Της Τάσας Σιόμου, φιλολόγου
- Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ ΜΟΝΟ…
« Χτυπήστε τους την πόρτα», αναγραφόταν, δεκαετίες πριν, σε αφίσα του Υπουργείου Πρόνοιας, πάνω από χέρι που χτυπούσε το ρόπτρο, το τσιουκαλστάρι, μιας ξύλινης θύρας, σημαίνοντας συναγερμό ενδιαφέροντος για τη μειοψηφία των αναγκεμένων, των απόκληρων, των αποκλεισμένων από τα αγαθά της ζωής και της αγάπης.
Ενώ το « αυτός μ΄ανοίγει την πόρτα» δήλωνε τον συμπονετικό άνθρωπο, αυτόν που νοιάζονταν για τον άλλον κι έβρισκε πάντα χρόνο και τρόπο για να συντρέξει προσωπικά.
Σταδιακά η πόρτα από διπλό σύμβολο: φύλαξης της εστίας , αλλά και διόδου στον άλλον, το συνάνθρωπο, στον οικείο του χώρο, στα άδυτά του, από σημείο συλλογικότητας, κοινού τόπου, έγινε σύμβολο αποκλεισμού του έτερου λόγω της αλλοτρίωσής μας, ή του φόβου μας, έγινε ένδειξη της φενάκης της αυτάρκειάς μας, της κατίσχυσης του ατομισμού μας, κατάντησε συρματόπλεγμα του εικονικού μας κόσμου, τείχος της στεγνής ψηφιακής ψυχής, κοινωνική φραγή εντέλει.
Με τη φόρα του παρελθόντος, των χρόνων των ανοιχτών θυρών, των κλειδιών απέξω σ΄αναμονή, χτύπησα την πόρτα φίλων σε παρακείμενο λόφο στη λαϊκή της γειτονιάς .Στη μορφή που στιγμιαία ανάδευε στη τζαμόθυρα, σκέφτηκα να προαναγγείλω: ταχυδρόμος εδώ, αλλά στο γρήγορο άνοιγμα και στο ζεστό καλωσόρισμα άκουσα: νομίσαμε πως ήταν ο ταχυδρόμος…
Ο ταχυδρόμος μόνο, λοιπόν, απέμεινε να χτυπάει τις πόρτες και μάλιστα, όχι εκείνος ο παλιός, ο σπιτικός, που πόρτα την πόρτα, κόμιζε τη χαρά των επιστολών της ξενιτιάς, των στρατιωτικών δελταρίων, των ευχετηρίων των φίλων, αλλά εκείνος ο βιαστικός από τις πιέσεις courier, ο εναλλασσόμενος, ο κομιστής αντικειμένων ηλεκτρονικής αγοράς.
Τώρα, όμως, στην εποχή της πλειοψηφίας των δοκιμαζόμενων από την ακρίβεια, τη φτώχεια, την πανδημία, τον εγκλεισμό, από το φόβο του γειτονικού επεκτατισμού και των άστοχων εμπλοκών της χώρας, ήρθε η ώρα να ακυρώσουμε τις ταχυδρομικές σχέσεις, να αλληλοχτυπήσουμε ως δερνοθύρες, κατά το τοπικό ιδίωμα, τις γνώριμες αλλά ξεχασμένες πόρτες, να ανοίξουμε νέες, φτάνοντας ως τις διαδικτυακές πύλες.
Ήρθε η ώρα από τα μικρά, από τις λεπτομέρειες να προκύψουν τα μεγάλα: το πλέγμα ενός δικτύου αλληλεγγύης, το υφάδι κοινωνικών κινημάτων ενθάρρυνσης πως δεν γίνεται μόνο έτσι, όπως μας επιβάλλουν, πως γίνεται κι αλλιώς.
Αρκεί, με τους χτύπους της μεταξύ μας φιλότητας, να επανασυνδεθούμε για να διαγράψουμε συλλογικά την απογοήτευση, το σοκ της απάθειας, την ιδιώτευση.
Αρκεί να ξανα-ανακαλύψουμε το δημόσιο χώρο και το δημόσιο λόγο, να εναντιωθούμε σε μια εξουσία δίχως μπέσα, δίχως συναίσθημα , δίχως ντροπή για τα δεινά μας, ώστε να φέρουμε το άγγελμα της ανατροπής.