Εκπληκτική έιναι η αποδοχή του «Χορεύοντας στη Λούνασα», της συμπαραγωγής των ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης και Ιωανννίων, στην πρωτεύουσα της Ηπείρου. Το άρθρο της εφημερίδας Ηπειρωτικός Αγών είναι ενδεικτικό:
Μια αναμέτρηση με τον χρόνο και την επιθυμία
Υπάρχουν παραστάσεις, που ακόμη κι αν ο θεατής κάθεται κοντά στη σκηνή, εκείνες τον κρατούν σε απόσταση, είτε επειδή είναι τέτοια η σκηνοθετική οδηγία, είτε γιατί είναι ανασφαλείς και αδύναμες να κατέβουν εκείνες στην πλατεία ή να τον καλέσουν επάνω.
Και μετά είναι και κάποιες που αβίαστα και ανεπιτήδευτα καταργούν συμβάσεις, χώρο και χρόνο, μετακινούνται, με άνεση ζηλευτή, στο παρελθόν, επιστρέφουν στο παρόν, ορμάνε μπροστά στο μέλλον, μπερδεύονται με τους θεατές, τους ζητούν να κάνουν χώρο να καθίσουν δίπλα τους, τους ψιθυρίζουν όσα δεν ειπώνονται, μαρτυρούν τι θα γίνει μετά, απομακρύνονται και επιστρέφουν, χωρίς, ωστόσο, κανένας από τους πρωταγωνιστές να εγκαταλείψει ποτέ τη σκηνή. Μια τέτοια παράσταση, φρέσκια, ζωντανή και ασυγκράτητη, παρόλη την εσωτερικότητά της και τα βαρίδια της πραγματικότητας και του συντηρητισμού των ηρώων της, απολαύσαμε την Παρασκευή το βράδυ, μέρα επίσημης πρεμιέρας της παράστασης, που προέκυψε από τη συνέργεια των ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης και Ιωαννίνων.
Το «Χορεύοντας στη Λούνασα» του Μπράιαν Φρίελ είναι ένα έργο που το διατρέχει η μουσικότητα -ακόμη και στις παύσεις και τις σιωπές του- η νοσταλγία για όσα πέρασαν ή δε συνέβησαν ποτέ και μια πρωτόγνωρη οικειότητα, παρόλο που γράφτηκε για μια χώρα μακρινή, την Ιρλανδία, και περιγράφει μια εποχή, που φαντάζει ακόμη μακρινότερη, τη δεκαετία του ’30. Κι όμως. Στο τέλος της παράστασης, ο θεατής έχει την απροσδιόριστη αίσθηση ότι όλα τα πρόσωπα επί σκηνής, ακόμη κι εκείνα που πεισματικά καθηλώνονταν στη θέση τους και σπάνια την εγκατέλειπαν ή όσα ελάχιστες στιγμές ακουμπούσαν στη γη, τα γνωρίζει από κάπου. Τούτο το τελευταίο δεν το χρωστά ο θεατής ασφαλώς μόνο στον θεατρικό συγγραφέα και το μικρό αριστούργημά του, αλλά και στις μοναδικές ερμηνείες των ηθοποιών που το υπηρέτησαν με τη σκηνοθετική καθοδήγηση της Νικαίτης Κοντούρη. Τα θεατρικά έργα που μπλέκουν τη φαντασία με την πραγματικότητα, τη λαχτάρα και το όνειρο με την πραγμάτωση ή τη -συνηθέστερη- ματαίωσή τους, τον λόγο με τη μουσική, την ακαμψία με τη λυτρωτική -ωστόσο, πάντα σύντομη- εκτόνωση, μπορεί ο Τσέχοφ με τη μοναδική του πένα να τα έκανε κλασικά κι εμείς χιλιοπαιγμένα, καθόλου, όμως, προβλέψιμο στοίχημα ή εύκολη αναμέτρηση δεν είναι για τον ηθοποιό και τον σκηνοθέτη του. Κυρίως, όταν αυτά δεν έχουν κορύφωση και όλη η δουλειά γίνεται από μέσα.
Σε τούτη εδώ την παράσταση, λοιπόν, οι συντελεστές της αφήνουν πίσω όσα γνωρίζουν, παιδεύουν ολόκληρο το κείμενο και δε μένουν στις ευκολίες του, προσφέρουν στους ήρωες την ψυχή και το σώμα τους για να παλέψουν μαζί τους την καταπίεση, την παρόρμηση και τον δισταγμό, για να κάμψουν αντιστάσεις και να παρακούσουν κοινωνικές προσταγές, για να ξεσπάσουν, να φωνάξουν, να τραγουδήσουν και να χορέψουν, πενθώντας χαμένες στιγμές, ευκαιρίες και ζωές που για άλλα ήτανε κι αλλού καταλήξανε… Δεμένες ερμηνείες, χωρίς καμιά στιγμή αμηχανίας, καλά δουλεμένες σιωπές, διακριτικά, μα παρόντα, τα λικνίσματα και οι ψίθυροι -προπομποί των εκρήξεων που ανεπιτήδευτα αποδίδονται, χωρίς εξεζητημένη υπερβολή. Στους πρωταγωνιστές της βραδιάς και την εξαιρετική δουλειά τους, συγκαταλέγουμε τη μουσική επιμέλεια, καθώς τούτη παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του έργου, τα σκηνικά και τα κοστούμια, τον φωτισμό, αλλά και την καλλιτεχνική διευθύντρια του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης, που παρακολουθούσε με αγωνία από κάτω και συχνά – πυκνά, μαζί με κάποιους από μας, σκούπιζε τα δάκρυά της. Ομοίως και την πρόεδρο του δικού μας ΔΗΠΕΘΕ, που μαζί με την κ. Ελένη Δημοπούλου, πάλεψαν και πέτυχαν μια σπουδαία συνεργασία με ένα ακόμη σπουδαιότερο αποτέλεσμα.
Εδώ και πολλά χρόνια παραπονιόμαστε -όχι δικαίως πάντα- ότι τίποτε ποιοτικό δε συμβαίνει στην πόλη, που θα την αναβαθμίσει και θα την ξαναβάλει στον χάρτη των πόλεων που παράγουν πολιτισμό και τον αναδεικνύουν. Για να συμβεί, όμως, κάτι τέτοιο, καλό είναι να μοιράσουμε τη διαδρομή και να συναντηθούμε κάπου στη μέση. Δεν είναι δύσκολο. Χρειαζόμαστε μια πραγματικά καλή παράσταση, από εκείνες που μας κάνουν να κλείσουμε τα μάτια και να ονειρευτούμε για λίγο και μια απόφαση -να βγούμε από το σπίτι μας και να πάμε μέχρι το Καμπέρειο, για να στηρίξουμε αυτό που χρόνια λέμε ότι προσδοκούμε και λαχταράμε. Φέτος τον χειμώνα, λοιπόν, μας δίνεται μια μοναδική ευκαιρία. Να συναντηθούμε.
Το «Χορεύοντας στη Λούνασα» του Μπράιαν Φρίελ είναι ένα έργο που το διατρέχει η μουσικότητα -ακόμη και στις παύσεις και τις σιωπές του- η νοσταλγία για όσα πέρασαν ή δε συνέβησαν ποτέ και μια πρωτόγνωρη οικειότητα, παρόλο που γράφτηκε για μια χώρα μακρινή, την Ιρλανδία, και περιγράφει μια εποχή, που φαντάζει ακόμη μακρινότερη, τη δεκαετία του ’30. Κι όμως. Στο τέλος της παράστασης, ο θεατής έχει την απροσδιόριστη αίσθηση ότι όλα τα πρόσωπα επί σκηνής, ακόμη κι εκείνα που πεισματικά καθηλώνονταν στη θέση τους και σπάνια την εγκατέλειπαν ή όσα ελάχιστες στιγμές ακουμπούσαν στη γη, τα γνωρίζει από κάπου. Τούτο το τελευταίο δεν το χρωστά ο θεατής ασφαλώς μόνο στον θεατρικό συγγραφέα και το μικρό αριστούργημά του, αλλά και στις μοναδικές ερμηνείες των ηθοποιών που το υπηρέτησαν με τη σκηνοθετική καθοδήγηση της Νικαίτης Κοντούρη. Τα θεατρικά έργα που μπλέκουν τη φαντασία με την πραγματικότητα, τη λαχτάρα και το όνειρο με την πραγμάτωση ή τη -συνηθέστερη- ματαίωσή τους, τον λόγο με τη μουσική, την ακαμψία με τη λυτρωτική -ωστόσο, πάντα σύντομη- εκτόνωση, μπορεί ο Τσέχοφ με τη μοναδική του πένα να τα έκανε κλασικά κι εμείς χιλιοπαιγμένα, καθόλου, όμως, προβλέψιμο στοίχημα ή εύκολη αναμέτρηση δεν είναι για τον ηθοποιό και τον σκηνοθέτη του. Κυρίως, όταν αυτά δεν έχουν κορύφωση και όλη η δουλειά γίνεται από μέσα.
Σε τούτη εδώ την παράσταση, λοιπόν, οι συντελεστές της αφήνουν πίσω όσα γνωρίζουν, παιδεύουν ολόκληρο το κείμενο και δε μένουν στις ευκολίες του, προσφέρουν στους ήρωες την ψυχή και το σώμα τους για να παλέψουν μαζί τους την καταπίεση, την παρόρμηση και τον δισταγμό, για να κάμψουν αντιστάσεις και να παρακούσουν κοινωνικές προσταγές, για να ξεσπάσουν, να φωνάξουν, να τραγουδήσουν και να χορέψουν, πενθώντας χαμένες στιγμές, ευκαιρίες και ζωές που για άλλα ήτανε κι αλλού καταλήξανε… Δεμένες ερμηνείες, χωρίς καμιά στιγμή αμηχανίας, καλά δουλεμένες σιωπές, διακριτικά, μα παρόντα, τα λικνίσματα και οι ψίθυροι -προπομποί των εκρήξεων που ανεπιτήδευτα αποδίδονται, χωρίς εξεζητημένη υπερβολή. Στους πρωταγωνιστές της βραδιάς και την εξαιρετική δουλειά τους, συγκαταλέγουμε τη μουσική επιμέλεια, καθώς τούτη παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του έργου, τα σκηνικά και τα κοστούμια, τον φωτισμό, αλλά και την καλλιτεχνική διευθύντρια του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης, που παρακολουθούσε με αγωνία από κάτω και συχνά – πυκνά, μαζί με κάποιους από μας, σκούπιζε τα δάκρυά της. Ομοίως και την πρόεδρο του δικού μας ΔΗΠΕΘΕ, που μαζί με την κ. Ελένη Δημοπούλου, πάλεψαν και πέτυχαν μια σπουδαία συνεργασία με ένα ακόμη σπουδαιότερο αποτέλεσμα.
Εδώ και πολλά χρόνια παραπονιόμαστε -όχι δικαίως πάντα- ότι τίποτε ποιοτικό δε συμβαίνει στην πόλη, που θα την αναβαθμίσει και θα την ξαναβάλει στον χάρτη των πόλεων που παράγουν πολιτισμό και τον αναδεικνύουν. Για να συμβεί, όμως, κάτι τέτοιο, καλό είναι να μοιράσουμε τη διαδρομή και να συναντηθούμε κάπου στη μέση. Δεν είναι δύσκολο. Χρειαζόμαστε μια πραγματικά καλή παράσταση, από εκείνες που μας κάνουν να κλείσουμε τα μάτια και να ονειρευτούμε για λίγο και μια απόφαση -να βγούμε από το σπίτι μας και να πάμε μέχρι το Καμπέρειο, για να στηρίξουμε αυτό που χρόνια λέμε ότι προσδοκούμε και λαχταράμε. Φέτος τον χειμώνα, λοιπόν, μας δίνεται μια μοναδική ευκαιρία. Να συναντηθούμε.