Πρόσφατα έφυγε πλήρης ημερών (97 ετών) μια μεγάλη κυρία της βιοπάλης και του λαϊκού μας πολιτισμού: η κυρά- Τριανταφυλλιά Μπαγκατζούνη –Κουζιάκη. Γέννημα, θρέμμα της Σκρκας. Εκεί μεγάλωσε, παντρεύτηκε και δημιούργησε μια μεγάλη οικογένεια.
Από μικρή μπήκε στον σκληρό αγώνα της ζωής όπως πολλές Σκαρκιώτσες της γενιάς της εξάλλου. Μόλις τέλειωσε το Δημοτικό, ξεκίνησε να δουλεύει στα καπνά, βοηθώντας τις μεγαλύτερες εργάτριες στην καπναποθήκη του Καραγκούνη όπου εκτός των άλλων σμιλεύτηκε και με τις αριστερές ιδέες και τα δίκαια του εργάτη. Αργότερα , σαν εργάτρια πέρασε και από τον καπνικό σταθμό της Κοζάνης .
Κι από τότε δε σταμάτησε μια ολόκληρη ζωή να δουλεύει αγόγγυστα . Σαν κόρη πρώτα, παρά το μικροσκοπικό της δέμας , στηρίζοντας αρχικά τον πατέρα της Λάζο, στη συνέχεια σαν σύζυγος, ήταν το δεξί χέρι του άντρα της Γιώργου και αργότερα σαν μάνα , βοηθώντας πάλι με όλες της τις δυνάμεις τους δυο γιούς της, Λάζο και Δήμο στις αγροτικές και κτηνοτροφικές τους ασχολίες, στα αμπέλια, στα πρόβατα, στα γίδια και τελευταία στα γελάδια.
Όταν τη ρωτούσες όμως τι δουλειά έκανε στη ζωή της ; Με το αφοπλιστικό της χαμόγελο, που τη συνόδευε μέχρι τα βαθειά της γεράματα απαντούσε ταπεινά : μια ζωή μοίραζα γάλα. Ήταν άξιον απορίας πώς η κυρά- Τριανταφυλλιά, που δούλεψε τόσο από μικρό κορίτσι , ξεχώριζε την ιδιότητα της γαλατούς αφήνοντας στην άκρη όλες τις άλλες σοβαρές και πολύχρονες ασχολίες της: από το μεγάλωμα των 5 παιδιών της μέχρι τη σκληρή δουλειά στα μαντριά και στους στάβλους . Ίσως γιατί μέσω αυτής της δουλειάς, που την έκανε χρόνια, ανοίχτηκε μπροστά της ένας άλλος κόσμος, πολύ μεγαλύτερος από τον δικό της μικρόκοσμο, η κοινωνία της Κοζάνης με την ποικιλία των ανθρώπων της. Γνώρισε πολλούς από αυτούς από την καλή και την ανάποδη μπαίνοντας από τα χαράματα σχεδόν στα σπίτια τους, άλλα φτωχικά και ταπεινά σαν κι αυτά της γειτονιάς της κι άλλα αρχοντόσπιτα σαν του μπαμπά του Μιχαλάκη Παπακωνσταντίνου και του Καραγκούνη . Και αυτή η εμπειρία της ζωής της λειτούργησε ως προστιθέμενη αξία στην προσωπική της ευφυία εμπλουτίζοντας την με καινούριες γνώσεις , ιστορίες και βιώματα, χωρίς να της αλλάξει όμως καθόλου τον χαρακτήρα της, που τον διέκρινε η μετριοπάθεια και η ταπεινοφροσύνη.
Προσωπικά, τη γνώρισα πριν 20 χρόνια, στα πλαίσια έρευνας μου για τα παραδοσιακά τραγούδια της Κοζάνης . Και εξεπλάγην κυριολεκτικά με την καταπληκτική της μνήμη και τον πλούτο των γνώσεων της , που αντλούνταν από τη λαϊκή σοφία, τις παραδόσεις και τα έθιμα του τόπου μας. Ως αστείρευτο πραγματικά πηγάδι του λαϊκού μας πολιτισμού το μυαλό της σε ταξίδευε με μεγάλη άνεση σε άλλες ξεχασμένες σήμερα εποχές , στους τρόπους ζωής των προηγούμενων γενιών, σε αλλοτινά γεγονότα, σε άλλες αξίες, ήθη και έθιμα.
Χάρη σ’ αυτήν και στις καταβολές της οικογένειας της στο παραδοσιακό τραγούδι του τόπου μας οι νεότερες γενιές των Κοζανιτών θα έχουν τη χαρά στο μέλλον να απολαύσουν πολύτιμα πετράδια της άυλης πολιτιστικής μας κληρονομιάς όπως τραγούδια της ξενιτιάς, του ακριτικού κύκλου σαν τον Κωνσταντή, τον Μικροκωνσταντίνο και την Αρετή παραλογές σαν το Γεφύρι της Αρτας που το τραγουδούσαν στα καπνά , τραγούδια της κλεφτουριάς, της εργατιάς, της ξενιτιάς, νανουρίσματα, ταχταρίσματα, μοιρολόγια και πολλά άλλα.
Τραγούδια που σήμερα στην αστική πλέον Κοζάνη δυσκολεύεσαι να πιστέψεις ότι κάποτε, σε όχι πολύ μακρινές εποχές τραγουδιόνταν και σ’ αυτόν εδώ τον τόπο.
Ως τελευταίος αποχαιρετισμός στη γλυκιά και αγαπημένη μου κυρά-Τριανταφυλλιά , που σίγουρα θα καλοπερνά στον παράδεισο στήνοντας μ’ όλους χωρατά, μ’ έναν καλό λόγο για τον καθένα μαζί με ένα στιχάκι , σας παραθέτω δυο αποσπάσματα από δυο τραγούδια της, ένα της εργατιάς και ένα κλέφτικο .
Σήμερα είναι Σάββατο
Σήμερα είναι Σάββατο, πάει και τούτη η μέρα
Αμάν τ’ αφεντικό δε φάνηκε να πει μια καλημέρα
μάλαμα είναι τα χέρια μας κι ασήμι η δουλειά μας.
Αμάν μόσχος και τριαντάφυλλα είναι τα αφεντικά μας.
Σύρε απ’ τον Περαία και έλα
δροσερέ μ’ κρύε μ’ αέρα
άγια ντούγια, ντάγια, φέτο
να περνάς να μη σε βλέπω
Αφεντικό, αφεντικό μια χάρη σε ζητούμε
αμάν να μας σχολάσεις γρήγορα να πάμε να λουστούμε
Σήμερα είναι Σάββατο πληρώνονται οι εργάτες
αμάν το αφεντικό με την κυρά μαλώνουν σαν τις γάτες ……
Βασίλη μου κάτσι φρόνιμα, κάτσι ταπεινωμένα
-Βασίλη μου κάτσι φρόνιμα, κάτσι ταπεινωμένα.
Μη βγαίνεις πάνου στα βουνά, ορέ στα κλέφτικα λημέρια.
Να πάρεις γιδοπρόβατα, χωράφια και αμπέλια.
-Σήκω μάνα μ’ και ζύμωσε και κάψε και το φούρνο
προτού περάσει η συντροφιά κι οι Κολοκοτρωναίοι…..
Φανή Φτάκα-Τσικριτζή