Ο τρύγος και τα σουτζιούκια, της Ντίνας Λαμπροπούλου

5 Min Read

Η μεγαλύτερη χαρά του παππού μου ήταν να προλαβαίνει τις επιθυμίες της γιαγιάς μου. Έτσι, μόλις έμπαινε ο Οκτώβρης και λίγο πριν αρχίσει ο τρύγος και μπουν οι τρυγητές στ΄αμπέλια και τα σταφύλια σταλούν κατευθείαν στο πατητήρι, πήγαινε πρώτα στο αμπέλι ¨στουν Κασλά¨ και κατόπιν ¨ στ΄ς Λούνις¨, και μάζευε τα πιο γλυκά σταφύλια.

Μετά έκανε παραγγελία ¨στου Βιλίστ¨ για άσπρο χώμα και κλαδιά βελανιδιάς.

Τα κλαδιά αυτά η γιαγιά αφού τα έκαιγε στην μασίνα ¨στου μαειρειό¨, συγκέντρωνε τη στάχτη, την οποία κοσκίνιζε και φύλαγε σε πάνινο σακούλι, κρεμασμένο στο ντουλάπι της κουζίνας. Με τη στάχτη αυτή, εκτός των άλλων, γινόταν η ¨κασταλαή¨ για τα μουστοκούλουρα και διάφορα γλυκά του ταψιού, σαλιάρια κ.α.

Κατ΄αρχήν, περνούσε τα σταφύλια από ένα πανέμορφο ¨μπακαρένιο κοίλο τρυπ΄το¨ (σώζεται), πάνω από ένα πεντακάθαρο γανωμένο μικρό χάλκωμα, κεντημένο εξωτερικά με όμορφο χερούλι( σώζεται και το είχε ¨απ΄τα νινετ΄ς¨ όπως έλεγε) και συγκέντρωνε το μούστο. Σε αναλογία, ανακάτευε το μούστο, το άσπρο χώμα( κοσκινισμένο) και τη στάχτη δεμένη σε τουλμπάνι και τα άφηνε ένα βράδυ. Την άλλη μέρα, τα έβραζε στη μασίνα για λίγο. Αφού κρύωναν και κατακάθονταν το χώμα και η στάχτη, στράγγιζε το μούστο στο τουλμπάνι για να φύγουν όλα τα υπολείμματα. Μετά έβραζε τον καθαρό, πλέον, μούστο για αρκετή ώρα, μέχρι να αρχίσει να γίνεται πετιμέζι και πάντα ανακατεύοντας με ξύλινη κουτάλα, δυνάμωνε τη φωτιά μέχρι να δέσει και να πηχτώσει, τόσο ώστε να πέφτει σα βαρύ σιρόπι από την κουτάλα. Τότε, το πετιμέζι ήταν έτοιμο. Όταν κρύωνε, το συγκέντρωνε σε δύο στάμνες γυάλινες με καπάκι, ζωγραφισμένες εξωτερικά με άνθη.

Με το πετιμέζι αυτό, έκανε σουτζιούκια , μουστοκούλουρα, πελτέ, μουσταλευριά, ριτσέλι με κυδώνια ή κολοκύθα, διάφορα κουλουράκια για τα κόλιαντα κ.α. Έκανε όμως και ¨ιλιάτσια¨ για το κρυολόγημα.

Για τα σουτζιούκια ,σύμφωνα με τη δόση, έβραζε πετιμέζι, νερό, ζάχαρη, και νιζεστέ, τον οποίο έφτιαχνε η ίδια (δύσκολη διαδικασία, η οποία απαιτούσε χρόνο και πολύ καλό καιρό).

Με λεπτό γερό νήμα, το οποίο αγόραζε από τον Τηλέμαχο τον Ματιάκη, ετοίμαζε τις αρμαθιές, περί τις δέκα, κάνοντας έναν μεγάλο κόμπο στο κάτω μέρος. Αφού περνούσε ολόκληρα ή κομμένα στα δύο, μεγάλα γλυκά καρύδια απ΄¨τς΄Λούνις¨, τις έκλεινε ¨μι θ΄λιά¨. Τις βουτούσε όλες με τη σειρά στο ζεστό, πηχτό μείγμα. Τις άφηνε λίγο κρεμασμένες από τη θηλιά σε μακριά βέργα ¨κουρουμπλιάς¨,να πήξουν και επαναλάμβανε δεύτερη και τρίτη φορά, όσο πάχος ήθελε. Κρεμασμένες στη βέργα έμεναν μέχρι να στεγνώσουν καλά, κάτω απ΄την κληματαριά. Τις τύλιγε χαλαρά με τούλι για ¨του ξιαφ΄¨  κ.α.

Ύστερα από κάποιες ημέρες όταν ήταν έτοιμα , έβγαζε το τούλι, τις μάζευε από τη βέργα και τις κρεμούσε σε ψηλό ντουλάπι. Ακόμα και μέσα στο ντουλάπι, λαμποκοπούσαν από τη γυαλάδα, και όταν το άνοιγε μοσχοβολούσε όλος ο χώρος, όχι όμως για πολύ, γιατί ήταν τόσο γευστικά ώστε ¨έφταναν δεν έφταναν ως τ΄Αη Φίλλ΄πα¨, που άρχιζε η νηστεία των Χριστουγέννων. Ευτυχώς, όπως έλεγε, προλάβαινε να κρύψει κανά δυό.

Το έθιμο όμως, καλούσε κατά τη διάρκεια του τρύγου την ετοιμασία και ανάλογων εδεσμάτων. Πρώτα η γιαγιά ετοίμαζε το φαγητό που προορίζονταν για τους τρυγητές. Ένα μεγάλο ταβά κεφτέδες με κρέας από ψιλοαλεσμένη μοσχαρίσια κοιλιά με νεροκρόμμυδα (από τη Βάντσα) στο φούρνο, τραγανή τυρόπιτα, κιχιά (όλα ψημένα με τέχνη και μεράκι στον παραδοσιακό φούρνο του Σπύρου Σιδέρη) και χαλβά.

Για το σπίτι και τους καλεσμένους εκτός από όλα τα παραδοσιακά εδέσματα και το γευστικό ¨πιρσ΄νο¨ κρασί, ήταν καθιερωμένος ο λαγός στιφάδο( ο λαγός από το Βέρμιο και τα κρεμμυδάκια από τα Μπουτζάκια). Ήταν ένα μικρό πανηγύρι ευωχίας και Κοζανίτικων γεύσεων για όλους και προπάντων για τον ανηψιό της γιαγιάς, τον Θύμιο, που ήταν Δήμαρχος στη Βέροια και σχεδόν κάθε χρόνο τιμούσε το τραπέζι του τρύγου, όσο απασχολημένος και να ήταν.

Ν.Λ.

 

 

Μοιραστείτε την είδηση