Γιατί είναι τόσο δύσκολη η συναίνεση και η αποδοχή ότι είναι καλύτερη μια αμοιβαία επικερδής συμφωνία παρά ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, στο οποίο μόνο ο νικητής τα παίρνει όλα;
Γιατί προτιμούμε να λέμε όχι, ακόμα κι όταν ξέρουμε ότι αυτό σύντομα θα γίνει ναι; Και δεν μιλάμε, βέβαια, για τα ψευτονάζια της ερωτευμένης που θέλει να κάνει τσαλίμια στον καλό της, αλλά για ρεαλιστική πολιτική.
Τα παραπάνω ερωτήματα βαλμένα στο πλαίσιο μιας ρεαλιστικής αντιμετώπισης της πολιτικής φαντάζουν σκανδαλωδώς παιδαριώδη και αντικατοπτρίζουν -δυστυχώς σε μεγάλο βαθμό- τις εθνικές μας επιλογές.
“Πες τώρα ότι βολεύει και θα ακουστεί καλά κι ας αφήσουμε τα υπόλοιπα για τη συνέχεια” ήταν η κλασική και επιτυχημένη έως τώρα συνταγή σε ένα κοινό που επιβραβεύει διαχρονικά τη δημαγωγία και δεν έχει εκπαιδευτεί να διαχωρίζει το ρεαλιστικό απο το ουτοπικό και δόλιο “ότι μας βολέψει”.
Τώρα που εκποιούνται και τα τελευταία ασημικά της προγιαγιάς που με κόπο τα είχε διαφυλάξει ως κόρη οφθαλμού συνεχίζουμε το ίδιο γαϊτανάκι σε εθνικό, αλλά και σε τοπικό επίπεδο που είναι η επικέντρωση του διαλόγου σε ένα επιθυμητό πλην ανέφικτο μαξιμαλιστικό σχέδιο αντί προτάσεων που έχουν κάποιες πιθανότητες διάσωσης. Κι αυτό απο μόνο του λέει πολλά, αφού η βάση της αντιμετώπισης οποιουδήποτε προβλήματος είναι η αποδοχή ύπαρξής του.