θεσσαλία. Αυτό θα σήμαινε ότι έναν αιώνα αργότερα, στα τέλη του 19ου αιώνα τουλάχιστον 5.000 με 10.000 Δυτικομακεδόνες θα είχαν έστω έναν/μία προπαππού/προγιαγιά από την Μοσχόπολη. Όχι απαραίτητα βλαχόφωνοι Δυτικομακεδόνες, αλλά επίσης ελληνόφωνοι και σλαβόφωνοι. Είναι πολύ πιθανόν, πριν τις ανταλλαγές πληθυσμών (1919 – 1926), ένα 5% με 10% των χριστιανών Δυτικομακεδόνων να είχαν κάποια -έστω μακρυνή- Μοσχοπολίτικη ρίζα. Στα αστικά και ημιαστικά κέντρα (Κοζάνη, Σιάτιστα, Σόροβιτς, Χρούπιστα, Φλώρινα κλπ) το ποσοστό αυτό θα ήταν πολλαπλάσιο.
Η εκτεταμένη εγκατάσταση ανθρώπων με Μοσχοπολίτικες ρίζες στην Κοζάνη, είναι εμφανής και από την χρήση του βαπτιστικού Ναούμ στην πόλη κατά το παρελθόν, η δημοφιλία του οποίου ήταν χαρακτηριστική στους Μοσχοπολίτες. Από τους 2843 εγγεγραμμένους Κοζανίτες ψηφοφόρους στον εκλογικό κατάλογο του 1915, οι 23 (0.81%) έφεραν το βαπτιστικό όνομα Ναούμ(ης) ενώ άλλοι 21 το έφεραν ως πατρώνυμο. Σημειωτέον, ότι στον κώδικα της Ζάμπορδας, τα δημοφιλέστερα βαπτιστικά με τα παράγωγά τους (Ιωάννης, Γεώργιος, Νικόλαος, Κωνσταντίνος κλπ) εμφανίζονται με ποσοστά 4-6%, ενώ επίσης δημοφιλή όπως Εμμανουήλ, Αθανάσιος, Στάμος μόλις σε ποσοστό 1 – 1.7%[7]. Ας σημειωθεί επίσης, ότι στον ίδιο εκλογικό κατάλογο του 1915, το βαπτιστικό Ναούμ δεν εμφανίζεται στους ψηφοφόρους από κανέναν αγροτικό οικισμό της επαρχίας Κοζάνης, παρά μόνο στην Άνω Βάνιτσα και στον Πύργο. Συγκριτικά, το βαπτιστικό Παντελής εμφανίζεται μόλις 2 φορές και μόνο ανάμεσα στους Κοζανίτες του εκλογικού καταλόγου.
Ανάμεσα στους 215 υποδηματοποιούς/σανδαλοποιούς της πόλης, μόλις 2 έφεραν το βαπτιστικό Ναούμ, ποσοστό 0.93%, όχι πολύ μεγαλύτερο του 0.81% της πόλης. Συνολικά, 5 υποδηματοποιοί, όλοι της οικογένειας Μπλιαγκόφτη, έφεραν το όνομα Ναούμ, είτε ως πατρώνυμο είτε ως βαπτιστικό. Το ποσοστό εμφάνισης του ονόματος/πατρώνυμο ανάμεσα στους υποδηματοποιούς, είναι 2,33%, σχεδόν διπλάσιο από το ποσοστό εμφάνισης 1,44%, στον συνολικό πληθυσμό της πόλης
Οι φέροντες το όνομα Ναούμ στον εκλογικό κατάλογο του 1915 ανήκουν σε πολλές οικογένειες (Μπλιαγκόφτη, Βαρδάκα, Γκουτζιού, Γεωργούλη, Καπιτζόγλου, Καρακλάνη, Κοκκαλιάρη, Τσιαρτσιώνη, Πάλλα, Σιούλα, Τσιόπτσια κλπ). Αυτό δεν σημαίνει πως όλα τα μέλη όλων αυτών των οικογενειών είχαν απαραίτητα Μοσχοπολίτικες ρίζες. Σε αντίθεση με το επώνυμο που κατά κανόνα δινόταν πατρογραμμικά, το βαπτιστικό δινόταν ενίοτε μητρογραμμικά για να τιμήσει ο γαμπρός τον πεθερό του.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η οικογένεια των Βλιαγκοφτάδων, οι οποίοι καταγράφηκαν όλοι στον εκλογικό κατάλογο ως υποδηματοποιοί, άλλοι με το επώνυμο Μπλιαγκόφτης, άλλοι Μπλιαγκόφτης και ένας Βλιαγκόφτης. Οι «Μπλιαγκόφτάδες» με γενάρχη τον Ιωάννη, οι οποίοι έχουν επίσης το όνομα Ναούμ στον κλάδο τους, αναφέρουν μια γενικόλογη καταγωγή από την Ήπειρο, χωρίς να αποκλείουν και τη Σερβία[8]. Αντίθετα, οι παραδόσεις των «Μπλιαγκόφτάδων» με γενάρχη τον Ναούμ, κάνουν λόγω για Σουλιώτικη καταγωγή και είναι «απόλυτες»[9]. Το ότι το βαπτιστικό Ναούμ επιχωρίαζε στους «Σουλιώτες» Mπλιαγκοφτάδες, σημαίνει πως μάλλον συμπεθέριασαν νωρίς με «Μοσχοπολίτες»[10].
Αντίθετα, ενώ η εμφάνιση του βαπτιστικού Ναούμ σε μια οικογένεια είναι ενδεικτικό κάποιας Μοσχοπολίτιης ρίζας, η απουσία αυτού, δεν σημαίνει και απουσία της ρίζας αυτής.
Αναζητώντας τις οικογενειακές παραδόσεις καταγωγής των σημερινών εμπόρων υποδημάτων της Κοζάνης, όπως είναι οι οικογένειες Γκατζόφλια και Πάπιστα, οι οποίες προέρχονται από τους παλιούς υποδηματοποιούς και τσαγκάρηδες της πόλης, επιβεβαιώνονται οι παραπάνω υποθέσεις.
Σύμφωνα με τον δερματοτεχνίτη-σχοινοποιό Τάκη Γκατζόφλια, γεννημένο το 1943 από πατέρα τσαγκάρη και μητέρα κόρη σαγματοποιού, οι πρώτοι Γκατζοφλιάδες είχαν έρθει στην Κοζάνη από την περιοχή της Κονίτσης τον 19ο αιώνα. Αυτό δεν αποκλείει Μοσχοπολίτικη καταγωγή τον 18ο αιώνα, χωρίς βέβαια να την επιβεβαιώνει.
Επιβεβαιωμένη είναι η καταγωγή των Παπιστάδων από την Μοσχόπολη, παρόλο που κανένας Πάπιστας στον εκλογικό κατάλογο του 1915 δεν φέρει το όνομα/πατρώνυμο Ναούμ[11].
Δεν νομίζω ότι χωρά αμφιβολία, πως η ιστόρηση του Αγίου Ναούμ στην εικόνα των υποδηματοποιών της Κοζάνης του 1935, σχετίζεται με τις Μοσχοπολίτικες ρίζες των περισσότερων μελών της συντεχνίας τους στις αρχές του περασμένου αιώνα. Σε κάθε περίπτωση, τα εικονίσματα των συντεχνιών, αλλά και τα κειμήλια γενικότερα, όπως και τα ονόματα, κομίζουν πολύ περισσότερη πληροφορία από όσο φτάνει η μέση αντίληψη και κεκτημένη συσσωρευμένη έως σήμερα γνώση.
Βιβλιογραφία
Elsie, R. (2001). A dictionary of Albanian religion, mythology, and folk culture. C. Hurst & Co. Publishers.
Καρακώστα, Κ. (2013). Μοσχοπολιτών Τύχαι – Η ακμή, η παρακμή και η διασπορά των Μοσχοπολιτών – Η κοινότητα του Miskolc. Διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο , Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Θεσσαλονίκη.
Καραμάρκος, Α. (2011). Ιερός Καθεδρικός ναός Αγίου Νικολάου. Ιστορία – Εικόνες – Κειμήλια. Κοζάνη: Εκκλησιαστικό συμβούλιο καθεδρικού ναού του Αγίου Νικολάου Κοζάνης.
Κοζάνη: Ανάμεσα στο μύθο και την ιστορία η αλήθεια για την εβραϊκή παρουσία στην περιοχή. (χ.χ.). Ανάκτηση από Δήμος Κοζάνης: https://cityofkozani.gov.gr/dt/-/asset_publisher/DpFcgdvmF4pk/content/kozane-anamesa-sto-mytho-kai-ten-istoria-e-aletheia-gia-ten-ebraike-parousia-sten-perioche/maximized
Κορκάς, Γ. (2023, Ιανουάριος 12). Εις Μνήμην Αθανασίου Κ. Γκέρτσου που έφυγε προ σαράντα ημερών. Ανάκτηση από Εφημερίδα Κοζάνη: https://efkozani.gr/eis-mnimin-athanasioy-k-gkertsoy-poy-efyge-pro-saranta-imeron-gianni-korka/
Κουκουδής, Α. (2010, Σεπτέμβριος 11). Βλάχικες εγκαταστάσεις στη Δυτική ΜΑκεδονία, τέλη 19ου αρχές 20ου αιώνα. Ανάκτηση από www.vlachs.gr: https://www.vlachs.gr/el/various-articles/vlahikes-astikes-egkatastaseis-sti-dytiki-makedonia
Λιούφης, Π. Ν. (1924). Η ιστορία της Κοζάνης. Εν Αθήναις: Τύποις Ιωαν. Βάρτσου.
Ντίνας, Κ. (1995). Κοζανίτικα Επώνυμα 1759 – 1916. INΣTITOYTO BIBΛIOY KAI ANAΓNΩΣHΣ.
Σίνο, Ν. (2016). Μοσχόπολη και το τυπογραφείο. Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών σπουδών, Θεσσαλονίκη.
Σταμκόπουλος, Ν. (2022). Οι Κώμες του Αλιάκμονα: Μέρος Β’ – Ο Άγιος, τα ονόματα και τα φαντάσματα του ποταμιού. Παρέμβαση.
Χατζηιωάννου, Μ. –Χ. (2000). Η ιστορική εξέλιξη των οικισμών στην περιοχή του Αλιάκμονα κατά την Τουρκοκρατία. Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (Ε.Ι.Ε.). Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών.
[1] Περισσότερα για την σχέση ων Μοσχοπολιτών με το μοναστήρι του Οσίου Ναούμ της Αχρίδας, αλλά και την εξάπλωση του βαπτιστικού ονόματος Ναούμ στην Δυτική Μακεδονία στο (Σταμκόπουλος, 2022) με αναφορές στο (Elsie, 2001) και (Σίνο, 2016)
[2] Ο Α. Κουκούδης, συγγραφέας του πολύτομου έργου «Μελέτες για τους Βλάχους», αναφέρει μόνο Σαμαριναίους στην Κοζάνη (Κουκουδής, 2010). Η μόνη αναφορά είναι του Π. Καμηλάκη, ο οποίος εκτιμά, με βάση τα ιστορικά στοιχεία, ότι δεν θα μπορούσε να επιβιώσει Εβραϊκό στοιχείο στην Κοζάνη λόγω της παρουσίας εκεί βλάχων που έφτασαν στην περιοχή μετά την καταστροφή της Μοσχόπολης. «Με δεδομένη την αντίδραση Εβραίων της Καστοριάς στην εγκατάσταση των βλάχων στην πόλη» (Κοζάνη: Ανάμεσα στο μύθο και την ιστορία η αλήθεια για την εβραϊκή παρουσία στην περιοχή).Δεν αναφέρονται όμως που είναι αυτά τα «ιστορικά στοιχεία».
[3] (Κορκάς, Εις Μνήμην Αθανασίου Κ. Γκέρτσου που έφυγε προ σαράντα ημερών, 2023)
[4] Το επώνυμο Γκέρτσος προέρχεται μάλλον από την μορφή του βαπτιστικού Γεώργιος στα Αλβανικά Gjergji/ Gjergjo, με απουράνωση (τσιτακισμό) του /gj/, κάτι που συνήθιζαν πολύ οι Βλάχοι. Vangjel Gjergjo ονομάζεται Αλβανός ποδοσφαιριστής από την «Βλαχούπολη» της Κορυτσάς.
[5] Ο πληθυσμός της Μοσχόπολης του 18ου αιώνα είναι υπό συζήτηση. Υπάρχουν απόψεις που τον θέλουν από 20.000 έως 200.000 (Καρακώστα, 2013), πολλές φορές συμπεριλαμβάνοντας και μικρότερους παρακείμενους στην Μοσχόπολη οικισμούς. Ο αριθμός 200.000 σίγουρα υπερβολικός.
[6] (Καραμάρκος, Ιερός Καθεδρικός ναός Αγίου Νικολάου. Ιστορία – Εικόνες – Κειμήλια, 2011, σ. 254)
[7] (Χατζηιωάννου, 2000)
[8] Σε τηλεφωνικές επικοινωνίες με τους Μενέλαο, Γεώργιο και Ολυμπία Βλιαγκόφτη και π. Αρσένιο στις 21/11/24, η οικογένεια θεωρεί ότι οι πρόγονοί τους ήταν Ηπειρώτες πετράδες, βασισμένοι στην ετυμολογία που δίνει ο Ντίνας στο επώνυμο Βλιαγκόφτης/Μπλιαγκόφτης/Πλακόφτης ως ο «κόφτης των πλακών» (Ντίνας, 1995) καθώς και στο γεγονός ότι πολλοί Κοζανίτες είχαν Ηπειρώτικη καταγωγή (π. Αρσένιος Βλιαγκόφτης). Ο 84χρονος Μενέλαος δεν αποκλείει το επώνυμο να είναι Σέρβικο. Το «μπλιακόφτ’ς», έχει φωνητικές ομοιότητες με το «Μπιλιακόβετς» (Биляковец) ή το «Μπελιακόβτσε» (Беляковце), δύο σλαβικά τοπωνύμια τα οποία αμφότερα θα μπορούσαν να μεταφραστoύν ως «ο Λευκούλης», συνηθισμένο παρωνυμικό επώνυμο για ανθρώπους με ιδιαίτερα λευκό δέρμα ή άσπρα μαλλιά. Προφανώς, οι καταγεγραμμένοι με το επώνυμο Βλιαγκόφτης/Μπλιαγκόφτης/ Μπλιαγκόφτης, είχαν λάβει το επώνυμό τους από κάποιον πρόγονο που είχε το συγκεκριμένο προσωνύμειο. Εάν όντως «Μπλιαγκόφτης» σημαίνει «λιθοξόος» (πλακοκόφτης), δεν θα έπρεπε κάποιοι εκ των απογόνων του να είχαν καταγραφεί στον εκλογικό κατάλογο με το επάγγελμα του λιθοξόου ή του τέκτονα; Εκείνη την εποχή, ο γιος ακολουθούσε το επάγγελμα του πατέρα, κι ο πατέρα του παππού. Παρόλα αυτά, άπαντες οι Μπλιαγκοφτάδες καταγράφηκαν ως υποδηματοποιοί, κάτι που προσωπικά μου δημιουργεί αμφιβολίες για το αν τελικά το επώνυμο προέρχεται από την λέξη «πλακοκόφτης». Λέξη που δεν χρησιμοποιείται στο τοπικό ιδίωμα, ούτε προσωπικά την έχω εντοπίσει σε κουδαρίτικα ή άλλα λεξικά. Βέβαια, τίποτα δεν είναι σίγουρο. Τίποτα εκτός από την διαχρονική κινητικότητα, ποικιλία, διάχυση και ανάμιξη ανθρώπων και γλωσσών στα Βαλκάνια και, όχι μόνο.
[9] Επικοινωνία με Γιώργο Βλιαγκόφτη στις 19 Νοεμβρίου 2024.
[10] Οι οικογενειακές προφορικές παραδόσεις καταγωγής, όσο απόλυτες και να είναι, δεν πρέπει να λαμβάνονται τοις μετρητοίς. Υπενθυμίζεται, ότι την περίοδο 1768-1788 δεν έγιναν καταστροφές μόνο στη Μοσχόπολη και στην περιοχή της, αλλά σε οικισμούς μιας εκτεταμένης περιοχής από την Χειμάρρα μέχρι την Πελοπόννησο, ανάμεσά τους και το Σούλι, δημιουργώντας κύματα προσφύγων προς όλες τις κατευθύνσεις. Ακόμα και η Κοζάνη λεηλατήθηκε επί τέσσερις μέρες από τους πέριξ της πόλεως μουσουλμάνους το έτος 1770, με μέρος του πληθυσμού να καταφεύγει προσωρινά στα χωριά του Τσιαρτσιαμπά, ερημώνοντας την πόλη (Λιούφης, 1924, σ. 60). Δεν αποκλείεται εκείνη την ταραγμένη περίοδο, εκτός από την εγκατάσταση Μοσχοπολιτών στην Κοζάνη να έγινε και εγκατάσταση Σουλιωτών, ή άλλων Ηπειρωτών και Βοϊατών. Διαχρονικά και διατοπικά, οι γάμοι μεταξύ προσφύγων και ντόπιων αργούν μερικές δεκαετίες, με τους πρόσφυγες να παντρεύονται μεταξύ τους τις πρώτες 1-2 γενιές, πριν γίνουν αποδεκτοί από τους ντόπιους. Ίσως πάλι με το όρο- ομπρέλα «Ηπειρώτες» ή «Σουλιώτες» να αποκαλούσαν όλους τους πρόσφυγες εκείνης της περιόδου, ακόμα κι αν είχαν έρθει από την Μοσχόπολη. Με τον ίδιο τρόπο που αποκαλούνται συχνά «Πόντιοι», οι Έλληνες πρόσφυγες από την Βιθυνία, ή «Σελανικλήδες» (Θεσσαλονικείς), οι Τούρκοι πρόσφυγες από την ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας. Η λέξη «Μπλιακόφτ’ς», πάντως, δεν μοιάζει Σουλιώτικη (Αρβανίτικη).
[11] Όπως χαρακτηριστικά μου έγραψε ο Δημήτρης Πάπιστας σε επικοινωνία μαζί του στις 8 Νοεμβρίου 2024: «Η ιστορία της οικογένειας είναι μεγάλη και έχει ιστορικό ενδιαφέρον. Ξεκινάει από Μοσχόπολη Βορείου Ηπείρου και καταλήγει Μεγάλο Πάπιγκο».